31 Αυγ 2010

Θερινή σαιζόν τέλος

Εις ολίγας ώρας φεύγω
Κι είπα να σας χαιρετίσω
Και τη θερινή σαιζόν
Κάπως όμορφα να κλείσω

Ήθελα κάτι να σας πω
Και να πιούμε ένα ποτήρι
Δε μου ήρθατε λαμόγια
Χτές από το ακρωτήρι

Ας το πάρει το ποτάμι
Κακία δε θα κρατήσω
Και μ´ έμμετρο στιχούργημα
Θέλω να χαιρετίσω

Φεύγω φίλοι  και θ´ αργήσω
Πάω να κάνω λίγο κούρα
Τα παχάκια μου να ρίξω
Και να κόψω και τα πούρα

Θα μου κάνουνε ενέσεις
Και τη μάπα θα  τσιτώσουν
Με καινούργιες εφευρέσεις
Το πουλί μου θα σηκώσουν

Θα περάσω δέκα μέρες
Με μαντζούνια και σαλάτες
Με μπιφτέκια και πουρέδες
Και δεν θα χω σοκολάτες

Φεύγω με μια κάποια λύπη
Και σας αγαπώ πολύ
Πέρασε πολύ ωραία
Η σαιζόν  η θερινή

Γνώρισα καινούργιο κόσμο
Πέρεσα καλά μαζί τους
Είδα και παλιούς μου φίλους
Που μου ανοίξαν την ψυχή τους

Μία απ´ τις παλιές τις φίλες
Ήρθε από την Εσπερία
Έζησα λίγο μαζί της
Μια ωραία Ιστορία

Πέταξα απ´ τη ζωή μου
Και τα φετεινά βαρίδια
Που μου κάνανε παπά μου
Σαν μπαλόνια τα αρχίδια

Βρήκα νέα γκομενάκια
Με  θυμήθηκαν παλιές
Μανολιό παλιοφιδάκια
Σοκολάτες εκλεκτές

Και περνάγαμε ωραία
Σ εκλεκτά ξενοδοχεία
Με κολπάκια και φιλάκια
Μέχρι να ρθει η πρωία

Εξενύχτησα μαζί τους
Εισ τα κλαμπς τις παραλίας
Εις  μπουζούκια και ταβέρνες
Σε μπιστρό και τρατορίας

Έπαιξα και την κιθάρα
Για μια όμορφη μαυρούλα
Χόρεψα και ζεμπεκάκια
Για  τη φίλη μου τη Ρούλα

Είδα και τον πριγκηπάκο
Παραδόξως ήταν κάλμα
Και τον άρχοντα το Yorgo
Playboy του τριάντα

Το βοθρούλη δεν ξανάδα
Ξαναβρήκα την υγειά μου
Και νομίζει ο γιατρός μου
Επιδράν τα φαρμακά μου

Κι όταν κάποτε βαριόμουν
Πήγαινα να βρω πουτές
Με τον τσίφτη καπετάνιο
Εις το κλαμπ στις τζιτζιφίες

Και το έφερε κι η τύχη
Γνώρισα απ´ τους παλιούς
Πουτανιάρηδες ωραίους
Και συμπότες εκλεκτούς

Δεν το κρύβω και το λέω
Μου ´λειψαν αυτο το θέρος
Φιλαράκια απ´ τα παλιά
Ο Νικόλας κι ο Βολτερος

Απεδείχθη δίχως άλλως
Πουτανιάρης δυνατός
Ο Γιαννάκης μας ο μπήχτης
Που ναι πάντα γελαστός

Αποκάλυψη μεγάλη
Στάθηκε για με ο Πάθος
Κι ας μου έφαγε τη μαύρη
Εγώ το εχειρίσθην λάθος

Και αν κάποιο έχω ξεχάσει
Θέλω να με συγχωρήσει
Δεν το κάνω από δόλο
Το Αλτσχάιμερ μ έχει σκίσει

Χαιρετώ είναι πια ώρα
Φεύγει το αεροπλάνο
Όπου θα μεεταφέρει
Βόρεια από το Lugano

Δεν θα γράφω σας το λέγω
Για να μη ανησυχείτε
Κι όταν θα με αμολάρουν
Τότε θα με ξαναδείτε

ΥΓ
Πλέζουρα αν διαπιστώσεις
Λάθος ορθογραφικον
Συμπάθα με το έγραψα
Ετούτο το στιχούργημα
Όλο στο I-phone

25 Αυγ 2010

Night tales

Μου  χει φύγει  το καφάσι
Έπαθα  μεγάλο τράκο
Με  τον Πάθο  η  όλη  φάση  
Μ έχει κάνει ένα  ράκο .

