Εις ολίγας ώρας φεύγω
Κι είπα να σας χαιρετίσω
Και τη θερινή σαιζόν
Κάπως όμορφα να κλείσω
Ήθελα κάτι να σας πω
Και να πιούμε ένα ποτήρι
Δε μου ήρθατε λαμόγια
Χτές από το ακρωτήρι
Ας το πάρει το ποτάμι
Κακία δε θα κρατήσω
Και μ´ έμμετρο στιχούργημα
Θέλω να χαιρετίσω
Φεύγω φίλοι και θ´ αργήσω
Πάω να κάνω λίγο κούρα
Τα παχάκια μου να ρίξω
Και να κόψω και τα πούρα
Θα μου κάνουνε ενέσεις
Και τη μάπα θα τσιτώσουν
Με καινούργιες εφευρέσεις
Το πουλί μου θα σηκώσουν
Θα περάσω δέκα μέρες
Με μαντζούνια και σαλάτες
Με μπιφτέκια και πουρέδες
Και δεν θα χω σοκολάτες
Φεύγω με μια κάποια λύπη
Και σας αγαπώ πολύ
Πέρασε πολύ ωραία
Η σαιζόν η θερινή
Γνώρισα καινούργιο κόσμο
Πέρεσα καλά μαζί τους
Είδα και παλιούς μου φίλους
Που μου ανοίξαν την ψυχή τους
Μία απ´ τις παλιές τις φίλες
Ήρθε από την Εσπερία
Έζησα λίγο μαζί της
Μια ωραία Ιστορία
Πέταξα απ´ τη ζωή μου
Και τα φετεινά βαρίδια
Που μου κάνανε παπά μου
Σαν μπαλόνια τα αρχίδια
Βρήκα νέα γκομενάκια
Με θυμήθηκαν παλιές
Μανολιό παλιοφιδάκια
Σοκολάτες εκλεκτές
Και περνάγαμε ωραία
Σ εκλεκτά ξενοδοχεία
Με κολπάκια και φιλάκια
Μέχρι να ρθει η πρωία
Εξενύχτησα μαζί τους
Εισ τα κλαμπς τις παραλίας
Εις μπουζούκια και ταβέρνες
Σε μπιστρό και τρατορίας
Έπαιξα και την κιθάρα
Για μια όμορφη μαυρούλα
Χόρεψα και ζεμπεκάκια
Για τη φίλη μου τη Ρούλα
Είδα και τον πριγκηπάκο
Παραδόξως ήταν κάλμα
Και τον άρχοντα το Yorgo
Playboy του τριάντα
Το βοθρούλη δεν ξανάδα
Ξαναβρήκα την υγειά μου
Και νομίζει ο γιατρός μου
Επιδράν τα φαρμακά μου
Κι όταν κάποτε βαριόμουν
Πήγαινα να βρω πουτές
Με τον τσίφτη καπετάνιο
Εις το κλαμπ στις τζιτζιφίες
Και το έφερε κι η τύχη
Γνώρισα απ´ τους παλιούς
Πουτανιάρηδες ωραίους
Και συμπότες εκλεκτούς
Δεν το κρύβω και το λέω
Μου ´λειψαν αυτο το θέρος
Φιλαράκια απ´ τα παλιά
Ο Νικόλας κι ο Βολτερος
Απεδείχθη δίχως άλλως
Πουτανιάρης δυνατός
Ο Γιαννάκης μας ο μπήχτης
Που ναι πάντα γελαστός
Αποκάλυψη μεγάλη
Στάθηκε για με ο Πάθος
Κι ας μου έφαγε τη μαύρη
Εγώ το εχειρίσθην λάθος
Και αν κάποιο έχω ξεχάσει
Θέλω να με συγχωρήσει
Δεν το κάνω από δόλο
Το Αλτσχάιμερ μ έχει σκίσει
Χαιρετώ είναι πια ώρα
Φεύγει το αεροπλάνο
Όπου θα μεεταφέρει
Βόρεια από το Lugano
Δεν θα γράφω σας το λέγω
Για να μη ανησυχείτε
Κι όταν θα με αμολάρουν
Τότε θα με ξαναδείτε
ΥΓ
Πλέζουρα αν διαπιστώσεις
Λάθος ορθογραφικον
Συμπάθα με το έγραψα
Ετούτο το στιχούργημα
Όλο στο I-phone
31 Αυγ 2010
25 Αυγ 2010
Night tales
Μου χει φύγει το καφάσι
Έπαθα μεγάλο τράκο
Με τον Πάθο η όλη φάση
Μ έχει κάνει ένα ράκο .
Ο παθούλης ο ωραίος
ήτανε φραπεδολόγος
Αλλά τώρα τελευταίως
Έγινε μπριζολολόγος
Έχει κάνει ο καριόλης
πέρα απ΄ όποια φαντασία
Στα κωλάδικα της πόλης
Κάθε μια ακολασία
Κι οσο έπαιρνε λευκές
δε με ένοιαζαν διόλου
Οι δικές του επιλογές
Που τις έβρισκα του κώλου
Πήρε ίσως δυο χιλιάδες
Μασατζούδες , βιζιτούδες
Μα και μες στις κουρτίνες
τετρακόσιες στριπτητζούδες
Στη ζωή κάνω και λάθη
δεν κρατάω πισινή
Του εξήγησα τα πάθη
Που ξυπνάνε στο καβλί
Οι σουρτούκες σοκολάτες
Με το δερμα το απαλό
Τις υπέροχες κωλάρες
Το πριβέ το δυνατό
Μ΄ ακουγε λοιπόν ο Πάθος
Κι είχε ύφος σοβαρό
Από το μοιραίο λάθος
Ήταν να καταστραφώ
Με τον πάθος είχα βγει
Για να πιούμε ένα ποτάκι
Σ ένα σκοτεινό τσαρδί
Και για κανα πριβεδάκι
Μπαίνοντας στο μαγαζί
εκοψα σε καναπέ
Με το μάτι το δεξί
νέα μαύρη τρε παρφαί
Πάραυτα είχα σχεδιάσει
Να εξηγηθώ κουρτίνα
Πριν το βραδυ να περάσει
Στη σουρτούκω αραπίνα
Για κακή τύχη δική μου
Δούλευε μια κολητή μου
που δε δούλευε με άλλο
Και με είδε σα ρεγάλο
Εκατσε λοιπόν κοντά
Μου λεγε για τα παλιά
Και δε θα φευγε ποτέ
Αν δεν κάναμε πριβέ
Έκανα μεγάλο λάθος
Και ο Πονηρός ο πάθος
Δίχως να μακρυγορήσει
Ειχε μεσα στην κουρτίνα τη μαυρούκα οδηγήσει
Μια στιγμή αδυναμίας
Και ένα τυχαίο λάθος
Τη μαυρούκα την καιρνούργια
Την πριβέδιασε ο Πάθος
Δεν περίμενα κληρούχα
Έτσι να νου ξηγηθεί
Να μου φάει τη μαυρούκα
που χα τόσο ορεχτεί
Το τι έγινε λαμόγια
Σας το έχω ήδη πει
Θα σας πω λοιπόν δυο λόγια
Για το τί επακολουθεί
Αφού μου το είχε φάει
Το όμορφο σοκολατάκι
Όταν ξύπνησε μου στέλνει
και ένα μηνυματάκι
Είχες δίκηο ρε πουρούλη
συναγωνιστή εκλεκτέ
Έφαγα ως το μεδούλι
Τέλειο πουτσομεζέ
Πάθε με έχεις καταστρέψει
γύρνα στις λευκές κυρίες
Να μην πεις ούτε μια λέξη
Γιατί θα χουμε ιστορίες
Ρε πουρούλη δε σε πάει
Μου είπε το κακό μαγκάκι
Η μπογιά σου πια ξεβάφει
Έχεις γίνει πια σαπάκι
Ξέρει τριγυρνάς με άλλες
Εις τα κλαμπ της παραλίας
Σε μπουζούκια και ταβέρνες
Εις μπιστρό και τρατορίας
Η μπεμπέκα είναι δική μου
Και σου γύρισε την πλάτη
Κι άκουσε τη συμβουλή μου
Δε σε θέλει ούτε πελάτη
Τέτοια λέει κολλητοί μου
ο μεγάλος ματσαράγκας
Μου ξυπνάει την οργή μου
ο μπαμπέσης τούτος μάγκας
Ήμουνα παλιά βεντέτα
Και μ΄ αγάπαγαν γαζέλες
Κι έχω γίνει μια βακέτα
Και μου κάνουνε κορδέλες
Φημερίδες το χουν γράψει
Κι η αφρικάνικη τιβού
Θαύματα σου λέει κάνει
Του Παθούλη η τσουτσού
Και τον Πάθο ψάχνουν τώρα
Οι σουρτούκες σοκολάτες
Για να του τα δώσουν όλα
Και σ εμέ γυρνούν τις πλάτες
Και στον Πάθο δίνουν όλες
Τα σφιχτα τους ροδελάκια
Και σ΄εμένα οι καριόλες
Δε δίνουν ούτε μ@@@κια
Ψύχωση έχουν πλέον πάθει
Οι γαζέλες οι ζουρλές
Τους ξυπνάνε λέει πάθη
Του Παθούλη τα πελέ
Με έκανε μπεκρή και πότη
Η μεγάλη τούτη πίκρα
Η χυλόπιτα ρε μόρτη
Θα με κάνει και χασίκλα
Είχα μέσα στην Αμπούτζα
Μια οδό με τ΄ όνομά μου
Και στην Κεντρική Πλαταία
Άγαλμα την αφεντιά μου
Τώρα όμως με ξεχάσαν
Πάθου λεν τη λεωφόρο
Και τον αδριάντα σπάσαν
Τον επέταξαν στο φόρο
Με ξεφτύλισες ο Ιούδα
Θα ξεπλύνω την τιμή
Θα σε φάω με κουμπούρα
Και θα πάω φυλακή
Θα σε λιώσω κατσαρίδα
Πάθε θα σε σουγιαδιάσω
Και με μια χοντρή λουρίδα
Το τομάρι σου θ΄αργάσω
Πήγα κι ήπια δυο ποτήρια
Κι είπα πια να την πουλέψω
Για να κάνω Ιστορία
Τον Παθούλη να φονέψω
Έστησα λοιπόν χωσία
Εις το σκοτεινό σοκάκι έξω απ΄ το Ξενοδοχείο
Μόλις βγει με την κερία
Να τον πάρουν με φορείο
Βγήκε επιτέλους Σταύρο
Όταν ξύπναγε η πλάση
Παραπάταγε το μαύρο
Θα το είχε ξεγοφιάσει
Και χωρίς πολύ μουρμούρα
Είπα να τονε φυτέψω
Σήκωσα και την κουμπούρα
Πέντε μπάλες να του παίξω
Πριν πατήσω τη σκανδάλη
Έγινε ένας σεισμός
Η γαζέλα με τα κάλη
Λέων έγινε φρικτός
Εξεμάνη η πουτάνα
Μη της φάω το παιδί
Άρπυα έγινε του Πάνα
Από σκεύος ηδονής
Ασσασίνο , είπε με μίσος
Αιμοβόρε και φονιά
Τα ματάκια θα σου χύσω
Θα μου φας και το γαμιά
Θα με τέλειωνε η μαύρη όπως τα θηρία τρώνε
Και έτσι έβαλα τρεχάκια
Πριν εγώ αντί γι αυτόνε
Να βρεθώ στα θυμαράκια
Είπα να μην ξαναβγώ
Και να πάω για ποτάκια
Και στο σάιτ να μη μπώ
Και να πάω για νανακια
Πλέον είχα ηρεμήσει
Είχα πιει τα φάρμάκα μου
Και περίμενα τη δράση
Να μερέψει τα μυαλά μου
Μα με τρώει ο απαυτός μου
Κι έκανα τη μαλακία
Ανοιξα το φορητό μου
Είδα εκεί την τραγωδία
Ο καριόλης ο Παθακιας
σαν πουρούλης στιχουργεί
Κει που ήταν ροστεράκιας
Κάνει και τον ποιητή
Με χει καταλάβει τρόμος
Το τι τρεχει με τον Παθο
Θεία δίκη είναι μήπως
Και με πάει για τον τάφο ?
Πρώτα πρωτα ο παθούλης
Μου φαγε τη σοκολάτα
Στίχους γράφει ο σκατούλης
Με περνάει στην παρλάτα
Μου το είπε παπα Γιώργης
που πολύ με σεκλετίζει
Ότι ο Πάθος ο καριόλης
Άρχισε να ζωγραφίζει
Μου είπε και ο Mανολάκης
Και αυτός όλο λαχτάρα
Πως ο Πάθος έχει αρχίσει
Να μαθαίνει και κιθάρα
Τώρα που μαθε τα κόλπα
Λεει ν΄αρχίσει να μπλογκαρει
Αχ μωρή παλιοκαπότα
Πόσο μ έχεις εξιτάρει .
Αυτός θα με αφανίσει
Με κατάντησε τρελό
Πριν τελείως μ ευτελίσει
λέω να αποσυρθώ
Πως όμως θα την περάσω
Μοναξιά και ησυχία
Ούτε γκόμενες θα έχω
Ούτε την καλλιτεχνία
Ένα πράγμα μου απομένει
Ειν το μαύρο κομπολόι
Μα αν και κείνος ενα πάρει
Και πουλήσει το ρολόι ?
Τι κακό να έχω κάνει
Και με τιμωρεί ο Πλάστης
Του παθούλη η παρέα
Μου χει γίνει εφιάλτης
Αποφάσισα να γίνω
Και εγώ καλογεράκι
Με τα θυμιατά να δίνω
Λησμονιά εις το μεράκι
Στου πατρός του Γεωργίου
Την καινούρια τη Μονή
Θα μετράω κομποσκίνια
Να ξεχάσω το μουνί
Σαν ποθάνω θα με πάνε
Από κάτου απ΄ τον κουπέ
Να ρχονται να προσκυνάνε
Οι μαυρούκες κι οι λευκές
Έπαθα μεγάλο τράκο
Με τον Πάθο η όλη φάση
Μ έχει κάνει ένα ράκο .