Ο παθούλης  ο ωραίος
ήτανε  φραπεδολόγος  
Αλλά  τώρα  τελευταίως  
Έγινε  μπριζολολόγος

Έχει κάνει ο καριόλης
πέρα  απ΄ όποια  φαντασία
Στα κωλάδικα της  πόλης
Κάθε  μια  ακολασία

Κι οσο  έπαιρνε λευκές
δε με ένοιαζαν  διόλου
Οι δικές  του  επιλογές
Που  τις  έβρισκα  του  κώλου

Πήρε  ίσως δυο χιλιάδες
Μασατζούδες , βιζιτούδες
Μα και μες  στις  κουρτίνες
τετρακόσιες  στριπτητζούδες

Στη  ζωή κάνω  και  λάθη
δεν κρατάω πισινή
Του  εξήγησα  τα  πάθη
Που  ξυπνάνε  στο καβλί

Οι σουρτούκες σοκολάτες
Με  το δερμα  το απαλό
Τις  υπέροχες κωλάρες  
Το πριβέ  το  δυνατό

Μ΄ ακουγε  λοιπόν ο Πάθος
Κι  είχε  ύφος σοβαρό
Από το μοιραίο λάθος
Ήταν  να  καταστραφώ

Με τον πάθος είχα  βγει
Για  να  πιούμε  ένα  ποτάκι
Σ ένα  σκοτεινό  τσαρδί
Και  για  κανα πριβεδάκι

Μπαίνοντας στο μαγαζί
εκοψα σε  καναπέ
Με  το μάτι  το δεξί
νέα μαύρη τρε παρφαί

Πάραυτα είχα σχεδιάσει
Να εξηγηθώ κουρτίνα
Πριν  το βραδυ να  περάσει
Στη  σουρτούκω αραπίνα

Για κακή  τύχη δική μου
Δούλευε  μια κολητή μου
που δε δούλευε  με  άλλο
Και  με  είδε  σα  ρεγάλο

Εκατσε  λοιπόν  κοντά
Μου λεγε για  τα  παλιά
Και  δε  θα  φευγε  ποτέ
Αν δεν κάναμε  πριβέ

Έκανα  μεγάλο λάθος
Και  ο Πονηρός ο πάθος
Δίχως  να  μακρυγορήσει
Ειχε  μεσα στην κουρτίνα τη μαυρούκα  οδηγήσει

Μια  στιγμή αδυναμίας
Και  ένα  τυχαίο λάθος
Τη  μαυρούκα  την  καιρνούργια
Την πριβέδιασε  ο Πάθος

Δεν περίμενα  κληρούχα
Έτσι να  νου  ξηγηθεί
Να  μου  φάει τη  μαυρούκα
που χα  τόσο ορεχτεί

Το  τι έγινε  λαμόγια  
Σας  το έχω ήδη πει
Θα  σας  πω  λοιπόν δυο λόγια
Για  το  τί επακολουθεί

Αφού  μου  το είχε  φάει
Το όμορφο σοκολατάκι
Όταν ξύπνησε  μου στέλνει
και ένα  μηνυματάκι

Είχες  δίκηο ρε  πουρούλη
συναγωνιστή  εκλεκτέ
Έφαγα ως  το μεδούλι
Τέλειο πουτσομεζέ



Πάθε  με έχεις  καταστρέψει
γύρνα  στις  λευκές  κυρίες
Να  μην πεις  ούτε  μια  λέξη
Γιατί θα χουμε  ιστορίες

Ρε  πουρούλη  δε  σε  πάει
Μου  είπε  το κακό μαγκάκι
Η  μπογιά  σου  πια  ξεβάφει
Έχεις  γίνει  πια  σαπάκι


Ξέρει  τριγυρνάς  με άλλες
Εις  τα  κλαμπ της  παραλίας
Σε  μπουζούκια  και ταβέρνες
Εις  μπιστρό  και τρατορίας


Η  μπεμπέκα είναι δική μου
Και  σου  γύρισε  την πλάτη
Κι  άκουσε  τη  συμβουλή  μου
Δε  σε  θέλει  ούτε  πελάτη


Τέτοια  λέει κολλητοί μου
ο μεγάλος  ματσαράγκας
Μου ξυπνάει την οργή μου
ο μπαμπέσης τούτος  μάγκας

Ήμουνα παλιά βεντέτα  
Και μ΄ αγάπαγαν γαζέλες
Κι έχω  γίνει μια  βακέτα  
Και μου κάνουνε  κορδέλες

Φημερίδες  το χουν γράψει
Κι η  αφρικάνικη  τιβού
Θαύματα  σου  λέει κάνει
Του  Παθούλη  η  τσουτσού

Και  τον  Πάθο ψάχνουν τώρα
Οι σουρτούκες  σοκολάτες
Για  να  του  τα  δώσουν όλα
Και  σ εμέ γυρνούν τις πλάτες

Και στον Πάθο δίνουν όλες  
Τα  σφιχτα  τους ροδελάκια
Και σ΄εμένα  οι καριόλες
Δε δίνουν ούτε  μ@@@κια

Ψύχωση  έχουν πλέον πάθει
Οι γαζέλες  οι ζουρλές
Τους  ξυπνάνε  λέει  πάθη
Του Παθούλη  τα  πελέ

Με έκανε  μπεκρή  και πότη
Η  μεγάλη  τούτη  πίκρα
Η  χυλόπιτα  ρε  μόρτη
Θα με  κάνει  και  χασίκλα