Ο παθούλης ο ωραίος
ήτανε φραπεδολόγος
Αλλά τώρα τελευταίως
Έγινε μπριζολολόγος
Έχει κάνει ο καριόλης
πέρα απ΄ όποια φαντασία
Στα κωλάδικα της πόλης
Κάθε μια ακολασία
Κι οσο έπαιρνε λευκές
δε με ένοιαζαν διόλου
Οι δικές του επιλογές
Που τις έβρισκα του κώλου
Πήρε ίσως δυο χιλιάδες
Μασατζούδες , βιζιτούδες
Μα και μες στις κουρτίνες
τετρακόσιες στριπτητζούδες
Στη ζωή κάνω και λάθη
δεν κρατάω πισινή
Του εξήγησα τα πάθη
Που ξυπνάνε στο καβλί
Οι σουρτούκες σοκολάτες
Με το δερμα το απαλό
Τις υπέροχες κωλάρες
Το πριβέ το δυνατό
Μ΄ ακουγε λοιπόν ο Πάθος
Κι είχε ύφος σοβαρό
Από το μοιραίο λάθος
Ήταν να καταστραφώ
Με τον πάθος είχα βγει
Για να πιούμε ένα ποτάκι
Σ ένα σκοτεινό τσαρδί
Και για κανα πριβεδάκι
Μπαίνοντας στο μαγαζί
εκοψα σε καναπέ
Με το μάτι το δεξί
νέα μαύρη τρε παρφαί
Πάραυτα είχα σχεδιάσει
Να εξηγηθώ κουρτίνα
Πριν το βραδυ να περάσει
Στη σουρτούκω αραπίνα
Για κακή τύχη δική μου
Δούλευε μια κολητή μου
που δε δούλευε με άλλο
Και με είδε σα ρεγάλο
Εκατσε λοιπόν κοντά
Μου λεγε για τα παλιά
Και δε θα φευγε ποτέ
Αν δεν κάναμε πριβέ
Έκανα μεγάλο λάθος
Και ο Πονηρός ο πάθος
Δίχως να μακρυγορήσει
Ειχε μεσα στην κουρτίνα τη μαυρούκα οδηγήσει
Μια στιγμή αδυναμίας
Και ένα τυχαίο λάθος
Τη μαυρούκα την καιρνούργια
Την πριβέδιασε ο Πάθος
Δεν περίμενα κληρούχα
Έτσι να νου ξηγηθεί
Να μου φάει τη μαυρούκα
που χα τόσο ορεχτεί
Το τι έγινε λαμόγια
Σας το έχω ήδη πει
Θα σας πω λοιπόν δυο λόγια
Για το τί επακολουθεί
Αφού μου το είχε φάει
Το όμορφο σοκολατάκι
Όταν ξύπνησε μου στέλνει
και ένα μηνυματάκι
Είχες δίκηο ρε πουρούλη
συναγωνιστή εκλεκτέ
Έφαγα ως το μεδούλι
Τέλειο πουτσομεζέ
Πάθε με έχεις καταστρέψει
γύρνα στις λευκές κυρίες
Να μην πεις ούτε μια λέξη
Γιατί θα χουμε ιστορίες
Ρε πουρούλη δε σε πάει
Μου είπε το κακό μαγκάκι
Η μπογιά σου πια ξεβάφει
Έχεις γίνει πια σαπάκι
Ξέρει τριγυρνάς με άλλες
Εις τα κλαμπ της παραλίας
Σε μπουζούκια και ταβέρνες
Εις μπιστρό και τρατορίας
Η μπεμπέκα είναι δική μου
Και σου γύρισε την πλάτη
Κι άκουσε τη συμβουλή μου
Δε σε θέλει ούτε πελάτη
Τέτοια λέει κολλητοί μου
ο μεγάλος ματσαράγκας
Μου ξυπνάει την οργή μου
ο μπαμπέσης τούτος μάγκας
Ήμουνα παλιά βεντέτα
Και μ΄ αγάπαγαν γαζέλες
Κι έχω γίνει μια βακέτα
Και μου κάνουνε κορδέλες
Φημερίδες το χουν γράψει
Κι η αφρικάνικη τιβού
Θαύματα σου λέει κάνει
Του Παθούλη η τσουτσού
Και τον Πάθο ψάχνουν τώρα
Οι σουρτούκες σοκολάτες
Για να του τα δώσουν όλα
Και σ εμέ γυρνούν τις πλάτες
Και στον Πάθο δίνουν όλες
Τα σφιχτα τους ροδελάκια
Και σ΄εμένα οι καριόλες
Δε δίνουν ούτε μ@@@κια
Ψύχωση έχουν πλέον πάθει
Οι γαζέλες οι ζουρλές
Τους ξυπνάνε λέει πάθη
Του Παθούλη τα πελέ
Με έκανε μπεκρή και πότη
Η μεγάλη τούτη πίκρα
Η χυλόπιτα ρε μόρτη
Θα με κάνει και χασίκλα
Είχα μέσα στην Αμπούτζα
Μια οδό με τ΄ όνομά μου
Και στην Κεντρική Πλαταία
Άγαλμα την αφεντιά μου
Τώρα όμως με ξεχάσαν
Πάθου λεν τη λεωφόρο
Και τον αδριάντα σπάσαν
Τον επέταξαν στο φόρο
Με ξεφτύλισες ο Ιούδα
Θα ξεπλύνω την τιμή
Θα σε φάω με κουμπούρα
Και θα πάω φυλακή
Θα σε λιώσω κατσαρίδα
Πάθε θα σε σουγιαδιάσω
Και με μια χοντρή λουρίδα
Το τομάρι σου θ΄αργάσω
Πήγα κι ήπια δυο ποτήρια
Κι είπα πια να την πουλέψω
Για να κάνω Ιστορία
Τον Παθούλη να φονέψω
Έστησα λοιπόν χωσία
Εις το σκοτεινό σοκάκι έξω απ΄ το Ξενοδοχείο
Μόλις βγει με την κερία
Να τον πάρουν με φορείο
Βγήκε επιτέλους Σταύρο
Όταν ξύπναγε η πλάση
Παραπάταγε το μαύρο
Θα το είχε ξεγοφιάσει
Και χωρίς πολύ μουρμούρα
Είπα να τονε φυτέψω
Σήκωσα και την κουμπούρα
Πέντε μπάλες να του παίξω
Πριν πατήσω τη σκανδάλη
Έγινε ένας σεισμός
Η γαζέλα με τα κάλη
Λέων έγινε φρικτός
Εξεμάνη η πουτάνα
Μη της φάω το παιδί
Άρπυα έγινε του Πάνα
Από σκεύος ηδονής
Ασσασίνο , είπε με μίσος
Αιμοβόρε και φονιά
Τα ματάκια θα σου χύσω
Θα μου φας και το γαμιά
Θα με τέλειωνε η μαύρη όπως τα θηρία τρώνε
Και έτσι έβαλα τρεχάκια
Πριν εγώ αντί γι αυτόνε
Να βρεθώ στα θυμαράκια
Είπα να μην ξαναβγώ
Και να πάω για ποτάκια
Και στο σάιτ να μη μπώ
Και να πάω για νανακια
Πλέον είχα ηρεμήσει
Είχα πιει τα φάρμάκα μου
Και περίμενα τη δράση
Να μερέψει τα μυαλά μου
Μα με τρώει ο απαυτός μου
Κι έκανα τη μαλακία
Ανοιξα το φορητό μου
Είδα εκεί την τραγωδία
Ο καριόλης ο Παθακιας
σαν πουρούλης στιχουργεί
Κει που ήταν ροστεράκιας
Κάνει και τον ποιητή
Με χει καταλάβει τρόμος
Το τι τρεχει με τον Παθο
Θεία δίκη είναι μήπως
Και με πάει για τον τάφο ?
Πρώτα πρωτα ο παθούλης
Μου φαγε τη σοκολάτα
Στίχους γράφει ο σκατούλης
Με περνάει στην παρλάτα
Μου το είπε παπα Γιώργης
που πολύ με σεκλετίζει
Ότι ο Πάθος ο καριόλης
Άρχισε να ζωγραφίζει
Μου είπε και ο Mανολάκης
Και αυτός όλο λαχτάρα
Πως ο Πάθος έχει αρχίσει
Να μαθαίνει και κιθάρα
Τώρα που μαθε τα κόλπα
Λεει ν΄αρχίσει να μπλογκαρει
Αχ μωρή παλιοκαπότα
Πόσο μ έχεις εξιτάρει .
Αυτός θα με αφανίσει
Με κατάντησε τρελό
Πριν τελείως μ ευτελίσει
λέω να αποσυρθώ
Πως όμως θα την περάσω
Μοναξιά και ησυχία
Ούτε γκόμενες θα έχω
Ούτε την καλλιτεχνία
Ένα πράγμα μου απομένει
Ειν το μαύρο κομπολόι
Μα αν και κείνος ενα πάρει
Και πουλήσει το ρολόι ?
Τι κακό να έχω κάνει
Και με τιμωρεί ο Πλάστης
Του παθούλη η παρέα
Μου χει γίνει εφιάλτης
Αποφάσισα να γίνω
Και εγώ καλογεράκι
Με τα θυμιατά να δίνω
Λησμονιά εις το μεράκι
Στου πατρός του Γεωργίου
Την καινούρια τη Μονή
Θα μετράω κομποσκίνια
Να ξεχάσω το μουνί
Σαν ποθάνω θα με πάνε
Από κάτου απ΄ τον κουπέ
Να ρχονται να προσκυνάνε
Οι μαυρούκες κι οι λευκές
22 Αυγ 2010
Athens by night
H νυξ όλως παραδόξως δεν ήτανε θλιμμένη , ήτο να πούμε κομψί κομψα . Ήτο ντεμί σεκ . Εκείνος βάραγε την κιθάρα του . Έπαιζε κάτι τάγκο , αντιος μουτσάτσος κομπανιέρος δε λα βίδα ( η ζωή μανολάκη , όχι αυτό που βιδώνουμε με το κατσαβίδι ) . Και ο γείτονας να πούμε από δίπλα του κράταγε στο τέμπο , βαρώντας την κεφάλα του στη μεσοτοιχία επιδοκιμάζοντας την κιθαροπαιχτική του . Σε κάποια στιγμή ο γείτονας τον επιδοκίμασε φωνάζοντας « Σκάσε ρε μαλάκα να κοιμηθούμε » και η κιθαροπαιχτική σερενάτα έλαβε να πούμε τέλος . Εκείνος βαριότουνε και να ξύσει τα ... ( έλα ρε πούστη μη γίνεσαι χυδαίος ) , έβαλε λίγο ροσόλιο σε ένα ποτηράκι και ονειροπολούσε και κωλοβάραγε παίζοντας την κομπολόγα του μέσα στα σκοτίδια , ενώ βρόχα δεν είχαμε και δεν έπιπτε στρέιτ θρου .
Αίφνης βάρεσε το κουνιστό . Ήτο μια φίλη από τα παλιά στέκια που είχε χρόνια να τηνέ δέι . Ζεσταινότουνε , δεν είχε και αρκοδίσιο είχε να πούμε 40 βαθμοί και στα Πατήσα ήτο πίκρα .Ήθελε να βγει έξω να πάρει τον αέρα της . Καλά μωρή δεν θα πας για δουλειά . Τώρα άρχισε την πίκρα , τι να πάει , τί να κάνει , ούτε ποτά κερνάνε , ούτε πριβέ παίρνουνε , albpanian - pakistani malakes put kolodaxtylo from the first moment and after 10 mins they say they do not have money and they came to see the sow , είπε η μαύρη κου κλουξ κλαν ( δεν ξέρετε ρε μαγκες τί ρατσιστές είναι οι αραπάδες , ούτε η θεία μου η Παρακευούλα που ακόμα λέει τον Ομπάμα ο αράπης ) . Come 10.30 to pick me up του είπε , και έκλεισε το τηλέφωνο , μη αφήνοντας περιθώρια αντιρρήσεων . Και όπως είπαμε παραπάνουθε βρόχα δεν έπιπτε .
Εκείνος έκανε το μπάνιο του , έστρωσε τις ξούρες του έβαλε τα πατσουλιά του , ντύθηκε σα συνταξιούχος τηνέιτζερ , έβγαλε , ένεκα η περίστασις , τη μπέμπα από το γκαράζι και δέκα και τριάκοντα τσιφ ήτο σε απόμερο σημείο της Patission Αβενιού και ανέμενε . Αίφνης πέρασε από μπροστά του μια σοκολατένια ομάς , που πάγαινε να πάρει το λωφορείο για να πάνε στα γραφεία τους , Σωκράτους και πέριξ . Μια τουμπανοκαβλιάρα άτακτη γαζέλα με βύζουλα σαν πεπόνι και κωλάρα σαν καρπούζι που φόραγε φοσφοριζέ μπλε κολάν κοντοστάθηκε , γκιου γκουοντ γκουντ γκαμίσι σιμπούκι μουνί γκωλαρακι , φορτι γιούρος , μπαρτσούτσα γκουιθ μαι φρεντ έιτι αντ λάσμπιαν σόου , είπε μονοκοπανιάς σαν Αρμένης φυστικέμπορας που πουλάει την πραμάτεια του . Sista , την έκοψε εκείνος , πριμένω μια φίλη , είναι μια από σας και θα ίσως πικραθεί άμα σε βρει εδωνανάς . Το πουτανάκι άλλαξε πόντζα , αφού τον κοίταξε εξεταστικά , έσπασε χομόγελο , OK Bros anoda time . Του είπε και όδευσε προς τη στάση μετά της συνοδίας της , την ετέρα παρτουζιάρα και μια άλλη . Απά στην ώρα έσκασε μύτη και το τεμμάχιο ντυμένο στην πένα , οι άλλες οι ξεκωλιάρες αρχίσανε να την πειράζουνε , Ακαμπέμπα ένεεεεεε ουγκουμπούγκο σουλουμουντούμ κουκουμουντούμ , το τεμμάχιο της κοίταξε υπό γωνία και μπήκε στο αμάξι , ενώ οι άτακτες γαζέλες εύχονταν εν χορώ σα χορωδία πορνογκόσπελ « Have a nice time gaaaaaalllllllllll , go sistaaaaaaaaaaa » . Γκιου νεβερ κορρέκτ γκιου νόου έβερυ black bitch ιν Άτενς , του είπε γελαστά και του δωσε ένα φιλί στο μάγουλο . Έβαλε μπροστά , και ξεκινήσανε με τη σκεπή ανοιχτή , γιατί είχε να βρέξει από το Μάρτη .
Εκείνος έκανε τη μεγάλη μαλακία να τη ρωτήσει που θα πάνε , γιατί όλες οι γυναίκες , μικρές , μεγάλες , παρθένες , πουτάνες , άμα τις ρωτήσεις που πάμε μωρό μου σου κάνουνε ένα πρήξιμο ... άσε . Να φαει δεν ήθελε , παραλία δε γούσταρε να πάει , εκεί τις βρώμαγε , αλλού τις ξύνιζε , στο άλλο έχει ερημιά , στο άλλο έχει κόσμο , Εν τέλει , και ενώ εκείνος ήτο έτοιμος να της ντρεσάρει μπάτσα χωροφυλακίστικη να γράψει η κάσα εκατό καπίκια , εκείνη του είπε go Plaka ? Εκείνος για να σταματήσει η λίμα την πήγαινε και στο Λιανοκλάδι για σούβλακος , οπότε έβαλε πορεία για πλάκα . Η ζέστη είχε σπάσει . Λες να βρέξει ? σκέφτηκε . Μπα !
Αφήκανε το αμάξι οδό Μνησικλέους , ζέστη έκανε , εκείνος της είπε να κάτσουνε κάπου , εκείνη κοίταγε βιτρίνες . Ντέι πλέη ώπα ώπα χήαρ , του είπε αίφνης , ενώ μια οσμή ψητούρας του χτύπαγε στη ρουθούνα , με υπόκρουσις μια υποψία πενιάς . Καλά πάμε εδώ της είπε . Μπατ άι γκουίλ νοτ ητ , αη γκουιλ μπη φατ . Καλά μωρή μεζέ παρέα . Αντ γιου γκουιλ νοτ σταρτ ντρινγκινγκ λάικ ντε λαστ τάιμ , γκουέν γιου ντιντ 3 χάουρς να χύσεις . Μνήμη που είχε η πουτάνα . Και κάνανε μπούκα ενώ έξω η ζέστη ήτο φρικτή .