Είχα  μέσα  στην Αμπούτζα
Μια  οδό  με  τ΄ όνομά  μου
Και  στην Κεντρική  Πλαταία
Άγαλμα  την αφεντιά  μου

Τώρα όμως  με ξεχάσαν
Πάθου  λεν  τη  λεωφόρο
Και  τον  αδριάντα  σπάσαν
Τον  επέταξαν  στο φόρο

Με  ξεφτύλισες  ο Ιούδα
Θα   ξεπλύνω   την  τιμή
Θα  σε  φάω  με  κουμπούρα
Και  θα πάω  φυλακή

Θα  σε  λιώσω κατσαρίδα
Πάθε  θα  σε σουγιαδιάσω
Και  με μια χοντρή λουρίδα
Το τομάρι σου  θ΄αργάσω

Πήγα  κι  ήπια  δυο  ποτήρια
Κι είπα  πια  να  την πουλέψω
Για  να  κάνω  Ιστορία
Τον  Παθούλη  να  φονέψω

Έστησα  λοιπόν χωσία
Εις  το  σκοτεινό σοκάκι  έξω  απ΄ το Ξενοδοχείο
Μόλις  βγει  με  την  κερία
Να  τον πάρουν  με  φορείο

Βγήκε   επιτέλους  Σταύρο
Όταν ξύπναγε  η πλάση
Παραπάταγε  το μαύρο
Θα  το   είχε  ξεγοφιάσει

Και  χωρίς  πολύ  μουρμούρα
Είπα  να  τονε  φυτέψω
Σήκωσα  και  την κουμπούρα
Πέντε  μπάλες  να  του  παίξω

Πριν  πατήσω  τη  σκανδάλη
Έγινε  ένας  σεισμός
Η  γαζέλα  με  τα  κάλη
Λέων  έγινε  φρικτός

Εξεμάνη  η  πουτάνα
Μη  της  φάω  το παιδί  
Άρπυα  έγινε  του Πάνα
Από  σκεύος  ηδονής

Ασσασίνο  , είπε  με  μίσος  
Αιμοβόρε  και φονιά
Τα ματάκια  θα σου χύσω  
Θα  μου  φας και το γαμιά

Θα  με τέλειωνε  η  μαύρη  όπως  τα  θηρία  τρώνε
Και  έτσι  έβαλα  τρεχάκια
Πριν  εγώ  αντί  γι  αυτόνε  
Να  βρεθώ  στα  θυμαράκια

Είπα  να  μην ξαναβγώ
Και να  πάω για  ποτάκια
Και  στο σάιτ να μη μπώ
Και να  πάω  για  νανακια

Πλέον  είχα  ηρεμήσει
Είχα πιει τα φάρμάκα μου
Και  περίμενα τη δράση
Να  μερέψει τα μυαλά μου

Μα με  τρώει ο απαυτός  μου
Κι  έκανα  τη  μαλακία
Ανοιξα το φορητό  μου
Είδα εκεί την  τραγωδία

Ο καριόλης ο Παθακιας
σαν πουρούλης στιχουργεί
Κει που ήταν ροστεράκιας
Κάνει  και τον ποιητή

Με χει  καταλάβει τρόμος
Το  τι τρεχει με  τον Παθο
Θεία δίκη  είναι μήπως
Και  με  πάει  για  τον τάφο ?

Πρώτα  πρωτα  ο παθούλης
Μου φαγε  τη  σοκολάτα
Στίχους  γράφει ο σκατούλης
Με  περνάει στην παρλάτα

Μου το είπε παπα Γιώργης
που  πολύ με  σεκλετίζει
Ότι  ο Πάθος ο καριόλης
Άρχισε  να  ζωγραφίζει

Μου  είπε και ο Mανολάκης
Και  αυτός  όλο λαχτάρα
Πως  ο Πάθος έχει  αρχίσει
Να  μαθαίνει και κιθάρα

Τώρα  που  μαθε  τα  κόλπα
Λεει ν΄αρχίσει να  μπλογκαρει
Αχ  μωρή  παλιοκαπότα
Πόσο μ έχεις  εξιτάρει .

Αυτός  θα  με  αφανίσει
Με  κατάντησε  τρελό
Πριν τελείως μ ευτελίσει
λέω  να  αποσυρθώ

Πως όμως  θα  την περάσω
Μοναξιά  και ησυχία
Ούτε γκόμενες θα έχω
Ούτε  την καλλιτεχνία

Ένα πράγμα μου απομένει
Ειν το μαύρο κομπολόι
Μα αν  και κείνος  ενα  πάρει
Και  πουλήσει  το  ρολόι ?