Με το που μπουκάρανε είδανε ένα ζεύγος τουρίστες΄γύρω στα 24- 25 σε ένα τραπέζι , και δυο συνταξιούχους αλανιάρηδες με κιθαρομπούζουκα . Ο ένας κοντός με μουστάκα και κοτσίδα , κλεισμένα τα 72 , γραντζούναγε κιθαρίτσα και ο άλλος τρουμπόφατσας βαψομαλιάς , στεγνός , κλάσεως 1944 , βάραγε μπουζουκάκι . Ο μουστάκιας τραγούδαγε « αι κισ γιου , ον μόντεϊ αντ τιουσδαϊ , γουέντσνταϊ βέρυ γκόυντ » και ο βαψομαλιας του κανε σιγόντο με μια φωνή γιουρούκικη λες και είχε κάνει δύο φόνους προ πέντε λεπτών . Ντεϊ πλέη ντίφερεντ ώπα χήαρ , παρετήρησε η σοκολάτα , αποφασίζοντας να καθίσει στο τραπέζι δίπλα στο ζευγαράκι . Μια ξανθιά ξεπετσιασμένη από εγκαύματα ηλιοθεραπείας , και ένα μελαχροινο με μια βερμούδα όσο με το μέσο της γάμπας και μια κοντομάνικη μπλούζα των Σοξ , από κείνες που μοιάζουνε με γιακέτο . Υπήκοοι του Ομπάμα , α ρε θεία Παρασκευούλα !
Καλώς το λεβέντη με την παρέα του την ωραία , του ριξε ο τρούμπας . Τελικά μάγκες οι αλανιάρηδες γνωρίζονται μεταξύ τους , μυρίζουνται να πούμε ανάμεσό τους . Δεν ξέρω αν έχουνε ραντάρια , σόναρ και λοιπά αργαλεία στο κεφάλι τους , αλλά ενορχηστρώνουνται . Καλά θα περάσουμε σκέφτηκε εκείνος .
Ήρθε ο γκαρσόνης , εκείνη δεν ήθελε να φάει , θα τσίμπαγε να του κάνει παρέα , και ο γκαρσόνης έφυγε με παραγγελία , χόρτα , λουκάνικο και μπριζολίτσα μουσκαρίσα , και μισό κιλό λευκό κουτελίτη χύμα .
Οι αλανιάρηδες παίζανε κάτι μινοράκια . Φτάσανε τα φαγιά , η πουτή είδε τα χόρτα , ρώτησε τί είναι δεν ήθελε να φάει . Δοκίμασες μωρή σακαφιόρα ? Γιατί τα απορρίπτεις ? Εγώ δεν είχα φάει προ ετών που είχαμε πάει στο αφρικάνικο , πρώτη και τελευταία στη ζωή μου μά τον άγιο Κωνστίνο , εκείνα τα σκατά με τα πιπέρια που έπινα μετά γκίνες με την κάνουλα για να σβήσω ? ΟΚ αϊ γουιλ χαβ α σμαλ. Της έβαλε μια μικρή πηρουνιά , Α..... γκουντ είπε ντεϊ χαβ ιν μάι κόντρυ ντις , και προσγείωσε το λοιπό περιεχόμενο της πιατέλας στο της μικρό πιάτο , γκεια μας , του είπε και κατέβασε άλλη μια ποτήρα μονοκοπανιάς . Έτσι είναι μωρό μου τα φασόλια και τα χόρτα τα κανε ο θεούλης να γίνουνται παντού να τρώει η φτωχολογιά .
Οι βαρύμαγκες παίζανε κάτι ελαφρά σέρβικα και συρτάκια , ενώ εκείνος χειρούργησε το λοκάνικο και έκοψε το μπιζολικό . Λετς χαβ σομ γουάιν είπε εκείνη . Και προσγειώθηκε το δεύτερο μισόκιλο . Στο καρπούζι και ενώ οι γεροντόμαγκες βαράγανε κάτι ζεμπακάκια εκείνος τους έστειλε πιοτά . Οι μπερκετόμαγκες ευχαριστήσανε και ρουφήξανε τις ουισκέλες τις νεροποτηράτες σα νεροφίδες . Γκεια μας τους , έκανε η σοκολάτα υψώνοντας το ποτήρι χαμογελαστή . Ώπα είπε και η Αμερικάνα που ξύπναγε .
Γουστάρετε κανά βαρύ εσύ και η κοπελίτσα να κάνετε κεφάκι τώρα που είμαστε μόνοι μας , ερώτησε ο μουστάκιας ? Οι αμερικάνοι δε μετράγανε , μάλλον θα χανε πλερώσει . Ακούμε , τους είπε εκείνος . Εκείνοι αρχίσανε να βαράνε κάτι βαρέων βαρών αλανιάρικα και χασικλίδικα , για λουλάδες , καλάμια , αργελέδες μαχαιρώματα , μπιστόλίσματα και άλλα τέτοια ρομαντικά . Αλλαξε το παίξιμο και από κει που παίζανε ντράγκα ντρούγκα παραράμ , άρχισε να ακούγεται ογκώδης η κιθάρα και να κλαίει το μπουζουκάκι . Ντις ιζ ντε ουάν γιου σινγκ του είπε εκείνη , ντατ φορ δη ντρογκς , ενώ οι γεροντόμαγκες βαράγανε τα μουρμούρικα . Τα χει μάθει , όλα η πουτάνα , λες και έχει γεννηθεί στο Μπύθουλα . Σινγκ του είπε , και διέταξε το τρίτο μισόκιλο . Μωρή έχουμε και αλλοδαπούς και θα γενούμε ρόμπα ιντερνάσιοναλ . Σινγκ ρε , τον παρότρυνε η σοκολάτα . Σίνγκ του είπανε και οι αμερικάνοι . Πάμε ρε παιδιά το πρωί πρωί με τη δροσούλα , το χουμε . Εύκολα , είπε χαμογελαστά ο μουστάκιας , θα το πεις εσύ για τα παιδιά ? Ναι μωρέ ! ... Όμορφα ... σχολίασε , και του έδωσε τόνο σε σι μπεμόλ .
Άνω κατω χτες τα κάνανε στου σιδέρη τον παλιό τεκέ , άρχισε εκείνος . Ώπα , είπε η σοκολάτα βαρόντας παλαμάκια . Πρωί πρωί με τη δροσούλα , απάνω στη γλυκειά μαστούρα . Χουώτ α νάις σονγκ είπε ο οπαδός των Σοξ . Εστήσανε καβγά δυο μάγκες , για να κάνουν ματσαράνγκες . Χουώτ α ρομάντικ σονγκ σχολίασε λιγωμένη η αμερικάνα . Πολύ κάψιμο ρε αγόρια , σαν το λείψανο του Άγιου Διονύση - βοήθειά μας .
Κουτσά στραβά τόπανε , λέγανε στα γυρίσματα μετά το μπουζουκάκι και κάτι ομορφιές για κοψίματα , άλα , ίσα , ώπα , είπα ( εδώ η σοκολάτα άκουσε πίπα και του πε να μη λέει παλιόλογα ) , γιου γκατ νάις βόις συμφωνήσανε οι ξενόγλωσσοι . Είδες τί κάνει το κρασάκι ? Γκίβ μη α τουέντυ , του είπε η σοκολάτα , άι γουάντ του τιπ παπού , με εκείνη την ωραία διάθεση που έχουνε τα πλάσματα της νύχτας όταν το ένα θέλει να φχαριστήσει το άλλο . Σούρ , τη ρώτησε εκείνος . Έλα ρε , Νόμποντυ πλαης γκουντ uncool , γουιθ νο ντρινγκ αντ νο μονεϊ Όλα τα μαθε η καριόλα . Στο τσεπάκι του ποκαμίσου μωρή . Άι νο , του άπήντησε σε τόνο αυστηρό . Το κοριτσάκι λεει να σου παίξουμε να χορέψεις . Του είπε ο μουστάκιας . Θες ένα απτάλικο ? Και άρχισε να παίζει εκείνο το κάντονε Σταύρο κάντονε , εκείνος σηκώθηκε και άρχισε να φέρνει τι βόλτα ήσυχα , στο ρυθμό χωρίς φιγούρα , μόνο καμιά στροφή . Χτύπα το ρε ζημιάρη προέτρεψε ο τρούμπας , και εκείνος κατά το παραδοσιακό άρχισε να βαράει τα τακούνια στο ξύλινο πάτωμα μετρώντας τα όγδοα .
Αλανιααααααααααααααρηηηηηηη , σχολίασε επιδοκιμαστικά ο μουστάκιας . Τέλειωσε ο χορός προσγειώθηκε και ένα μισόκιλο κόρτεζι από το κατάστημα .
Γούαϊ χη καλντ γιου κλανιάρη , ρώτησε η σοκολάτα . Αυτός προσπάθησε σε αγγλομπινί να της κάνει μπρίφινγκ το μόρτικο , τι εστί αλάνα , η κότα η αλανιάρα που τριγυρνά και τσιμπάει . Εκείνοι τον ήκουε μετά προσοχής . Εκείνος τέλειωσε , εκείνη έπαθε διάλειψη . Μετά χαμογέλασε και του είπε συτυχισμένη , δεν άι αμ νοτ μποτάνα , άι αμ αλανιάρα . Έχει αντίληψη στα μόρτικα δεν μπορείς να πεις .
Ο αμερικάνος ξύπνησε , και ζήτησε από τον μουστάκια να παίξει κάτι ραμάντικ . Ευτυχώς γιατ΄λι κοντεύαμε να γενούμε τσάμπα μάγκες , και να στρώσουμε κεφάλα χωρίς να τομυρίσουμε , μόνο από τα τραγούδια . Δεν ξέρουμε ευρωπαϊκά , είπε ο μουστάκιας , προφανώς ψέμματα .
Η σοκολάτα , που την είχε πάρει γραμμή , του είπε να πάρει αυτός την κιθάρα . Μαζέψου μωρή ζουρλή σοβαροι αθρώποι θα παίζουμε το ζητιανόξυλο στα κουτούκια . Ελα πληηηηηζ . Θα παίξεις ρε άρχοντα να φάμε και εμείς να έρθουμε που είμαστε εδώ από τις 7 και έχει πιάσει φωτιά ο κώλος μας ? Ρώτησε ο μουστάκιας , δίνοντας του την κιθάρα . Χη πλαίηζ βέρυ νάις πληροφόρησε τους αμερικάνους η έτσι χαμογελαστά . Λέγοντας του στο αυτί , μπατ γιου γουιλ νοτ σετ παρτούζα ορ σουίνγκινγκ σουαπ μαλακίες γκουιθ ντα κιντς ντέι αρ ιν λοβ .
Εκείνος σε ρε το μπάσο , και άρχισε με ρε ματζόρε , φα σολ λα σολ φα μι το άλγουαίης ιν μάι μάιντ . Τους το παιξε σόλο , το είπε κι όλας , έκανε και τα πουτανίστικα τα καταβάσματα με τα αρπίσματα . Οι αμερικάνοι γουστάρανε . Χη ις λάι γουίλι νέλσον , είπε η αμερικάνα . Της θειας σου το μπουγαδοκόφινο μωρή ξεκωλιάρα που θα μου πεις ότι είμαι σαν τον κωλογέροντα , σκέφτηκε εκείνος . Θένκιου , είπε . Φίνα είπανε οι αλανιάρηδες που είχανε στρωθεί σε κάτι πιατάρες σαν την Πλαταία Ομονοίας με γύρο , κρόμμυα , πατάτες και πιτόνια και κολατσίζανε. Γιου νο σπανις ; ρώτησε ο αμερικάνος . Χη νοους το σινγκ ντο το σπηκ , τον έδωσε στεγνά η σοκολάτα . Μαζέψου μωρή Κάστρου φιδοφάγα και έχω γίνει στην πένα , θα αρχίσω να φαλτσάρω και θα γίνω ρεζίλι και στο Νέο Κόσμο . Μέτρο ? Ρώτησε εκείνη . Ελα ρε , πλαίη μπιστολέρο . Και τους έπαιξε το Desperado . Εκείνη την στιγμή γύρισε και του είπε αποφασιστικά , Ουάν μορ αντ γουή γκο , θελω γκαμίσω , του είπε στο αυτί .
Τους είπε το μαλαγκένια σαλερόσσα . Η αμερικάνα έλιωσε πλερώκανε , φιληθηκανε η πουτή και η αμερικάνα . Χάρυ , του είπε όταν μπηκανε στο αμάξι . Πήγανε στον Πρίαμο . Tognight , you will not sleep του είπε καθώς έκλεινε την πόρτα ξεκουμπώνοντας το παντελόνι της αφήνοντας ελεύθερη την κωλάρα της . Τonight , θα σε γκαμήσω untill the morning .
Αίφνης βάρεσε το κουνιστό . Ήτο μια φίλη από τα παλιά στέκια που είχε χρόνια να τηνέ δέι . Ζεσταινότουνε , δεν είχε και αρκοδίσιο είχε να πούμε 40 βαθμοί και στα Πατήσα ήτο πίκρα .Ήθελε να βγει έξω να πάρει τον αέρα της . Καλά μωρή δεν θα πας για δουλειά . Τώρα άρχισε την πίκρα , τι να πάει , τί να κάνει , ούτε ποτά κερνάνε , ούτε πριβέ παίρνουνε , albpanian - pakistani malakes put kolodaxtylo from the first moment and after 10 mins they say they do not have money and they came to see the sow , είπε η μαύρη κου κλουξ κλαν ( δεν ξέρετε ρε μαγκες τί ρατσιστές είναι οι αραπάδες , ούτε η θεία μου η Παρακευούλα που ακόμα λέει τον Ομπάμα ο αράπης ) . Come 10.30 to pick me up του είπε , και έκλεισε το τηλέφωνο , μη αφήνοντας περιθώρια αντιρρήσεων . Και όπως είπαμε παραπάνουθε βρόχα δεν έπιπτε .
Εκείνος έκανε το μπάνιο του , έστρωσε τις ξούρες του έβαλε τα πατσουλιά του , ντύθηκε σα συνταξιούχος τηνέιτζερ , έβγαλε , ένεκα η περίστασις , τη μπέμπα από το γκαράζι και δέκα και τριάκοντα τσιφ ήτο σε απόμερο σημείο της Patission Αβενιού και ανέμενε . Αίφνης πέρασε από μπροστά του μια σοκολατένια ομάς , που πάγαινε να πάρει το λωφορείο για να πάνε στα γραφεία τους , Σωκράτους και πέριξ . Μια τουμπανοκαβλιάρα άτακτη γαζέλα με βύζουλα σαν πεπόνι και κωλάρα σαν καρπούζι που φόραγε φοσφοριζέ μπλε κολάν κοντοστάθηκε , γκιου γκουοντ γκουντ γκαμίσι σιμπούκι μουνί γκωλαρακι , φορτι γιούρος , μπαρτσούτσα γκουιθ μαι φρεντ έιτι αντ λάσμπιαν σόου , είπε μονοκοπανιάς σαν Αρμένης φυστικέμπορας που πουλάει την πραμάτεια του . Sista , την έκοψε εκείνος , πριμένω μια φίλη , είναι μια από σας και θα ίσως πικραθεί άμα σε βρει εδωνανάς . Το πουτανάκι άλλαξε πόντζα , αφού τον κοίταξε εξεταστικά , έσπασε χομόγελο , OK Bros anoda time . Του είπε και όδευσε προς τη στάση μετά της συνοδίας της , την ετέρα παρτουζιάρα και μια άλλη . Απά στην ώρα έσκασε μύτη και το τεμμάχιο ντυμένο στην πένα , οι άλλες οι ξεκωλιάρες αρχίσανε να την πειράζουνε , Ακαμπέμπα ένεεεεεε ουγκουμπούγκο σουλουμουντούμ κουκουμουντούμ , το τεμμάχιο της κοίταξε υπό γωνία και μπήκε στο αμάξι , ενώ οι άτακτες γαζέλες εύχονταν εν χορώ σα χορωδία πορνογκόσπελ « Have a nice time gaaaaaalllllllllll , go sistaaaaaaaaaaa » . Γκιου νεβερ κορρέκτ γκιου νόου έβερυ black bitch ιν Άτενς , του είπε γελαστά και του δωσε ένα φιλί στο μάγουλο . Έβαλε μπροστά , και ξεκινήσανε με τη σκεπή ανοιχτή , γιατί είχε να βρέξει από το Μάρτη .