Τι κακό να  έχω  κάνει
Και με  τιμωρεί ο Πλάστης
Του  παθούλη  η  παρέα
Μου  χει γίνει  εφιάλτης

Αποφάσισα  να  γίνω  
Και  εγώ  καλογεράκι  
Με  τα  θυμιατά  να  δίνω
Λησμονιά  εις  το  μεράκι

Στου  πατρός  του  Γεωργίου
Την  καινούρια  τη  Μονή  
Θα  μετράω  κομποσκίνια
Να  ξεχάσω  το μουνί

Σαν ποθάνω  θα  με  πάνε
Από κάτου  απ΄ τον  κουπέ
Να ρχονται να  προσκυνάνε
Οι  μαυρούκες  κι οι λευκές

22 Αυγ 2010

Athens by night

H  νυξ  όλως  παραδόξως  δεν  ήτανε  θλιμμένη , ήτο  να  πούμε  κομψί κομψα . Ήτο  ντεμί  σεκ . Εκείνος   βάραγε  την  κιθάρα  του  . Έπαιζε  κάτι  τάγκο  , αντιος  μουτσάτσος  κομπανιέρος  δε λα βίδα ( η  ζωή  μανολάκη , όχι  αυτό που  βιδώνουμε  με  το κατσαβίδι ) . Και  ο γείτονας  να  πούμε  από  δίπλα  του κράταγε  στο τέμπο , βαρώντας  την  κεφάλα  του  στη μεσοτοιχία  επιδοκιμάζοντας  την  κιθαροπαιχτική  του .  Σε  κάποια  στιγμή  ο γείτονας  τον  επιδοκίμασε  φωνάζοντας  « Σκάσε  ρε  μαλάκα  να  κοιμηθούμε » και  η  κιθαροπαιχτική  σερενάτα  έλαβε  να  πούμε  τέλος . Εκείνος  βαριότουνε   και να  ξύσει  τα ... ( έλα  ρε  πούστη μη  γίνεσαι χυδαίος ) , έβαλε   λίγο  ροσόλιο  σε  ένα  ποτηράκι και  ονειροπολούσε  και  κωλοβάραγε  παίζοντας   την κομπολόγα  του  μέσα  στα  σκοτίδια  , ενώ βρόχα  δεν  είχαμε  και  δεν  έπιπτε  στρέιτ  θρου .
Αίφνης   βάρεσε  το  κουνιστό . Ήτο  μια  φίλη  από  τα  παλιά  στέκια  που  είχε  χρόνια  να  τηνέ δέι . Ζεσταινότουνε , δεν  είχε  και  αρκοδίσιο είχε  να  πούμε  40  βαθμοί  και  στα  Πατήσα  ήτο  πίκρα .Ήθελε  να  βγει  έξω  να  πάρει  τον  αέρα  της . Καλά  μωρή  δεν θα  πας  για  δουλειά . Τώρα  άρχισε  την πίκρα , τι να  πάει , τί να  κάνει , ούτε  ποτά  κερνάνε , ούτε  πριβέ  παίρνουνε , albpanian - pakistani malakes put kolodaxtylo  from  the first moment  and  after  10 mins  they  say  they  do not  have  money and  they  came to see the  sow ,  είπε  η  μαύρη  κου κλουξ κλαν   ( δεν ξέρετε  ρε μαγκες  τί ρατσιστές  είναι  οι αραπάδες , ούτε  η  θεία  μου  η  Παρακευούλα  που  ακόμα  λέει  τον Ομπάμα  ο αράπης ) . Come  10.30 to pick me  up του  είπε , και έκλεισε  το τηλέφωνο , μη  αφήνοντας  περιθώρια  αντιρρήσεων . Και  όπως  είπαμε  παραπάνουθε  βρόχα  δεν έπιπτε .
Εκείνος  έκανε  το μπάνιο του , έστρωσε  τις  ξούρες  του  έβαλε  τα  πατσουλιά  του , ντύθηκε  σα  συνταξιούχος  τηνέιτζερ , έβγαλε  , ένεκα  η  περίστασις , τη  μπέμπα  από  το  γκαράζι  και  δέκα  και  τριάκοντα  τσιφ  ήτο  σε  απόμερο  σημείο  της  Patission Αβενιού  και  ανέμενε . Αίφνης  πέρασε  από μπροστά  του  μια  σοκολατένια  ομάς  , που  πάγαινε  να  πάρει  το  λωφορείο για  να  πάνε  στα  γραφεία  τους   , Σωκράτους  και πέριξ . Μια  τουμπανοκαβλιάρα άτακτη  γαζέλα  με  βύζουλα  σαν πεπόνι  και  κωλάρα  σαν καρπούζι που  φόραγε  φοσφοριζέ  μπλε  κολάν  κοντοστάθηκε   , γκιου  γκουοντ  γκουντ  γκαμίσι  σιμπούκι  μουνί  γκωλαρακι , φορτι γιούρος , μπαρτσούτσα γκουιθ μαι  φρεντ  έιτι  αντ  λάσμπιαν  σόου , είπε  μονοκοπανιάς  σαν  Αρμένης  φυστικέμπορας  που  πουλάει  την  πραμάτεια  του . Sista , την έκοψε  εκείνος , πριμένω  μια  φίλη  , είναι μια  από σας  και θα  ίσως  πικραθεί  άμα  σε  βρει  εδωνανάς . Το πουτανάκι  άλλαξε  πόντζα ,  αφού  τον  κοίταξε  εξεταστικά , έσπασε  χομόγελο , OK  Bros  anoda time . Του  είπε  και  όδευσε  προς  τη  στάση  μετά  της  συνοδίας  της , την  ετέρα παρτουζιάρα  και μια  άλλη . Απά  στην  ώρα  έσκασε  μύτη  και  το τεμμάχιο  ντυμένο  στην πένα , οι  άλλες  οι ξεκωλιάρες  αρχίσανε  να  την πειράζουνε  , Ακαμπέμπα  ένεεεεεε  ουγκουμπούγκο  σουλουμουντούμ  κουκουμουντούμ , το τεμμάχιο  της  κοίταξε  υπό γωνία  και  μπήκε  στο αμάξι , ενώ  οι άτακτες γαζέλες  εύχονταν  εν  χορώ  σα  χορωδία πορνογκόσπελ  « Have  a nice  time gaaaaaalllllllllll , go sistaaaaaaaaaaa » . Γκιου  νεβερ  κορρέκτ  γκιου  νόου  έβερυ  black  bitch ιν  Άτενς , του  είπε  γελαστά  και  του  δωσε  ένα  φιλί  στο μάγουλο . Έβαλε  μπροστά , και ξεκινήσανε  με  τη  σκεπή  ανοιχτή  , γιατί  είχε  να  βρέξει  από το Μάρτη .
Εκείνος  έκανε  τη  μεγάλη  μαλακία  να  τη  ρωτήσει  που  θα  πάνε , γιατί  όλες  οι γυναίκες , μικρές , μεγάλες , παρθένες , πουτάνες  , άμα  τις  ρωτήσεις  που  πάμε  μωρό  μου   σου κάνουνε  ένα  πρήξιμο  ... άσε . Να  φαει  δεν ήθελε , παραλία  δε  γούσταρε  να  πάει , εκεί τις  βρώμαγε , αλλού  τις  ξύνιζε , στο άλλο έχει ερημιά , στο άλλο έχει κόσμο , Εν τέλει , και  ενώ  εκείνος  ήτο έτοιμος  να  της  ντρεσάρει  μπάτσα  χωροφυλακίστικη  να  γράψει  η  κάσα  εκατό  καπίκια , εκείνη  του  είπε   go Plaka ?  Εκείνος  για  να  σταματήσει η  λίμα  την  πήγαινε  και  στο Λιανοκλάδι για  σούβλακος , οπότε  έβαλε  πορεία  για  πλάκα . Η  ζέστη  είχε  σπάσει . Λες να  βρέξει ?  σκέφτηκε . Μπα !
Αφήκανε  το  αμάξι  οδό  Μνησικλέους , ζέστη  έκανε , εκείνος  της  είπε  να  κάτσουνε  κάπου , εκείνη  κοίταγε  βιτρίνες . Ντέι  πλέη  ώπα  ώπα  χήαρ  , του  είπε  αίφνης , ενώ μια  οσμή  ψητούρας του  χτύπαγε  στη  ρουθούνα , με  υπόκρουσις  μια  υποψία  πενιάς . Καλά  πάμε  εδώ  της  είπε . Μπατ  άι  γκουίλ  νοτ  ητ , αη  γκουιλ μπη  φατ . Καλά  μωρή  μεζέ  παρέα . Αντ  γιου  γκουιλ νοτ  σταρτ  ντρινγκινγκ  λάικ  ντε  λαστ  τάιμ  , γκουέν  γιου  ντιντ  3  χάουρς να  χύσεις . Μνήμη  που  είχε  η  πουτάνα . Και κάνανε  μπούκα  ενώ  έξω  η  ζέστη  ήτο  φρικτή  .
Με  το που  μπουκάρανε  είδανε   ένα  ζεύγος  τουρίστες΄γύρω  στα  24- 25 σε  ένα  τραπέζι   , και  δυο συνταξιούχους  αλανιάρηδες  με  κιθαρομπούζουκα . Ο ένας  κοντός  με  μουστάκα  και  κοτσίδα  , κλεισμένα τα  72 , γραντζούναγε  κιθαρίτσα  και   ο άλλος  τρουμπόφατσας  βαψομαλιάς , στεγνός  , κλάσεως 1944 ,  βάραγε  μπουζουκάκι . Ο μουστάκιας τραγούδαγε  « αι κισ  γιου , ον μόντεϊ αντ τιουσδαϊ , γουέντσνταϊ βέρυ  γκόυντ »  και  ο βαψομαλιας  του  κανε  σιγόντο με  μια  φωνή  γιουρούκικη  λες  και είχε  κάνει  δύο φόνους  προ πέντε  λεπτών . Ντεϊ πλέη  ντίφερεντ  ώπα  χήαρ , παρετήρησε  η  σοκολάτα  , αποφασίζοντας  να  καθίσει  στο  τραπέζι  δίπλα  στο ζευγαράκι . Μια  ξανθιά ξεπετσιασμένη  από  εγκαύματα ηλιοθεραπείας , και ένα  μελαχροινο  με  μια  βερμούδα  όσο με το μέσο  της  γάμπας και  μια  κοντομάνικη   μπλούζα των  Σοξ , από κείνες  που  μοιάζουνε  με  γιακέτο  . Υπήκοοι  του  Ομπάμα , α ρε  θεία  Παρασκευούλα !
Καλώς  το λεβέντη  με  την παρέα  του  την ωραία , του  ριξε  ο τρούμπας . Τελικά  μάγκες  οι αλανιάρηδες   γνωρίζονται  μεταξύ  τους , μυρίζουνται  να  πούμε  ανάμεσό  τους  . Δεν ξέρω αν έχουνε  ραντάρια  , σόναρ  και λοιπά  αργαλεία  στο κεφάλι τους , αλλά  ενορχηστρώνουνται . Καλά  θα  περάσουμε  σκέφτηκε  εκείνος .
Ήρθε  ο γκαρσόνης  , εκείνη  δεν  ήθελε  να  φάει , θα  τσίμπαγε  να  του  κάνει παρέα , και ο γκαρσόνης  έφυγε  με  παραγγελία  , χόρτα , λουκάνικο και  μπριζολίτσα  μουσκαρίσα , και  μισό κιλό  λευκό κουτελίτη  χύμα .