Εκείνος έκανε τη μεγάλη μαλακία να τη ρωτήσει που θα πάνε , γιατί όλες οι γυναίκες , μικρές , μεγάλες , παρθένες , πουτάνες , άμα τις ρωτήσεις που πάμε μωρό μου σου κάνουνε ένα πρήξιμο ... άσε . Να φαει δεν ήθελε , παραλία δε γούσταρε να πάει , εκεί τις βρώμαγε , αλλού τις ξύνιζε , στο άλλο έχει ερημιά , στο άλλο έχει κόσμο , Εν τέλει , και ενώ εκείνος ήτο έτοιμος να της ντρεσάρει μπάτσα χωροφυλακίστικη να γράψει η κάσα εκατό καπίκια , εκείνη του είπε go Plaka ? Εκείνος για να σταματήσει η λίμα την πήγαινε και στο Λιανοκλάδι για σούβλακος , οπότε έβαλε πορεία για πλάκα . Η ζέστη είχε σπάσει . Λες να βρέξει ? σκέφτηκε . Μπα !
Αφήκανε το αμάξι οδό Μνησικλέους , ζέστη έκανε , εκείνος της είπε να κάτσουνε κάπου , εκείνη κοίταγε βιτρίνες . Ντέι πλέη ώπα ώπα χήαρ , του είπε αίφνης , ενώ μια οσμή ψητούρας του χτύπαγε στη ρουθούνα , με υπόκρουσις μια υποψία πενιάς . Καλά πάμε εδώ της είπε . Μπατ άι γκουίλ νοτ ητ , αη γκουιλ μπη φατ . Καλά μωρή μεζέ παρέα . Αντ γιου γκουιλ νοτ σταρτ ντρινγκινγκ λάικ ντε λαστ τάιμ , γκουέν γιου ντιντ 3 χάουρς να χύσεις . Μνήμη που είχε η πουτάνα . Και κάνανε μπούκα ενώ έξω η ζέστη ήτο φρικτή .
Με το που μπουκάρανε είδανε ένα ζεύγος τουρίστες΄γύρω στα 24- 25 σε ένα τραπέζι , και δυο συνταξιούχους αλανιάρηδες με κιθαρομπούζουκα . Ο ένας κοντός με μουστάκα και κοτσίδα , κλεισμένα τα 72 , γραντζούναγε κιθαρίτσα και ο άλλος τρουμπόφατσας βαψομαλιάς , στεγνός , κλάσεως 1944 , βάραγε μπουζουκάκι . Ο μουστάκιας τραγούδαγε « αι κισ γιου , ον μόντεϊ αντ τιουσδαϊ , γουέντσνταϊ βέρυ γκόυντ » και ο βαψομαλιας του κανε σιγόντο με μια φωνή γιουρούκικη λες και είχε κάνει δύο φόνους προ πέντε λεπτών . Ντεϊ πλέη ντίφερεντ ώπα χήαρ , παρετήρησε η σοκολάτα , αποφασίζοντας να καθίσει στο τραπέζι δίπλα στο ζευγαράκι . Μια ξανθιά ξεπετσιασμένη από εγκαύματα ηλιοθεραπείας , και ένα μελαχροινο με μια βερμούδα όσο με το μέσο της γάμπας και μια κοντομάνικη μπλούζα των Σοξ , από κείνες που μοιάζουνε με γιακέτο . Υπήκοοι του Ομπάμα , α ρε θεία Παρασκευούλα !
Καλώς το λεβέντη με την παρέα του την ωραία , του ριξε ο τρούμπας . Τελικά μάγκες οι αλανιάρηδες γνωρίζονται μεταξύ τους , μυρίζουνται να πούμε ανάμεσό τους . Δεν ξέρω αν έχουνε ραντάρια , σόναρ και λοιπά αργαλεία στο κεφάλι τους , αλλά ενορχηστρώνουνται . Καλά θα περάσουμε σκέφτηκε εκείνος .
Ήρθε ο γκαρσόνης , εκείνη δεν ήθελε να φάει , θα τσίμπαγε να του κάνει παρέα , και ο γκαρσόνης έφυγε με παραγγελία , χόρτα , λουκάνικο και μπριζολίτσα μουσκαρίσα , και μισό κιλό λευκό κουτελίτη χύμα .
Οι αλανιάρηδες παίζανε κάτι μινοράκια . Φτάσανε τα φαγιά , η πουτή είδε τα χόρτα , ρώτησε τί είναι δεν ήθελε να φάει . Δοκίμασες μωρή σακαφιόρα ? Γιατί τα απορρίπτεις ? Εγώ δεν είχα φάει προ ετών που είχαμε πάει στο αφρικάνικο , πρώτη και τελευταία στη ζωή μου μά τον άγιο Κωνστίνο , εκείνα τα σκατά με τα πιπέρια που έπινα μετά γκίνες με την κάνουλα για να σβήσω ? ΟΚ αϊ γουιλ χαβ α σμαλ. Της έβαλε μια μικρή πηρουνιά , Α..... γκουντ είπε ντεϊ χαβ ιν μάι κόντρυ ντις , και προσγείωσε το λοιπό περιεχόμενο της πιατέλας στο της μικρό πιάτο , γκεια μας , του είπε και κατέβασε άλλη μια ποτήρα μονοκοπανιάς . Έτσι είναι μωρό μου τα φασόλια και τα χόρτα τα κανε ο θεούλης να γίνουνται παντού να τρώει η φτωχολογιά .
Οι βαρύμαγκες παίζανε κάτι ελαφρά σέρβικα και συρτάκια , ενώ εκείνος χειρούργησε το λοκάνικο και έκοψε το μπιζολικό . Λετς χαβ σομ γουάιν είπε εκείνη . Και προσγειώθηκε το δεύτερο μισόκιλο . Στο καρπούζι και ενώ οι γεροντόμαγκες βαράγανε κάτι ζεμπακάκια εκείνος τους έστειλε πιοτά . Οι μπερκετόμαγκες ευχαριστήσανε και ρουφήξανε τις ουισκέλες τις νεροποτηράτες σα νεροφίδες . Γκεια μας τους , έκανε η σοκολάτα υψώνοντας το ποτήρι χαμογελαστή . Ώπα είπε και η Αμερικάνα που ξύπναγε .
Γουστάρετε κανά βαρύ εσύ και η κοπελίτσα να κάνετε κεφάκι τώρα που είμαστε μόνοι μας , ερώτησε ο μουστάκιας ? Οι αμερικάνοι δε μετράγανε , μάλλον θα χανε πλερώσει . Ακούμε , τους είπε εκείνος . Εκείνοι αρχίσανε να βαράνε κάτι βαρέων βαρών αλανιάρικα και χασικλίδικα , για λουλάδες , καλάμια , αργελέδες μαχαιρώματα , μπιστόλίσματα και άλλα τέτοια ρομαντικά . Αλλαξε το παίξιμο και από κει που παίζανε ντράγκα ντρούγκα παραράμ , άρχισε να ακούγεται ογκώδης η κιθάρα και να κλαίει το μπουζουκάκι . Ντις ιζ ντε ουάν γιου σινγκ του είπε εκείνη , ντατ φορ δη ντρογκς , ενώ οι γεροντόμαγκες βαράγανε τα μουρμούρικα . Τα χει μάθει , όλα η πουτάνα , λες και έχει γεννηθεί στο Μπύθουλα . Σινγκ του είπε , και διέταξε το τρίτο μισόκιλο . Μωρή έχουμε και αλλοδαπούς και θα γενούμε ρόμπα ιντερνάσιοναλ . Σινγκ ρε , τον παρότρυνε η σοκολάτα . Σίνγκ του είπανε και οι αμερικάνοι . Πάμε ρε παιδιά το πρωί πρωί με τη δροσούλα , το χουμε . Εύκολα , είπε χαμογελαστά ο μουστάκιας , θα το πεις εσύ για τα παιδιά ? Ναι μωρέ ! ... Όμορφα ... σχολίασε , και του έδωσε τόνο σε σι μπεμόλ .
Άνω κατω χτες τα κάνανε στου σιδέρη τον παλιό τεκέ , άρχισε εκείνος . Ώπα , είπε η σοκολάτα βαρόντας παλαμάκια . Πρωί πρωί με τη δροσούλα , απάνω στη γλυκειά μαστούρα . Χουώτ α νάις σονγκ είπε ο οπαδός των Σοξ . Εστήσανε καβγά δυο μάγκες , για να κάνουν ματσαράνγκες . Χουώτ α ρομάντικ σονγκ σχολίασε λιγωμένη η αμερικάνα . Πολύ κάψιμο ρε αγόρια , σαν το λείψανο του Άγιου Διονύση - βοήθειά μας .
Κουτσά στραβά τόπανε , λέγανε στα γυρίσματα μετά το μπουζουκάκι και κάτι ομορφιές για κοψίματα , άλα , ίσα , ώπα , είπα ( εδώ η σοκολάτα άκουσε πίπα και του πε να μη λέει παλιόλογα ) , γιου γκατ νάις βόις συμφωνήσανε οι ξενόγλωσσοι . Είδες τί κάνει το κρασάκι ? Γκίβ μη α τουέντυ , του είπε η σοκολάτα , άι γουάντ του τιπ παπού , με εκείνη την ωραία διάθεση που έχουνε τα πλάσματα της νύχτας όταν το ένα θέλει να φχαριστήσει το άλλο . Σούρ , τη ρώτησε εκείνος . Έλα ρε , Νόμποντυ πλαης γκουντ uncool , γουιθ νο ντρινγκ αντ νο μονεϊ Όλα τα μαθε η καριόλα . Στο τσεπάκι του ποκαμίσου μωρή . Άι νο , του άπήντησε σε τόνο αυστηρό . Το κοριτσάκι λεει να σου παίξουμε να χορέψεις . Του είπε ο μουστάκιας . Θες ένα απτάλικο ? Και άρχισε να παίζει εκείνο το κάντονε Σταύρο κάντονε , εκείνος σηκώθηκε και άρχισε να φέρνει τι βόλτα ήσυχα , στο ρυθμό χωρίς φιγούρα , μόνο καμιά στροφή . Χτύπα το ρε ζημιάρη προέτρεψε ο τρούμπας , και εκείνος κατά το παραδοσιακό άρχισε να βαράει τα τακούνια στο ξύλινο πάτωμα μετρώντας τα όγδοα .
Αλανιααααααααααααααρηηηηηηη , σχολίασε επιδοκιμαστικά ο μουστάκιας . Τέλειωσε ο χορός προσγειώθηκε και ένα μισόκιλο κόρτεζι από το κατάστημα .
Γούαϊ χη καλντ γιου κλανιάρη , ρώτησε η σοκολάτα . Αυτός προσπάθησε σε αγγλομπινί να της κάνει μπρίφινγκ το μόρτικο , τι εστί αλάνα , η κότα η αλανιάρα που τριγυρνά και τσιμπάει . Εκείνοι τον ήκουε μετά προσοχής . Εκείνος τέλειωσε , εκείνη έπαθε διάλειψη . Μετά χαμογέλασε και του είπε συτυχισμένη , δεν άι αμ νοτ μποτάνα , άι αμ αλανιάρα . Έχει αντίληψη στα μόρτικα δεν μπορείς να πεις .
Ο αμερικάνος ξύπνησε , και ζήτησε από τον μουστάκια να παίξει κάτι ραμάντικ . Ευτυχώς γιατ΄λι κοντεύαμε να γενούμε τσάμπα μάγκες , και να στρώσουμε κεφάλα χωρίς να τομυρίσουμε , μόνο από τα τραγούδια . Δεν ξέρουμε ευρωπαϊκά , είπε ο μουστάκιας , προφανώς ψέμματα .
Η σοκολάτα , που την είχε πάρει γραμμή , του είπε να πάρει αυτός την κιθάρα . Μαζέψου μωρή ζουρλή σοβαροι αθρώποι θα παίζουμε το ζητιανόξυλο στα κουτούκια . Ελα πληηηηηζ . Θα παίξεις ρε άρχοντα να φάμε και εμείς να έρθουμε που είμαστε εδώ από τις 7 και έχει πιάσει φωτιά ο κώλος μας ? Ρώτησε ο μουστάκιας , δίνοντας του την κιθάρα . Χη πλαίηζ βέρυ νάις πληροφόρησε τους αμερικάνους η έτσι χαμογελαστά . Λέγοντας του στο αυτί , μπατ γιου γουιλ νοτ σετ παρτούζα ορ σουίνγκινγκ σουαπ μαλακίες γκουιθ ντα κιντς ντέι αρ ιν λοβ .
Εκείνος σε ρε το μπάσο , και άρχισε με ρε ματζόρε , φα σολ λα σολ φα μι το άλγουαίης ιν μάι μάιντ . Τους το παιξε σόλο , το είπε κι όλας , έκανε και τα πουτανίστικα τα καταβάσματα με τα αρπίσματα . Οι αμερικάνοι γουστάρανε . Χη ις λάι γουίλι νέλσον , είπε η αμερικάνα . Της θειας σου το μπουγαδοκόφινο μωρή ξεκωλιάρα που θα μου πεις ότι είμαι σαν τον κωλογέροντα , σκέφτηκε εκείνος . Θένκιου , είπε . Φίνα είπανε οι αλανιάρηδες που είχανε στρωθεί σε κάτι πιατάρες σαν την Πλαταία Ομονοίας με γύρο , κρόμμυα , πατάτες και πιτόνια και κολατσίζανε. Γιου νο σπανις ; ρώτησε ο αμερικάνος . Χη νοους το σινγκ ντο το σπηκ , τον έδωσε στεγνά η σοκολάτα . Μαζέψου μωρή Κάστρου φιδοφάγα και έχω γίνει στην πένα , θα αρχίσω να φαλτσάρω και θα γίνω ρεζίλι και στο Νέο Κόσμο . Μέτρο ? Ρώτησε εκείνη . Ελα ρε , πλαίη μπιστολέρο . Και τους έπαιξε το Desperado . Εκείνη την στιγμή γύρισε και του είπε αποφασιστικά , Ουάν μορ αντ γουή γκο , θελω γκαμίσω , του είπε στο αυτί .