Οι αλανιάρηδες  παίζανε  κάτι  μινοράκια . Φτάσανε  τα   φαγιά  , η  πουτή  είδε  τα  χόρτα , ρώτησε  τί είναι  δεν ήθελε  να  φάει . Δοκίμασες  μωρή  σακαφιόρα ? Γιατί  τα  απορρίπτεις ? Εγώ  δεν είχα  φάει προ  ετών  που  είχαμε  πάει  στο  αφρικάνικο , πρώτη  και τελευταία  στη  ζωή  μου  μά τον άγιο Κωνστίνο , εκείνα  τα  σκατά  με  τα  πιπέρια  που  έπινα  μετά γκίνες  με  την κάνουλα  για  να  σβήσω ? ΟΚ αϊ γουιλ χαβ α σμαλ. Της  έβαλε  μια  μικρή  πηρουνιά , Α..... γκουντ είπε  ντεϊ χαβ  ιν μάι κόντρυ ντις , και προσγείωσε  το λοιπό περιεχόμενο της πιατέλας στο της  μικρό πιάτο  ,  γκεια  μας , του  είπε και κατέβασε άλλη μια  ποτήρα μονοκοπανιάς  . Έτσι  είναι  μωρό  μου  τα  φασόλια  και τα  χόρτα  τα  κανε  ο θεούλης  να  γίνουνται  παντού  να  τρώει  η  φτωχολογιά .
Οι βαρύμαγκες  παίζανε  κάτι  ελαφρά  σέρβικα  και συρτάκια , ενώ  εκείνος  χειρούργησε  το λοκάνικο και έκοψε  το μπιζολικό . Λετς χαβ  σομ γουάιν  είπε  εκείνη . Και  προσγειώθηκε  το δεύτερο  μισόκιλο . Στο καρπούζι και  ενώ  οι γεροντόμαγκες  βαράγανε  κάτι  ζεμπακάκια  εκείνος  τους  έστειλε πιοτά . Οι μπερκετόμαγκες  ευχαριστήσανε  και  ρουφήξανε  τις  ουισκέλες  τις  νεροποτηράτες  σα  νεροφίδες . Γκεια μας  τους  , έκανε  η  σοκολάτα υψώνοντας  το ποτήρι χαμογελαστή  . Ώπα  είπε  και η  Αμερικάνα  που  ξύπναγε .
Γουστάρετε  κανά  βαρύ   εσύ  και  η  κοπελίτσα  να  κάνετε  κεφάκι  τώρα  που  είμαστε  μόνοι  μας , ερώτησε  ο  μουστάκιας ?  Οι  αμερικάνοι δε  μετράγανε , μάλλον  θα  χανε  πλερώσει . Ακούμε  , τους  είπε  εκείνος  . Εκείνοι  αρχίσανε  να  βαράνε   κάτι  βαρέων  βαρών  αλανιάρικα  και χασικλίδικα , για  λουλάδες , καλάμια  , αργελέδες  μαχαιρώματα , μπιστόλίσματα και  άλλα  τέτοια  ρομαντικά . Αλλαξε  το παίξιμο  και από κει που παίζανε  ντράγκα  ντρούγκα  παραράμ , άρχισε  να  ακούγεται ογκώδης  η  κιθάρα  και να  κλαίει  το μπουζουκάκι .  Ντις  ιζ  ντε  ουάν  γιου σινγκ του  είπε  εκείνη  , ντατ   φορ  δη  ντρογκς  , ενώ  οι γεροντόμαγκες  βαράγανε  τα  μουρμούρικα . Τα  χει μάθει , όλα  η  πουτάνα ,  λες  και  έχει γεννηθεί στο Μπύθουλα . Σινγκ  του είπε  , και διέταξε  το  τρίτο  μισόκιλο . Μωρή  έχουμε  και  αλλοδαπούς  και  θα  γενούμε  ρόμπα  ιντερνάσιοναλ . Σινγκ ρε , τον  παρότρυνε  η  σοκολάτα . Σίνγκ  του  είπανε  και  οι αμερικάνοι . Πάμε  ρε  παιδιά  το πρωί πρωί με  τη  δροσούλα , το χουμε . Εύκολα , είπε  χαμογελαστά  ο μουστάκιας , θα  το πεις  εσύ για  τα  παιδιά ? Ναι  μωρέ ! ... Όμορφα ... σχολίασε ,  και  του  έδωσε  τόνο  σε  σι μπεμόλ .
Άνω  κατω  χτες  τα  κάνανε στου  σιδέρη  τον παλιό  τεκέ , άρχισε  εκείνος . Ώπα  , είπε  η  σοκολάτα  βαρόντας  παλαμάκια . Πρωί πρωί  με  τη  δροσούλα , απάνω  στη  γλυκειά  μαστούρα . Χουώτ  α νάις σονγκ είπε  ο οπαδός  των Σοξ . Εστήσανε καβγά  δυο μάγκες , για  να κάνουν   ματσαράνγκες . Χουώτ  α  ρομάντικ σονγκ  σχολίασε  λιγωμένη  η  αμερικάνα . Πολύ  κάψιμο  ρε  αγόρια , σαν το λείψανο του  Άγιου Διονύση  - βοήθειά  μας .
Κουτσά  στραβά  τόπανε   ,  λέγανε  στα  γυρίσματα  μετά  το μπουζουκάκι  και  κάτι ομορφιές για  κοψίματα , άλα , ίσα  , ώπα , είπα  ( εδώ  η  σοκολάτα  άκουσε  πίπα  και του  πε  να  μη  λέει παλιόλογα )  , γιου  γκατ  νάις  βόις  συμφωνήσανε  οι ξενόγλωσσοι . Είδες  τί κάνει  το κρασάκι ? Γκίβ  μη  α  τουέντυ , του  είπε  η  σοκολάτα , άι γουάντ  του  τιπ  παπού , με  εκείνη  την ωραία  διάθεση  που  έχουνε  τα  πλάσματα  της  νύχτας  όταν το ένα  θέλει να  φχαριστήσει το άλλο  . Σούρ , τη  ρώτησε  εκείνος . Έλα ρε , Νόμποντυ  πλαης  γκουντ uncool  , γουιθ νο ντρινγκ αντ  νο μονεϊ  