Τους είπε το μαλαγκένια σαλερόσσα . Η αμερικάνα έλιωσε πλερώκανε , φιληθηκανε η πουτή και η αμερικάνα . Χάρυ , του είπε όταν μπηκανε στο αμάξι . Πήγανε στον Πρίαμο . Tognight , you will not sleep του είπε καθώς έκλεινε την πόρτα ξεκουμπώνοντας το παντελόνι της αφήνοντας ελεύθερη την κωλάρα της . Τonight , θα σε γκαμήσω untill the morning .
20 Αυγ 2010
Οδηγίες σε νέους στριποφίλ
Παραθέτω έμμετρον απάντησιν σε ωρισμένους φίλους που επίμονα με ψέγουν διότι δεν δίνω λεπτομερείς περιγραφές για μαγαζιά και υπηρεσίες .
Δεν περίμενα βρε χύστη
Και σύ κορόιδο να πιαστείς
Να μασήσεις το τυράκι
Στο τριπάκι για να μπεις
Ο καιρός πάντα θα είναι
μια μπουνάτσα μια φουρτούνα
Κι αμα ο χύστης περιμένει
Στο λιμάνι δε θα βάλει ουδεπόποτε τη Σκούνα
Σόρρυ που στα λέω έτσι
Μα έδω κάνεις ένα λάθος
Μη φαντάζεσαι πολλά
Ηρακλής δεν είναι ο Πάθος
Κι ο λαός να μη ζηλεύει
Γιατί δεν υπάρχει κόλπο
Όλα είναι αβέρτα πάγκα
Θέλει μόνο λίγο τρόπο
Ροστεράκι τι να λέμε
Που θυμόμαστε και κλαίμε
Τις παληές τις εποχές
Με ποτούδες εκλεκτές
Μια φορά γράφουμε κάτι
Μετά τί να ξαναπούμε
Και την ίδια βαρεμάρα
Να την ωραιοποιούμε
Γράφουμε ένα δυο λογάκια
Γιατί είμαστε πρεζάκια
με μπριζόλα κι αραπίνα
και τον πούστη το σωλήνα
Κι όπως τα παλιά πρεζάκια
Που γραφαν κι αυτά στιχάκια
Για λουλάδες και νταμίρες
Γραφουμε για τις κουρτίνες
Για να φύγει το μεράκι
Και να σπάμε και κεφάκι
Κι έτσι κάνουμε ιστορία
Τη δική μας μαλακία
Κι ο λαός να μη ζηλεύει
Να μη δίνει σημασία
Το μουρμούρι το δικό μας
Είναι αρρώστια όχι ουσία
Δεν περίμενα βρε χύστη
Και σύ κορόιδο να πιαστείς
Να μασήσεις το τυράκι
Στο τριπάκι για να μπεις
Ο καιρός πάντα θα είναι
μια μπουνάτσα μια φουρτούνα
Κι αμα ο χύστης περιμένει
Στο λιμάνι δε θα βάλει ουδεπόποτε τη Σκούνα
Σόρρυ που στα λέω έτσι
Μα έδω κάνεις ένα λάθος
Μη φαντάζεσαι πολλά
Ηρακλής δεν είναι ο Πάθος
Κι ο λαός να μη ζηλεύει
Γιατί δεν υπάρχει κόλπο
Όλα είναι αβέρτα πάγκα
Θέλει μόνο λίγο τρόπο
Ροστεράκι τι να λέμε
Που θυμόμαστε και κλαίμε
Τις παληές τις εποχές
Με ποτούδες εκλεκτές
Μια φορά γράφουμε κάτι
Μετά τί να ξαναπούμε
Και την ίδια βαρεμάρα
Να την ωραιοποιούμε
Γράφουμε ένα δυο λογάκια
Γιατί είμαστε πρεζάκια
με μπριζόλα κι αραπίνα
και τον πούστη το σωλήνα
Κι όπως τα παλιά πρεζάκια
Που γραφαν κι αυτά στιχάκια
Για λουλάδες και νταμίρες
Γραφουμε για τις κουρτίνες
Για να φύγει το μεράκι
Και να σπάμε και κεφάκι
Κι έτσι κάνουμε ιστορία
Τη δική μας μαλακία
Κι ο λαός να μη ζηλεύει
Να μη δίνει σημασία
Το μουρμούρι το δικό μας
Είναι αρρώστια όχι ουσία
15 Ιουλ 2010
ΕΝΑ VITSIόζικο Love Story
Ο φίλος Vitsi μοιράζεται μαζί μας την προσωπική του ιστορία . Τη δημοσιεύω άνευ σχολίων .
Ειλικρινά δε ξέρω από που να ξεκινήσω και από που να τελειώσω. Το μόνο σίγουρο είναι ότι εκείνα τα 2 χρόνια συνέβησαν πολλά...... πάρα πολλά. Ήταν σαν σήμερα πριν από 5 χρόνια (αλήθεια πέρασαν τόσο γρήγορα) στο τέλος της δέκατης-πέμπτης και ξημερώματα της δέκατης-έκτης μέρας του Ιουλίου, ξημερώματα Σαββάτου αν θυμάμαι καλά. Αποφάσισα για πολλοστή φορά να ακολουθήσω τους φίλους μου σε ένα strip-club της Λεωφ. Συγγρού, χωρίς να ξέρω ότι η βραδιά ήταν δική μου. Εικοσιτεσσέρων χρονών τότε φοιτητής χωρίς πολλές έννοιες και σκοτούρες στο κεφάλι μου, μόλις είχε τελειώσει εκείνη την ημέρα η εξεταστική και το καλοκαίρι ήταν έτοιμο να ξεδιπλωθεί μπροστά μας με σίγουρα έντονες συγκινήσεις.
Εκείνο το βράδυ γνώρισα τη πρώτη μου σοβαρή σχέση, τη σχέση που μου άλλαξε τη ζωή και με πέρασε σε μια άλλη διάσταση στο πως θα σκεφτόμουν τα πράγματα και με τι σοβαρότητα θα αντιμετώπιζα τη ζωή από εκείνο το σημείο εκκίνησης. Που να το ήξερα όταν έμπαινα μέσα στο μαγαζί εκεί κάπου στις 3 τα ξημερώματα. Κάθισα στο καναπέ που ήδη καθόταν αυτή. Αμέσως μου χαμογέλασε και της χαμογέλασα. "Θα με κεράσεις ένα ποτό", μου είπε. "Και γιατί δε θέλεις αυτό το ποτό να στο κεράσω στο Ακρωτήρι" της απάντησα. "Περίμενε με πέντε λεπτά να αλλάξω και φύγαμε". Έτσι απλά χωρίς πολλά πολλά λόγια και περιττές κουβέντες περί του καιρού και της οικονομίας. Άλλωστε όταν δύο νέοι θέλουν τόσο πολύ ο ένας τον άλλο δε το πολυσκέφτονται. Οι νεολαία κάνει τρέλες για τον έρωτα και το πάθος και σίγουρα αυτό ήταν μια τρέλα και για τους δύο, καθώς δεν ξέραμε τίποτα ο ένας για τον άλλο παρά μόνο τα ονόματα.
Στο Ακρωτήρι η αλήθεια είναι ότι δεν είπαμε και πολλά λόγια. Σχεδόν κουβέντα, απλά χορεύαμε, πίναμε, χαμογελούσαμε ο ένας στον άλλο ανταλλάσσοντας ματιές όλο υπονοούμενα και φιλιόμασταν. Σεξουαλική επαφή δεν υπήρξε εκείνο το βράδυ και καλύτερα να σας πω την αλήθεια, διότι θα μου κατέστρεφε την έννοια του παραμυθιού. Άλλωστε αυτό δε το επιδίωξα ούτε εγώ πόσο μάλλον και εκείνη καθώς ξέραμε ότι αυτή η ιστορία με εμάς τους δύο θα είχε μέλλον. Απλά μείναμε μέσα σε εκείνο το θρυλικό Σεατάκι που είχα τότε, μέχρι τις 9 το πρωί σε μια παραλία στην Ανάβυσσο με κατεβασμένα τα καθίσματα να κοιτάμε ο ένας τον άλλο και να λαγοκοιμόμαστε. Έτσι απλά έγιναν όλα. Η πρώτη γνωριμία, η πρώτη κουβέντα διάρκειας πέντε λεπτών, τα πρώτα ποτά, οι πρώτες αγκαλιές, τα πρώτα φιλιά.
Αμέσως μετά κατά τις 10 το πρωί κάναμε μια βουτιά στη παραλία, όπως ήμασταν χίμα με το εσώρουχα (ακόμα θυμάμαι εκείνο το παππού που έκανε μπάνιο στην ίδια παραλία με εμάς πως μας κοίταγε) φάγαμε πρωινό και την πήγα σπίτι της. Εκεί λίγο πριν την αφήσω και ανέβει πάνω, μου λέει. "Καλοκαίρι είναι θα ήθελες να πάμε κάπου οι δυο μας". Εγώ εκεί ξεροκατάπια, φοιτητής βλέπεται το πορτοφόλι μου εξαρτιόταν από τις ορέξεις και τα κέφια του πατέρα μου αλλά πάνω στη τρέλα της εφηβείας της απάντησα θετικά. "Πάνω να μαζέψω δυο ρούχα, να πω και στα κορίτσια (οι δυο κοπέλες που έμεναν μαζί) που θα είμαι για να μην ανησυχούν και σε πέντε λεπτά θα είμαι κάτω".
Και έτσι απλά ξεκινήσαμε, με λιγοστά χρήματα για άγνωστο προορισμό και καταλήξαμε τελικά μετά από πολλές αλλαγές προορισμών για Λευκάδα, καθώς ένα φιλαράκι διατηρούσε εκεί ξενοδοχείο και τουλάχιστον ο ύπνος θα ήταν τσάμπα αφού αυτός είχε φαγωθεί να πάω και να παώ. Περάσαμε 7 ημέρες απίστευτες, όλο ήλιο, μπάνιο, ξενύχτια, ποτά (πολλά ποτά) και κυρίως πολύ sex. Ουσιαστικά σε εκείνες τις διακοπές τελείωσαν και οι ανέμελες στιγμές μας.
Μετά γυρίσαμε πίσω και η σκληρή καθημερινότητα μπήκε στη ζωή μου. Εγώ προσπαθούσα να βρω δουλειά αλλά δεν έπαιζε τίποτα που να ικανοποιούσε των ιδρώτα μου πάνω στα βιβλία και εκείνη αρνιόταν πεισματικά να εγκαταλείψει εκείνη τη γαμημένη δουλειά στο κωλομάγαζο. Πόσες καβγάδες είχαμε κάνει, εκεί αυτή ανένδοτη. Κάθε βράδυ που ετοιμαζόταν να φύγει, ήταν σαν να με μαχαίρωνες, σαν να με έπνιγες. Μόνο η σκέψη του τι μπορεί να έκανε ή τι μπορεί να της έκανε κάθε μεθυσμένος άνδρας με τρέλαινε σε βαθμό υστερίας. Και όμως με αυτά και με αυτά πέρασε ο Χειμώνας. Ένας Χειμώνας που χαμογέλαγα μόνο όταν ήταν πλάι.
Το δεύτερο καλοκαίρι που θα ήμασταν μαζί έφτασε και ενώ είχα βρει δουλειά και είχα κάποια χρήματα στην άκρη, ετοιμαζόμουν να τις κάνω κάποια έκπληξη για τις καλοκαιρινές μας διακοπές. Και εκεί ήταν που μου ήρθε το σοκ. "Θα φύγω για 3 μήνες για τη πατρίδα μου, διότι έχω να δω τους γονείς μου τρία χρόνια", μου είπε. Εννοείται πως η πρόταση συνοδευόταν στο να πάω και εγώ μαζί της. Τελικά δε πήγα. Δε ξέρω αν το έκανε για να με δοκιμάσει, για να δει αν ήθελα να γνωρίσω τους δικούς της και αν αντιμετώπιζα σοβαρά τη σχέσης μας ή αν απλά ήθελε να γλιτώσει από εμένα και με αυτό το τρόπο μου έδειχνε τη πόρτα της εξόδου. Αυτό είναι ένα ερώτημα που θα μείνει για πάντα αναπάντητο. Η ουσία είναι ότι τελικά δε πήγα. Και έτσι πέρασε ένα από τα χειρότερα καλοκαίρια της ζωής μου, καθηλομένος στη γαμημένη Αθήνα, μα πάνω απ΄όλα μόνος.
Όταν επέστρεψε τα βράδια δεν ήταν ίδια. Οι τσακωμοί ήταν πλέον καθημερινοί. Ο έρωτας και το πάθος μετατράπηκαν σε απίστευτες σκηνές τσακωμού, ζήλιας, ψεμάτων και από τις δύο πλευρές. Τελικά σταμάτησε τη δουλειά στο μαγαζί, αυτό ήταν το μοναδικό καλό της υπόθεσης και βρήκε δουλειά σε μαγαζί με ρούχα σαν πωλήτρια. Μισθός 600€ καθαρά το μήνα, δύσκολα σίγουρο για μια κοπέλα που μπορεί αυτά τα λεφτά να τα έβγαζε σε ένα βράδυ. Ξαφνικά στη ζωής μας μπήκε η Ελένη, μια καργιόλα ολικής, Ελληνίδα η οποία τη ξεμυάλιζε όσο δεν έπαιρνε. Ποτέ της δε με χώνεψε και ποτέ μου δε τη χώνεψα, από τη πρώτη στιγμή. Η μαντάμ είχε τρελά κονέ με πλούσιους αεριτζίδες και όλο έλεγε στη δικιά μου. "Μα τι δουλειά έχεις εσύ με εκείνο το μπατίρη, τι μπορεί να σου προσφέρει". Ναι Ναι Ναι, έτσι ακριβώς το άκουσα μια φορά που ξέχασε η δικιά μου το κινητό της ανοιχτό μετά από κλήση δική μου.
Έτσι αρχίσαμε σιγά τους καφέδες, κάπου κάπου καμία βραδινή έξοδο για ποτάκι, τα μηνυματάκια στο κινητό και τις κλήσεις σε ακατάλληλες ώρες. Ένα βράδυ που ήξερα ότι θα είναι σε ένα club στα βόρεια προάστια με είχε τυφλώσει το πάθος και δεν άντεξα τη παρακολούθησα. Εκεί τη είδα μέσα στο club με μια παρέα από 5-6 σαραντάριδες αυτή και δυο τρεις άλλες καριόλες να πίνουν σαμπάνια, να γελάνε, να χορεύουνε. Δεν άντεξα και τις επιτέθηκα με βρισιές. Αυτή έμεινε κόκαλο. Όλο το μαγαζί με κοίταγε να της ουρλιάζω και ευθείς ένοιωσα 3 μαντραχαλάδες να προσπαθούν να με πετάξουν έξω.
Εκνευρίστηκα όσο δεν έπαιρνε και τη περίμενα απέξω από το μαγαζί. Αυτό που με πείραξε περισσότερο όμως δεν είναι ότι την είδα με άλλους άνδρες αλλά ότι δεν έτρεξε από πίσω υποθέτοντας ότι οι μπράβοι θα μπορούσαν να με είχαν κάνει τόπι στο ξύλο, αλλά προτίμησε να συνεχίσει τη διασκέδαση της. Τελικά γύρω στις 5 το πρωί, βγαίνει τύφλα στο μεθύσι και υποβασταζόμενη από ένα σαραντάρι της παρέας ο οποίος τη πήγαινε στο αυτοκίνητο του. Πετάγομαι σαν ταύρος από το αμάξι και γυρνάω και του κάνω. "Παππού νομίζεις ότι θα γαμήσεις, θα σου σπάσω το κεφάλι". Σίγουρα αυτός χέστηκε και λόγω ότι γυάλιζε το μάτι μου και λόγω της σωματικής μου διάπλασης και σηκώθηκε και έφυγε.