Όλα  τα  μαθε  η  καριόλα . Στο τσεπάκι του ποκαμίσου  μωρή . Άι νο , του άπήντησε  σε  τόνο αυστηρό . Το κοριτσάκι  λεει  να  σου  παίξουμε  να  χορέψεις . Του  είπε  ο μουστάκιας . Θες  ένα  απτάλικο ? Και  άρχισε  να  παίζει  εκείνο το κάντονε  Σταύρο κάντονε , εκείνος  σηκώθηκε  και άρχισε  να  φέρνει τι βόλτα  ήσυχα  , στο ρυθμό  χωρίς  φιγούρα , μόνο  καμιά  στροφή . Χτύπα  το  ρε ζημιάρη  προέτρεψε  ο τρούμπας , και εκείνος  κατά  το παραδοσιακό  άρχισε  να  βαράει  τα τακούνια  στο ξύλινο πάτωμα  μετρώντας  τα  όγδοα .
Αλανιααααααααααααααρηηηηηηη , σχολίασε  επιδοκιμαστικά   ο μουστάκιας . Τέλειωσε  ο χορός  προσγειώθηκε  και  ένα  μισόκιλο  κόρτεζι από το κατάστημα .
Γούαϊ  χη  καλντ  γιου  κλανιάρη , ρώτησε  η  σοκολάτα . Αυτός  προσπάθησε  σε  αγγλομπινί να  της  κάνει μπρίφινγκ  το  μόρτικο , τι  εστί  αλάνα , η  κότα  η  αλανιάρα που  τριγυρνά και τσιμπάει . Εκείνοι  τον  ήκουε  μετά  προσοχής . Εκείνος  τέλειωσε , εκείνη  έπαθε  διάλειψη . Μετά  χαμογέλασε  και  του  είπε  συτυχισμένη , δεν  άι αμ  νοτ  μποτάνα , άι αμ  αλανιάρα . Έχει  αντίληψη  στα  μόρτικα  δεν μπορείς  να  πεις .
Ο αμερικάνος  ξύπνησε , και ζήτησε  από τον  μουστάκια να  παίξει κάτι  ραμάντικ . Ευτυχώς  γιατ΄λι κοντεύαμε  να  γενούμε  τσάμπα  μάγκες , και να  στρώσουμε  κεφάλα χωρίς  να  τομυρίσουμε , μόνο  από  τα  τραγούδια . Δεν  ξέρουμε  ευρωπαϊκά ,  είπε  ο μουστάκιας , προφανώς  ψέμματα  .
 Η  σοκολάτα  , που  την  είχε  πάρει  γραμμή  , του  είπε  να  πάρει  αυτός  την κιθάρα . Μαζέψου  μωρή  ζουρλή  σοβαροι  αθρώποι  θα  παίζουμε  το ζητιανόξυλο στα  κουτούκια . Ελα  πληηηηηζ . Θα  παίξεις  ρε  άρχοντα  να  φάμε  και  εμείς  να  έρθουμε  που  είμαστε  εδώ  από τις  7 και έχει πιάσει φωτιά  ο κώλος  μας ? Ρώτησε  ο μουστάκιας , δίνοντας  του  την κιθάρα . Χη  πλαίηζ  βέρυ  νάις  πληροφόρησε  τους  αμερικάνους  η  έτσι  χαμογελαστά . Λέγοντας  του  στο  αυτί , μπατ  γιου  γουιλ νοτ σετ  παρτούζα  ορ  σουίνγκινγκ σουαπ  μαλακίες  γκουιθ ντα  κιντς  ντέι αρ  ιν λοβ .
Εκείνος σε  ρε  το μπάσο , και άρχισε  με  ρε  ματζόρε , φα σολ λα σολ φα μι  το άλγουαίης  ιν μάι μάιντ . Τους  το παιξε  σόλο , το είπε  κι όλας , έκανε  και τα  πουτανίστικα  τα καταβάσματα  με  τα  αρπίσματα . Οι  αμερικάνοι γουστάρανε . Χη  ις λάι γουίλι  νέλσον , είπε  η  αμερικάνα . Της  θειας  σου  το  μπουγαδοκόφινο  μωρή  ξεκωλιάρα  που  θα  μου  πεις  ότι  είμαι σαν τον κωλογέροντα , σκέφτηκε  εκείνος . Θένκιου  , είπε . Φίνα  είπανε  οι  αλανιάρηδες  που  είχανε  στρωθεί σε  κάτι πιατάρες  σαν την Πλαταία  Ομονοίας  με  γύρο , κρόμμυα , πατάτες  και πιτόνια  και κολατσίζανε. Γιου νο σπανις  ; ρώτησε  ο αμερικάνος . Χη  νοους  το σινγκ ντο το σπηκ , τον έδωσε  στεγνά  η  σοκολάτα . Μαζέψου  μωρή  Κάστρου  φιδοφάγα  και  έχω  γίνει  στην πένα , θα  αρχίσω  να  φαλτσάρω  και θα  γίνω  ρεζίλι  και στο Νέο Κόσμο . Μέτρο ? Ρώτησε  εκείνη . Ελα  ρε , πλαίη  μπιστολέρο . Και  τους  έπαιξε το Desperado . Εκείνη  την  στιγμή  γύρισε  και του είπε  αποφασιστικά , Ουάν  μορ  αντ  γουή  γκο , θελω  γκαμίσω  , του είπε στο αυτί .
Τους  είπε το μαλαγκένια  σαλερόσσα . Η  αμερικάνα  έλιωσε  πλερώκανε , φιληθηκανε  η  πουτή  και  η  αμερικάνα . Χάρυ , του  είπε  όταν μπηκανε  στο αμάξι . Πήγανε  στον  Πρίαμο . Tognight , you  will not  sleep του  είπε  καθώς  έκλεινε  την πόρτα  ξεκουμπώνοντας  το παντελόνι  της αφήνοντας  ελεύθερη  την κωλάρα  της . Τonight , θα  σε  γκαμήσω untill the  morning .