Την πήγα σπίτι μας, αλλά δε της είπα τίποτα, δεν ήταν άλλωστε σε θέση να της πω τίποτα. Την επόμενη μέρα όμως έπεσε ο χειρότερος τσακωμός, σε σημείο να φωνάξουν οι γείτονας την αστυνομία φοβούμενοι μη την σκοτώσω. Σε εκείνο το σημείο και ενώ εκείνη εξακολουθούσε να μου λέει ότι με αγαπάει εγώ έκανα το μοιραίο λάθος. Της θύμισα το αμαρτωλό παρελθόν της λέγοντας της ότι "Πουτάνα σε κωλόμπαρο σε γνώρισα, δε μπορείς να αλλάξεις τις παλιές σου συνήθειες". Από εκείνη τη στιγμή δε μου ξαναμίλησε ποτέ, μα ποτέ, μα ποτέ. Και η όλη ειρωνεία είναι πως η τελευταία κουβέντα που άκουσα από τα χείλη της είναι ότι με αγαπάει. Και αυτό είναι που σκέφτομαι και με τρελαίνει.
Ευθείς πήγε στο υπνοδωμάτιο, κλείδωσε τη πόρτα και άρχισε να κλαίει. Συνέχεια την άκουγα να κλαίει, όλο το βράδυ. Εγώ την επόμενη μέρα σηκώθηκα να πάω στη δουλειά και όταν γύρισα δε τη βρήκα στο σπίτι. Είχε μαζέψει όλα της πράγματα. Δε ξέρω γιατί αλλά δε με ξάφνιασε αυτή η κίνηση της. Δε τη πήρα τηλέφωνο και δε προσπάθησα να τη βρω. Απλά κλείστηκα στον εαυτό μου προσπαθώντας να βρω τη ψυχική υγεία και ηρεμία να συνεχίσω τη ζωή μου χωρίς αυτή στη καθημερινότητα μου.
Έτσι πέρασαν 3 μήνες μέχρι τη στιγμή που κάποιοι φίλοι μου, μου είπαν ότι την είδαν να δουλεύει σε strip-club στη Συγγρού. Λυπήθηκα για αυτή αλλά δε προσπάθησα να τη βρω. Δεν ήθελα να τη δω. Ένα άλλο βράδυ, κανένα εξάμηνο περίπου μετά, που πήγα με φίλους σε ένα άλλο strip-club την είδα. Εκείνη έκανε ότι δε με έβλεπε. Ένοιωσα αηδία και σηκώθηκα και έφυγα. Μετά από μια ώρα μου ήρθε ένα μήνυμα στο κινητό από άγνωστο αριθμό. "Μου έχεις λείψει" έγραφε. Ευθείς γυρνάω στο μαγαζί, ψάχνοντας να τη βρω. Αλλά τα γκαρσόνια μου είπαν ότι ένιωσε με ξαφνική αδιαθεσία και έχει ήδη φύγει.
Από τότε πέρασαν 3 χρόνια. Σε αυτά τα 3 χρόνια άλλαξαν πολλά. Εγώ γνώρισα μια γυναίκα που με αγαπάει και δε μου έχει ποτέ δικαίωμα για τίποτα και ο Θεός μου χάρισε ένα μικρό κοριτσάκι που το αγαπάω περισσότερο από τον ίδιο μου το εαυτό. Το μόνο που έμεινε να μου τη θυμίζει είναι ένα album με φωτογραφίες από εκείνες της διακοπές στη Λευκάδα, ένα blog που διατηρεί στο οποίο ανεβάζει που και που καμία γυμνή-καλλιτεχνική φωτογραφία και ένα profile στο facebook. Από μακρία ίσως είναι καλύτερα.
Vitsi
14 Ιουλ 2010
Σιγά σιγά πέφτουν οι τίτλοι
Μια εντυπωσιακή ψηλή κυρία , μια εξ ίσου εντυπωσιακή ψηλή κυρία , ένα πιτσιρίκι , ψωνίζανε στην Κεντρική Αγορά . Με μακριά φορέματα λαϊκής , μέχρι τον αστράγαλο . Μετά ήρθε ένα αυτοκινητάκι , μπήκανε μέσα , φύγανε .
Ωραίες εικόνες .
Αλλά εσύ ήσουνα μαλάκας Αντρέα μου που δεν είπες τη χαμογελαστή σου καλημέρα , αλλά αντίθετα το 'σκασες σαν να βλέπες φαντάσματα .
Από την Κόλαση του Δάντη .
Και μετά έστελνες μηνυματάκια .
Κι όμως , ήτανε μια λύτρωση .
Κάπου τελειώνει μια πορεία , κάπου ξεθωριάζει η ιστορία . Το σήριαλ είχε αρχή και πολλά επεισόδια . Περιμένω μαζί σας να δω το τέλος .
Είμαι περίεργος .
7 Ιουλ 2010
ΒΡΟΧΑ ΠΑΡΤΥ 2 Αποσπάσματα από έρωτες Επεισόδιον 3ον
Αντιμεθαύριο μετά από μια βδομάδα , 3 ώρες , 36 λεπτά , και 26 δευτερόλεπτα αφού είχε γράψει το τελευταίο κεφάλαιο των απομνημονευμάτων του , ήτο νυξ . Τέσσερις παρά τέταρτο και κάτι ψηλά . Ήτο λίγο βραχνός , γιατί τον είχε χτυπήσει το ρεύμα στο νεφρί , και ας ήταν Ιούλιος ( πουτάνα ηλικία ) τον τρώγανε και κάτι ψιλό αιμορροΐδες και πετάχτηκε από το κρεβάτι του . Είχε τα νεύρα του , συνέβαλε σε αυτό και το τσούξιμο από τις αιμορροΐδες που τον είχανε τελείως ζοχαδιάσει . Έπιασε λίγο τη νέγκρα του που είχε αγοράσει για να αναπτύξει το μεγάλο ταλέντο, που δεν είχε , στην κιθαροπαικτική , τουλάχιστον είχε καλό όργανο. Ούτε εκεί βρήκε παρηγοριά , φοβήθηκε και λίγο να γρατζουνάει τη κιθάρα χαράματα , μη του φέρουνε κάνα καρακόλι , διότι ο καιρός ήτο αίθριος και τα παράθυρα ανεωγμένα , αφού βρόχα δεν έπιπτε ούτε στρέι θρου ουδέ ραίτ θρου .
Σκέφτηκε λοιπόν να κάνει ένα μεγάλο δώρο στην Αθρωπότητα , και να συνεχίσει τα απομνημονεύματά του , έβαλε ένα μεταξωτό μαξιλαράκι στην καρέκλα , έβαλε ένα Τζόνυ Μπλε που του χε φέρει ο Γιώργος στα γενέθλια του , άναψε και ένα τσιγαράκι ( κιγκ σάιζ ) , ξεκαπάκωσε τη μπεκατσομύτα τη Μοντ Μπλαν και ατένιζε το λευκό χαρτί , σκεπτόμενος και πάλι μια νύχτα καλοκαιρινή , που η ζεστή βρόχα έπιπτε στρέιτ θρου .
Ήτανε να πούμε όπως είπαμε εντός του κωλόμπαρου , και του την είχε πέσει η ψηλή η μυστήρια η σοκολάτα με την αφάνα , ένεκα της παλαιάς γνωριμίας , και του πάλαι ποτέ έρωτος να πούμε . Φόραγε ένα στρινγκ τίποτας , και από πάνω κάτι σουτιέν υπερενισχυμένα διότι εκεί πάσχαμε . Εκείνος τη θερμομετρούσε από μπρος και από πίσω , ενώ εκείνη τούλεγε πόσο τον ηγάπα , σπάζοντας ένα πολύ γλυκό χαμόγελο , μελιστάλαχτο και πουτανίστικο . Μετά από λίγο τον αρώτηξε να πάρει ντρινγκ . Εκείνος της απήντηξε ότι ντριγκς πλέον δεν κερνάει , μόνο πριβέδες κουρτινάτους τρατάρει διότι το ντριγκ δημιουργεί κακές συνήθειες και εμότιοναλ κονέκτιονς , και η εποχή είναι δύσκολη , κάτι η κρίσις και κάτι η χλιαρή βρόχα που όξω έπιπτε στρέιτ θρου .
Εκείνη επληγώθη, διότι ήτο καλή δεσποινίς , με σπουδάς εις το Πανεπιστήμιο της Αμπουτζα , καριέρα στα κωλόμπαρα επαρχίας και διδαχτορικά και καβαλιεράτα στα περίχωρα της Συγγρού , και δεν ήτο όπως οι άλλες . Ήτο αιστηματίας , και ήρθε ως φίλος που τον ηγάπα να του κάνει παρέα , διότι ήτο μόνος του και μελαγχολικός τούτη τη νύχτα που η βρόχα είχε κόψει αν και ψιλοέπιπτε ράιτ θρου .
Αυτός της είπε ότι είχε όρεξη για μπριζολίτσα , διότι ο έρως του έπιπτε βαρύς στο στομάχι και του δημιουργούσε αερισμό και πρήξιμο μεταξύ αφαλού και γονάτων εμπροσθεν , και ήτο απηγορευμένος από τον Γιατρό , όχι εκείνονα που γαμούσε τη Φατίμα , τον Φρέσκο που είχε και Διδαχτορικό από το Τύμπιγκεν . Έλα μαι λοβ , του είπε τότενες εκείνη , δεν θα με γκαμήσεις ντράι . Εκείνος επειδή δεν του ήρεσε και το ντράι μαρτίνι αλλά μόνο το ουίσκι βόμπα , το καζανιαστό , από τα Πετράλωνα , συγκατένευσε και διέταξε τον περιποιητή να φέρει ένα νεράκι , οπότε και εκείνος έφερε ένα ούρσους , με βοντκα και σόντα ( βυσινάδα , μανόγαλο , και παραθείο για τον αφρό ) , και που χωρέσανε τόσα πράματα σε μισό ποτήρι κολωνάτο του κρασού , άμα δεν κάψει τα στέμφυλα η βρόχα που τσούρου τσούρου έπιπτε στρέιτ θρου .
Γκεια μας , του ας , του είπε . Και τσουγκρίξανε . Και ήτο βέρι βέρι ευκαριστημένη . Διότι ντεν είχε κάνει ακόμα σεφτέ . Και του δωσε να κρατήσει το τσαντί που το άνοιξε για να τον πείσει . Ενώ αυτός στην μπροστινή τσεπούλα , ψηλάφισε κάτι σαν στρογγυλό πλαστικό τυλιγμένο σε αλουμινόχαρτο . Εκείνος της ξανάπε για το πριβέ αλλά εκείνη του πε ότι εκείνη δεν κάνει τέτοια , και ντεν έχει και μπλαστικ , ούτε πίνει ούζα με κυρίους με το φιλαράκι της το ζουμπουρλούδικο , όπως τηνε κατηγοράνε οι μποτάνες που του γκλείφουνε το μπουλί απέναντις . Και επειδής έτυχε να του κάνει μια φορά μπριζολοπριβέ του πληηηήηζ χιμ , δεν σημαίνει ότι το κάνει μπηκος είναι κακό για το τζόμπ της . Και εν πάση περιπτώσει εκείνος είναι εξ βόυφριεντ και ντεν πρέπει ασκ φορ τέτοια , γκιατί μαζί του είναι σάυ . Και όξω η βρόχα πίπτει ράιτ θρου .
Εκείνος έβλεπε ότι κατάστασις συνεχιζόταν , και έβαινε προς ποτοθεραπεία , που την είχε απαγορέψει ο ντόχτορ , και θα ήμασταν για φάπα υπερηχητική . Έκανε ντρίμπλα και έριξε κάθετη μπαλιά στον κενό χώρο μπάκε τη μαζώξει ο Φορλάν να να βάλει γκολ . Και όπως του χανε πει κάτι φίλοι παντογνώστηδες , μωρφοτήρια κωλομπαρίστες , που τονε διδάσκουνε πολλά και όμορφα πράματα , διότι εκείνος ήτο ολίγον μπίτις , που λέει ο οξαποδώ κι αλάργα , και δεν κατείχε πράμα .Και είχε και ευγενή απώτερο σκοπό . Διότι ή θα έκοβε ο αμυντικός με τάκλιν , και έτσι θα την κοπάναγε η ηθικιά και τιμία τσοκολάτα καρνέισον και θα γλιτώνανε τα δίδυμα του από τον τυμπανισμό , ή που θα μπαινε το τόπι στο πλεκτό , και θα απέφευγε το γδάρσιμο , τρώγοντας και το μπριζολίκι του με την ησυχία του , σε πλησιόχωρο επταώροφο χοτέλι , όπισθεν του οικοδομήματος ιδιοκτησίας του αείμνηστου Τέλη , που σου ισιώνουνε τα υδραυλικά . Και συνήθως μετά από το ίσιωμα έμπροσθεν ξενοδοχείου , ανταμώνεις και την ειμαρμένη , ενώ οι συγγενήδες κλαίνε και η βρόχα πίπτει στρέιτ θρου .
Εκείνος την αρώτηξε αν μπορεί να κάνει κουμάντο και να σκολάσει . Αυτή δεν έφευγε διότι ήτο καλό κορίτσι και σοβαρόν και θα κινδύνευ το τζομπ της , άσε που θα τηνε σχολιάζανε, αρνητικώς οι ρέστες αρσακειάδες του καταστήματος , που είναι κάτι κουσκουσιάρες οι καριόλες, τύφλα να΄χει ο Παπαγιάννης στο έξτρα Τσάνελε . Δεν είχε κάνει και μεροκάματο και πως να φύγει . Άσε που δεν έφευγε ποτές και προ της τετάρτης πρωινής ( και μόνο με εγγυημένη φορτωτική , αλλά αυτό δεν τόπε , διότι το τσαρδί της ήτο στου διαόλου τη μάνα , και περίμενε να πάει έξι το πρωί , να ψήσει το μπόση να της δώκει κανα κοσάρι για ταξί , και να πάρει το λωφορείο , διότι 19 γιούρος δεν είναι αμελητέα ποσότης ) . Δηλαδή η κατάστασις ήτο στριμοκωλέισιον και συναχωμένη . Καλά να σου το κάμω μωρή το μεροκάματο και άμα είναι φεύγουμε κατά τις 3 , πόσο είναι 15 καρτόνια ? (κάνοντας την κίνηση να παραγγείλει ένα οχτάρι). Αλλιώς μένεις εδώ και εγώ την πουλεύω να πάω καλιά μου , διότι όξω ο καιρός χαλάει και εντός ολίγου θα γαμιέται ο Δίας στα μπουμπουνητά και η βρόχα θα πίπτει ράιτ θρου .
Τη στιγμή αυτή μάγια θα γενήκανε και εκείνος ένιωσε ότι μάλλον θα φύσηξε πουνέντης και διελύθη η σοροκάδα , διότι το τοπίο άλλαξε και η έτσι παράτησε το σέρτικο το χιτζάζι και το ριξε στο σι μπεμόλ . Ω μάι γκοντ , σουήτ λορντ τζεζους , χουατ α τεριβλ γουάιστ οφ μόνεϋ ! Εγκώ μαι λοβ σε βλέπω ως βόυφριεντ και όχι ως πελάτη και άμα θέτε να ξοδεύετε τα γιουράκια σας , γιατί να τα ξοδέψετε επαέ και να μη μου τα δώκετε αουτσάιντ , και να φύγουμε σε 10 λεφτά . Ναι είπε εκείνος , αλλά όξω θα πάρεις το 40% που θα ' παιρνες από τις κάρτες . Κάντο μωρέ ένα κατοστάρικο και μην είσαι τσίπης που είσαι αξιοπρεπής και σοβαρός νέος , και ομορφούλης και χάιδεψε με λιγάκι που με ανάβεις και με εξιτάρεις να εκεί μωρό μου στο ( ------ακατάλληλον ---- ) και ..... και ... και άμα θες να σου κάνω σιμπούκι χωρίς πλάστικ , να γκαμήσεις νο γκαμπότα μουνί μου και κύσεις στο γκώλο μου που είναι βέρτζιν , εκτός από 15 φορές που τον έχω δώκει σε εσένα ( και 750 σε πακιστάνι , αλμπανιαν , εξετερά εξετερά , και μάλλον και γκουιδάουτ μπλάστικ γιατί κάνουνε και θρη γιούρος το πακέτο ) . Να φύγκεις πρώτος του είπε και θα περιμένεις παρακάτου να μη γίνομεν αντιληπτοί από την εργοδοσία , γιατί εγώ θα πω ότι με έπιασε κόψιμο και θα χεστώ στους καναπέδες για να φύγω , έχω και μάι περιοντ ( φιφτίνθ τάιμ δατ μονθ) . Δεν θα αργκήσω , είναι και καλός ο καιρός όξω , στο αμάξι θα είσαι , δεν είναι και υγρασία να πίπτει η βρόχα στρέιτ θρου .
Τεσπα εκείνος τακτοποίησε το ταρίφα - μπιλ , των 25 έουρος ( που΄σαι μικροπρίγκηπα που μας έμαθες την οικονομία ) . Αυτός είναι για Υπουργός των Οικονομικών , όχι ο ξυνός ο γυαλάκιας Γιώργο μου που με τα συστήματά του για να μαζέψουμε 5 γιούρος έχει κόστος 4.92 .
Αφήστε λέει ο περιποιητής και κάτι για το σέρβις , (ποιο σέρβις μωρή τσουτσού , που κάναμε 25 γιούργια λογαριασμό Αλβανίας λες και σκίστηκες να μας τρατέρνεις , τεσπά ( και αυτό μικροπριγκηπικό είναι ) πάρε ρε και 2 γιούρος γιατί είμεθα κιμπάρηδες . Και οδήγησε την αρχοντική του προσωπικότητα προς την έξοδο , να ξεπαρκάρει το τού τού , επάνω στο οποίο είχε καθίσει ένας αγριοτράβελος σαν τον Γκιουλέκα με μπεμπι ντολ . Καθώς διάβαινε την έξοδο τρακέρνει ένα γλειώδη υπερήλικα , που υπηρετούσε προ ετών στα κεντρικά και τώρα τον είχανε μεταθέσει , που τον θυμότανε , τσίμπησε το 10ρικάκι , και τουπε με εδαφιαία υπόκλιση ότι τον ευχαριστούσε κλείνοντας το μάτι , ενώ ο αέρας κόλαγε γιατί είχε ξαστερώσει και η βρόχα δεν έπιπτε στρέιτ θρου
Το αιφνίδιο τιπάρισμα είχε και το ευεργετικό αποτέλεσμα του αφού , εν τω μεταξύ , ένας τυπάς με ένα μερτσεντικό φόρτωσε τον Γικουλέκα , και τον πήγε να του γυαλίσει τη μπετούγια προφανώς . Οπότε εκείνος ξεπάρκαρε και στήθηκε παρακάτου να περιμένει , με τα φώτα σβηστά Τσεϊμσμοντίστικα , και με ένα εύλογο φόβο μην πάθει τα χαΐρια του Βιτσάκου και του γράφουνε μετά ποιηματάκια , ένα βράδυ που είχε αρχίσει να ψυχραίνει , αλλά ο καιρός κρατούσε και δεν θα έπιπτε με τίποτις η βρόχα ράιτ θρου .
Αίφνης μετά 12 λεπτά και 32 δεύτερα , έχει και χρονόμετρο το ταγκ χόγιερ , εμφανίζεται η έτσι , με τα πολιτικά της (μπλούζα λαϊκής - τζην μαϊμού καβάλι - σαγιονάρα απο το περίφτερο -τσαντα Γκούστι απ΄όξω από την ΑΣΟΕ ), χαμογελαστή και τσαχπινογαργαλιάρα . Επιβιβάζεται και κάνει την αρώτηξη που υπάγομεν . Για Παγκράτι της λέγει εκείνος , οδός Φωκιανού . Άσε μωρέ μακριά είναι , πάμε εδώ παρακάτου που σε 2 τετράγωνα μου χουνε πει ότι είναι ένα χοτέλ με πολλά πατώματα καθαρό και αξιοπρεπές με υπόγειο γκαράζι και όλα τα κομφόρ , εγώ βέβαια δεν το ξέρω γιατί δεν επισκέπτομαι κυρίους στα χοτέλια , αλλά που να τρέχουμε στα Παγκράτια τώρα , άσε που μπορεί να χαλάσει ο καιρός και η βρόχα να πίπτει στρέιτ θρου .
Το κακό ήτο ότι μάλλον είχε κάνει προηγουμένως κανα 2 πριβέδες , γιατί το άνθος της ήτο ορθάνοιχτο , κάτι σαν την κολυμβήθρα του Σιλωάμ , και της είπε να ανοίξει την κεκρόπορτα διότι δουλειά δεν γίνεται αλλιώς . Εκείνη τσίνισε γιατί εκείνος είχε μπιγκ μπουτσος , αλλά προ του κινδύνου να απολέσει το χαντρεντ γιούρος , και να πλερώσει και ντουεντι φορ νταξι , είπε ναι , Όλα γκίνανε θρη τάιμς με μπλάστικ , να γιατί εκείνος , αν και ήτο τολμηρός δεν ήθελε να παρασημοφορηθεί στο πεδίο της τιμής με μήκυτες τουλάχιστον , και να αμολείβει το μπιγκ μπούτσος με νταχταρίν κανα τρίμηνο . Ενώ το δωμάτιο προς τα όξω είχε ηχομόνωσις ( προς τα μέσα ήξερες πότε έχυνε ο καρντάσης 3 πατώματα παραπάνω ) και δεν ακουγόταν αν έπιπτε βρόχα .
Για τα αποδέλοιπα να μην αρωτάτε διότι είναι ντροπής πράματα και δεν είναι πρέπον να τα λέμε και να εκθέτουμε αθώα πλάσματα , που η κατάρα της ζωής , η άτιμη κενωνία , ο αλκοολικός πατέρας , η άτιμη ξενητιά , το ανάπηρο παιδάκι , ο ανεπρόκοπος πρώην σύζυγος , ο πρεζάκιας αδερφός , η τρελή μάνα και ο χαρτοπαίχτης προαγωγός τις αναγκάζουν να κυλιούνται εις το βούρκο και να μη μη βρίσκουνε ησυχία κάτι νύχτες που η βρόχα πίπτει ράιτ θρου .
Ώρα 7.30 το πρωί , εκείνη κουράστηκε , πήγε να κλάσει και παρά λίγο να κατεβάσει ότι είχε φάει 2 μέρες πριν , και του είπε του στοπ , είχε γίνει και το κωλοτρυπιδάκι της σαν πεντακοσάρικο μεταλλικό . Οπότε εκείνος την έστειλε για ντουσάκι , και παρήγγειλε στην υποδοχή ταξάκι . Η έτσι μέχρι να αριβάρει ο ταρίφας , του είπε ότι τον αγκαπά πουλύ πουλύ , κράιγκ εβερυ ντάι φορ χιμ , νεβερ ληβ χερ αγκαιν, ση γουίλ κορεκτ , μπη νάις γκιρλ , τσέηντζ , και ντώσε και είκοσι γιούρος γκια τάξι γκιατί παίνινιγκ και ο χας της . Η πρώην παρθένος , τσούρνεψε το κοσαράκι , επιβιβάστηκε στο αγοραίο όχημα που είχε στο μεταξύ καταφτάσει και πήγε στο τσαρδί της .Εκείνος κατέβηκε στο γκαράζ άνοιξε το πορ μπαγκάζι ,έβγαλε τη μάυρη κουστουμιέρα , με τα σέα του κομπλέ όλα , ( οδοντόβουρτσα , ξυριστικά , μπλέιζερ , καθαρό ποκάμισο και μπενταντίν ) διότι το μέλλον είναι άδηλον και ουδείς γνωρίζει που σε βρίσκει το ξημέρωμα , έκανε το ντουσάκι του με αντισηπτικό σαπούνι , αμολείφτηκε όλος με διάλυμα τρία μέρη νερό ένα μέρος μπενταντίν , ξαναπλύθηκε με το σαπούνι το γιάρντλεϋς , ξυρίστηκε , έβαλε τα πρωινά και κατέβηκε στο κέντρο για μπουγάτσα . Ο καιρός έφτιαξε και η βρόχα ουδόλως επέπεσε.
Καθώς οδηγούσε το κάρο του προς το κέντρο εσκέπτετο , ότι εν τέλει όλα είναι υποκειμένικά ,αφού η κατάλληλες κουβέντες γεννούν λεπτά αιστήματα και το τεμμάχιον έρχεται τρέχοντα , σαν τον Κεντέρη , αλλιώς γαμιέται ο Ανανίας , και τρέχεις με τον κώλο φιλιστρίνι νυχτιάτικο σε παγωμένες ρουγες και δεν πίπτει βρόχα , αλλά τυφώνας σαν αυτούς που χτυπάνε το Νιου Όρλεανς
Καλημέρα Σας .
Ρ.
ΥΓ
Η ιστορία είναι όλως φανταστική , ουδεμία σχέση έχει με πρόσωπα και πράγματα . Αφού αυτά τα πράγματα δεν γίνονται . Είναι όλα προϊόντα της οργιώδους , καλπάζουσας και ανώμαλης φαντασίας του φίλου μου του Αντρέα και καμιά σχέση δεν έχουν με την πραγματικότητα . Τυχόν ομοιότητες είναι όλως συμπτωματικές .
Τέλος πάντων . Η κατάληξη της άνω βλακώδους φανταστικής ιστορίας , μπορεί και να μην είναι και ακριβώς έτσι διότι την επόμενη εβδομάδα έρχεται το πάρτυ θρη , με το τέλος της ανωτέρω παραμύθας ( προς ώρας )
ο ίδιος
Σκέφτηκε λοιπόν να κάνει ένα μεγάλο δώρο στην Αθρωπότητα , και να συνεχίσει τα απομνημονεύματά του , έβαλε ένα μεταξωτό μαξιλαράκι στην καρέκλα , έβαλε ένα Τζόνυ Μπλε που του χε φέρει ο Γιώργος στα γενέθλια του , άναψε και ένα τσιγαράκι ( κιγκ σάιζ ) , ξεκαπάκωσε τη μπεκατσομύτα τη Μοντ Μπλαν και ατένιζε το λευκό χαρτί , σκεπτόμενος και πάλι μια νύχτα καλοκαιρινή , που η ζεστή βρόχα έπιπτε στρέιτ θρου .
Ήτανε να πούμε όπως είπαμε εντός του κωλόμπαρου , και του την είχε πέσει η ψηλή η μυστήρια η σοκολάτα με την αφάνα , ένεκα της παλαιάς γνωριμίας , και του πάλαι ποτέ έρωτος να πούμε . Φόραγε ένα στρινγκ τίποτας , και από πάνω κάτι σουτιέν υπερενισχυμένα διότι εκεί πάσχαμε . Εκείνος τη θερμομετρούσε από μπρος και από πίσω , ενώ εκείνη τούλεγε πόσο τον ηγάπα , σπάζοντας ένα πολύ γλυκό χαμόγελο , μελιστάλαχτο και πουτανίστικο . Μετά από λίγο τον αρώτηξε να πάρει ντρινγκ . Εκείνος της απήντηξε ότι ντριγκς πλέον δεν κερνάει , μόνο πριβέδες κουρτινάτους τρατάρει διότι το ντριγκ δημιουργεί κακές συνήθειες και εμότιοναλ κονέκτιονς , και η εποχή είναι δύσκολη , κάτι η κρίσις και κάτι η χλιαρή βρόχα που όξω έπιπτε στρέιτ θρου .
Εκείνη επληγώθη, διότι ήτο καλή δεσποινίς , με σπουδάς εις το Πανεπιστήμιο της Αμπουτζα , καριέρα στα κωλόμπαρα επαρχίας και διδαχτορικά και καβαλιεράτα στα περίχωρα της Συγγρού , και δεν ήτο όπως οι άλλες . Ήτο αιστηματίας , και ήρθε ως φίλος που τον ηγάπα να του κάνει παρέα , διότι ήτο μόνος του και μελαγχολικός τούτη τη νύχτα που η βρόχα είχε κόψει αν και ψιλοέπιπτε ράιτ θρου .
Αυτός της είπε ότι είχε όρεξη για μπριζολίτσα , διότι ο έρως του έπιπτε βαρύς στο στομάχι και του δημιουργούσε αερισμό και πρήξιμο μεταξύ αφαλού και γονάτων εμπροσθεν , και ήτο απηγορευμένος από τον Γιατρό , όχι εκείνονα που γαμούσε τη Φατίμα , τον Φρέσκο που είχε και Διδαχτορικό από το Τύμπιγκεν . Έλα μαι λοβ , του είπε τότενες εκείνη , δεν θα με γκαμήσεις ντράι . Εκείνος επειδή δεν του ήρεσε και το ντράι μαρτίνι αλλά μόνο το ουίσκι βόμπα , το καζανιαστό , από τα Πετράλωνα , συγκατένευσε και διέταξε τον περιποιητή να φέρει ένα νεράκι , οπότε και εκείνος έφερε ένα ούρσους , με βοντκα και σόντα ( βυσινάδα , μανόγαλο , και παραθείο για τον αφρό ) , και που χωρέσανε τόσα πράματα σε μισό ποτήρι κολωνάτο του κρασού , άμα δεν κάψει τα στέμφυλα η βρόχα που τσούρου τσούρου έπιπτε στρέιτ θρου .
Γκεια μας , του ας , του είπε . Και τσουγκρίξανε . Και ήτο βέρι βέρι ευκαριστημένη . Διότι ντεν είχε κάνει ακόμα σεφτέ . Και του δωσε να κρατήσει το τσαντί που το άνοιξε για να τον πείσει . Ενώ αυτός στην μπροστινή τσεπούλα , ψηλάφισε κάτι σαν στρογγυλό πλαστικό τυλιγμένο σε αλουμινόχαρτο . Εκείνος της ξανάπε για το πριβέ αλλά εκείνη του πε ότι εκείνη δεν κάνει τέτοια , και ντεν έχει και μπλαστικ , ούτε πίνει ούζα με κυρίους με το φιλαράκι της το ζουμπουρλούδικο , όπως τηνε κατηγοράνε οι μποτάνες που του γκλείφουνε το μπουλί απέναντις . Και επειδής έτυχε να του κάνει μια φορά μπριζολοπριβέ του πληηηήηζ χιμ , δεν σημαίνει ότι το κάνει μπηκος είναι κακό για το τζόμπ της . Και εν πάση περιπτώσει εκείνος είναι εξ βόυφριεντ και ντεν πρέπει ασκ φορ τέτοια , γκιατί μαζί του είναι σάυ . Και όξω η βρόχα πίπτει ράιτ θρου .
Εκείνος έβλεπε ότι κατάστασις συνεχιζόταν , και έβαινε προς ποτοθεραπεία , που την είχε απαγορέψει ο ντόχτορ , και θα ήμασταν για φάπα υπερηχητική . Έκανε ντρίμπλα και έριξε κάθετη μπαλιά στον κενό χώρο μπάκε τη μαζώξει ο Φορλάν να να βάλει γκολ . Και όπως του χανε πει κάτι φίλοι παντογνώστηδες , μωρφοτήρια κωλομπαρίστες , που τονε διδάσκουνε πολλά και όμορφα πράματα , διότι εκείνος ήτο ολίγον μπίτις , που λέει ο οξαποδώ κι αλάργα , και δεν κατείχε πράμα .Και είχε και ευγενή απώτερο σκοπό . Διότι ή θα έκοβε ο αμυντικός με τάκλιν , και έτσι θα την κοπάναγε η ηθικιά και τιμία τσοκολάτα καρνέισον και θα γλιτώνανε τα δίδυμα του από τον τυμπανισμό , ή που θα μπαινε το τόπι στο πλεκτό , και θα απέφευγε το γδάρσιμο , τρώγοντας και το μπριζολίκι του με την ησυχία του , σε πλησιόχωρο επταώροφο χοτέλι , όπισθεν του οικοδομήματος ιδιοκτησίας του αείμνηστου Τέλη , που σου ισιώνουνε τα υδραυλικά . Και συνήθως μετά από το ίσιωμα έμπροσθεν ξενοδοχείου , ανταμώνεις και την ειμαρμένη , ενώ οι συγγενήδες κλαίνε και η βρόχα πίπτει στρέιτ θρου .
Εκείνος την αρώτηξε αν μπορεί να κάνει κουμάντο και να σκολάσει . Αυτή δεν έφευγε διότι ήτο καλό κορίτσι και σοβαρόν και θα κινδύνευ το τζομπ της , άσε που θα τηνε σχολιάζανε, αρνητικώς οι ρέστες αρσακειάδες του καταστήματος , που είναι κάτι κουσκουσιάρες οι καριόλες, τύφλα να΄χει ο Παπαγιάννης στο έξτρα Τσάνελε . Δεν είχε κάνει και μεροκάματο και πως να φύγει . Άσε που δεν έφευγε ποτές και προ της τετάρτης πρωινής ( και μόνο με εγγυημένη φορτωτική , αλλά αυτό δεν τόπε , διότι το τσαρδί της ήτο στου διαόλου τη μάνα , και περίμενε να πάει έξι το πρωί , να ψήσει το μπόση να της δώκει κανα κοσάρι για ταξί , και να πάρει το λωφορείο , διότι 19 γιούρος δεν είναι αμελητέα ποσότης ) . Δηλαδή η κατάστασις ήτο στριμοκωλέισιον και συναχωμένη . Καλά να σου το κάμω μωρή το μεροκάματο και άμα είναι φεύγουμε κατά τις 3 , πόσο είναι 15 καρτόνια ? (κάνοντας την κίνηση να παραγγείλει ένα οχτάρι). Αλλιώς μένεις εδώ και εγώ την πουλεύω να πάω καλιά μου , διότι όξω ο καιρός χαλάει και εντός ολίγου θα γαμιέται ο Δίας στα μπουμπουνητά και η βρόχα θα πίπτει ράιτ θρου .
Τη στιγμή αυτή μάγια θα γενήκανε και εκείνος ένιωσε ότι μάλλον θα φύσηξε πουνέντης και διελύθη η σοροκάδα , διότι το τοπίο άλλαξε και η έτσι παράτησε το σέρτικο το χιτζάζι και το ριξε στο σι μπεμόλ . Ω μάι γκοντ , σουήτ λορντ τζεζους , χουατ α τεριβλ γουάιστ οφ μόνεϋ ! Εγκώ μαι λοβ σε βλέπω ως βόυφριεντ και όχι ως πελάτη και άμα θέτε να ξοδεύετε τα γιουράκια σας , γιατί να τα ξοδέψετε επαέ και να μη μου τα δώκετε αουτσάιντ , και να φύγουμε σε 10 λεφτά . Ναι είπε εκείνος , αλλά όξω θα πάρεις το 40% που θα ' παιρνες από τις κάρτες . Κάντο μωρέ ένα κατοστάρικο και μην είσαι τσίπης που είσαι αξιοπρεπής και σοβαρός νέος , και ομορφούλης και χάιδεψε με λιγάκι που με ανάβεις και με εξιτάρεις να εκεί μωρό μου στο ( ------ακατάλληλον ---- ) και ..... και ... και άμα θες να σου κάνω σιμπούκι χωρίς πλάστικ , να γκαμήσεις νο γκαμπότα μουνί μου και κύσεις στο γκώλο μου που είναι βέρτζιν , εκτός από 15 φορές που τον έχω δώκει σε εσένα ( και 750 σε πακιστάνι , αλμπανιαν , εξετερά εξετερά , και μάλλον και γκουιδάουτ μπλάστικ γιατί κάνουνε και θρη γιούρος το πακέτο ) . Να φύγκεις πρώτος του είπε και θα περιμένεις παρακάτου να μη γίνομεν αντιληπτοί από την εργοδοσία , γιατί εγώ θα πω ότι με έπιασε κόψιμο και θα χεστώ στους καναπέδες για να φύγω , έχω και μάι περιοντ ( φιφτίνθ τάιμ δατ μονθ) . Δεν θα αργκήσω , είναι και καλός ο καιρός όξω , στο αμάξι θα είσαι , δεν είναι και υγρασία να πίπτει η βρόχα στρέιτ θρου .
Τεσπα εκείνος τακτοποίησε το ταρίφα - μπιλ , των 25 έουρος ( που΄σαι μικροπρίγκηπα που μας έμαθες την οικονομία ) . Αυτός είναι για Υπουργός των Οικονομικών , όχι ο ξυνός ο γυαλάκιας Γιώργο μου που με τα συστήματά του για να μαζέψουμε 5 γιούρος έχει κόστος 4.92 .
Αφήστε λέει ο περιποιητής και κάτι για το σέρβις , (ποιο σέρβις μωρή τσουτσού , που κάναμε 25 γιούργια λογαριασμό Αλβανίας λες και σκίστηκες να μας τρατέρνεις , τεσπά ( και αυτό μικροπριγκηπικό είναι ) πάρε ρε και 2 γιούρος γιατί είμεθα κιμπάρηδες . Και οδήγησε την αρχοντική του προσωπικότητα προς την έξοδο , να ξεπαρκάρει το τού τού , επάνω στο οποίο είχε καθίσει ένας αγριοτράβελος σαν τον Γκιουλέκα με μπεμπι ντολ . Καθώς διάβαινε την έξοδο τρακέρνει ένα γλειώδη υπερήλικα , που υπηρετούσε προ ετών στα κεντρικά και τώρα τον είχανε μεταθέσει , που τον θυμότανε , τσίμπησε το 10ρικάκι , και τουπε με εδαφιαία υπόκλιση ότι τον ευχαριστούσε κλείνοντας το μάτι , ενώ ο αέρας κόλαγε γιατί είχε ξαστερώσει και η βρόχα δεν έπιπτε στρέιτ θρου
Το αιφνίδιο τιπάρισμα είχε και το ευεργετικό αποτέλεσμα του αφού , εν τω μεταξύ , ένας τυπάς με ένα μερτσεντικό φόρτωσε τον Γικουλέκα , και τον πήγε να του γυαλίσει τη μπετούγια προφανώς . Οπότε εκείνος ξεπάρκαρε και στήθηκε παρακάτου να περιμένει , με τα φώτα σβηστά Τσεϊμσμοντίστικα , και με ένα εύλογο φόβο μην πάθει τα χαΐρια του Βιτσάκου και του γράφουνε μετά ποιηματάκια , ένα βράδυ που είχε αρχίσει να ψυχραίνει , αλλά ο καιρός κρατούσε και δεν θα έπιπτε με τίποτις η βρόχα ράιτ θρου .
Αίφνης μετά 12 λεπτά και 32 δεύτερα , έχει και χρονόμετρο το ταγκ χόγιερ , εμφανίζεται η έτσι , με τα πολιτικά της (μπλούζα λαϊκής - τζην μαϊμού καβάλι - σαγιονάρα απο το περίφτερο -τσαντα Γκούστι απ΄όξω από την ΑΣΟΕ ), χαμογελαστή και τσαχπινογαργαλιάρα . Επιβιβάζεται και κάνει την αρώτηξη που υπάγομεν . Για Παγκράτι της λέγει εκείνος , οδός Φωκιανού . Άσε μωρέ μακριά είναι , πάμε εδώ παρακάτου που σε 2 τετράγωνα μου χουνε πει ότι είναι ένα χοτέλ με πολλά πατώματα καθαρό και αξιοπρεπές με υπόγειο γκαράζι και όλα τα κομφόρ , εγώ βέβαια δεν το ξέρω γιατί δεν επισκέπτομαι κυρίους στα χοτέλια , αλλά που να τρέχουμε στα Παγκράτια τώρα , άσε που μπορεί να χαλάσει ο καιρός και η βρόχα να πίπτει στρέιτ θρου .
Το κακό ήτο ότι μάλλον είχε κάνει προηγουμένως κανα 2 πριβέδες , γιατί το άνθος της ήτο ορθάνοιχτο , κάτι σαν την κολυμβήθρα του Σιλωάμ , και της είπε να ανοίξει την κεκρόπορτα διότι δουλειά δεν γίνεται αλλιώς . Εκείνη τσίνισε γιατί εκείνος είχε μπιγκ μπουτσος , αλλά προ του κινδύνου να απολέσει το χαντρεντ γιούρος , και να πλερώσει και ντουεντι φορ νταξι , είπε ναι , Όλα γκίνανε θρη τάιμς με μπλάστικ , να γιατί εκείνος , αν και ήτο τολμηρός δεν ήθελε να παρασημοφορηθεί στο πεδίο της τιμής με μήκυτες τουλάχιστον , και να αμολείβει το μπιγκ μπούτσος με νταχταρίν κανα τρίμηνο . Ενώ το δωμάτιο προς τα όξω είχε ηχομόνωσις ( προς τα μέσα ήξερες πότε έχυνε ο καρντάσης 3 πατώματα παραπάνω ) και δεν ακουγόταν αν έπιπτε βρόχα .
Για τα αποδέλοιπα να μην αρωτάτε διότι είναι ντροπής πράματα και δεν είναι πρέπον να τα λέμε και να εκθέτουμε αθώα πλάσματα , που η κατάρα της ζωής , η άτιμη κενωνία , ο αλκοολικός πατέρας , η άτιμη ξενητιά , το ανάπηρο παιδάκι , ο ανεπρόκοπος πρώην σύζυγος , ο πρεζάκιας αδερφός , η τρελή μάνα και ο χαρτοπαίχτης προαγωγός τις αναγκάζουν να κυλιούνται εις το βούρκο και να μη μη βρίσκουνε ησυχία κάτι νύχτες που η βρόχα πίπτει ράιτ θρου .
Ώρα 7.30 το πρωί , εκείνη κουράστηκε , πήγε να κλάσει και παρά λίγο να κατεβάσει ότι είχε φάει 2 μέρες πριν , και του είπε του στοπ , είχε γίνει και το κωλοτρυπιδάκι της σαν πεντακοσάρικο μεταλλικό . Οπότε εκείνος την έστειλε για ντουσάκι , και παρήγγειλε στην υποδοχή ταξάκι . Η έτσι μέχρι να αριβάρει ο ταρίφας , του είπε ότι τον αγκαπά πουλύ πουλύ , κράιγκ εβερυ ντάι φορ χιμ , νεβερ ληβ χερ αγκαιν, ση γουίλ κορεκτ , μπη νάις γκιρλ , τσέηντζ , και ντώσε και είκοσι γιούρος γκια τάξι γκιατί παίνινιγκ και ο χας της . Η πρώην παρθένος , τσούρνεψε το κοσαράκι , επιβιβάστηκε στο αγοραίο όχημα που είχε στο μεταξύ καταφτάσει και πήγε στο τσαρδί της .Εκείνος κατέβηκε στο γκαράζ άνοιξε το πορ μπαγκάζι ,έβγαλε τη μάυρη κουστουμιέρα , με τα σέα του κομπλέ όλα , ( οδοντόβουρτσα , ξυριστικά , μπλέιζερ , καθαρό ποκάμισο και μπενταντίν ) διότι το μέλλον είναι άδηλον και ουδείς γνωρίζει που σε βρίσκει το ξημέρωμα , έκανε το ντουσάκι του με αντισηπτικό σαπούνι , αμολείφτηκε όλος με διάλυμα τρία μέρη νερό ένα μέρος μπενταντίν , ξαναπλύθηκε με το σαπούνι το γιάρντλεϋς , ξυρίστηκε , έβαλε τα πρωινά και κατέβηκε στο κέντρο για μπουγάτσα . Ο καιρός έφτιαξε και η βρόχα ουδόλως επέπεσε.
Καθώς οδηγούσε το κάρο του προς το κέντρο εσκέπτετο , ότι εν τέλει όλα είναι υποκειμένικά ,αφού η κατάλληλες κουβέντες γεννούν λεπτά αιστήματα και το τεμμάχιον έρχεται τρέχοντα , σαν τον Κεντέρη , αλλιώς γαμιέται ο Ανανίας , και τρέχεις με τον κώλο φιλιστρίνι νυχτιάτικο σε παγωμένες ρουγες και δεν πίπτει βρόχα , αλλά τυφώνας σαν αυτούς που χτυπάνε το Νιου Όρλεανς
Καλημέρα Σας .
Ρ.
ΥΓ
Η ιστορία είναι όλως φανταστική , ουδεμία σχέση έχει με πρόσωπα και πράγματα . Αφού αυτά τα πράγματα δεν γίνονται . Είναι όλα προϊόντα της οργιώδους , καλπάζουσας και ανώμαλης φαντασίας του φίλου μου του Αντρέα και καμιά σχέση δεν έχουν με την πραγματικότητα . Τυχόν ομοιότητες είναι όλως συμπτωματικές .
Τέλος πάντων . Η κατάληξη της άνω βλακώδους φανταστικής ιστορίας , μπορεί και να μην είναι και ακριβώς έτσι διότι την επόμενη εβδομάδα έρχεται το πάρτυ θρη , με το τέλος της ανωτέρω παραμύθας ( προς ώρας )
ο ίδιος
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)