20 Αυγ 2010

Οδηγίες σε νέους στριποφίλ

Παραθέτω  έμμετρον  απάντησιν σε  ωρισμένους  φίλους  που  επίμονα  με  ψέγουν  διότι  δεν  δίνω  λεπτομερείς  περιγραφές  για μαγαζιά  και υπηρεσίες .

Δεν  περίμενα βρε χύστη
Και σύ  κορόιδο να πιαστείς
Να  μασήσεις  το τυράκι
Στο  τριπάκι  για  να μπεις

Ο καιρός πάντα θα  είναι
μια  μπουνάτσα μια φουρτούνα
Κι αμα ο χύστης  περιμένει
Στο λιμάνι δε θα  βάλει ουδεπόποτε τη  Σκούνα

Σόρρυ που στα  λέω έτσι
Μα  έδω  κάνεις  ένα  λάθος
Μη  φαντάζεσαι πολλά
Ηρακλής  δεν είναι ο Πάθος

Κι ο λαός  να  μη  ζηλεύει
Γιατί δεν υπάρχει κόλπο
Όλα  είναι αβέρτα πάγκα
Θέλει μόνο λίγο τρόπο

Ροστεράκι τι να λέμε
Που  θυμόμαστε και κλαίμε
Τις  παληές  τις  εποχές
Με  ποτούδες εκλεκτές

Μια  φορά  γράφουμε  κάτι
Μετά  τί να  ξαναπούμε
Και την ίδια βαρεμάρα
Να την ωραιοποιούμε

Γράφουμε  ένα  δυο λογάκια
Γιατί  είμαστε  πρεζάκια
με  μπριζόλα κι αραπίνα
και τον πούστη  το σωλήνα

Κι όπως  τα  παλιά  πρεζάκια
Που γραφαν κι αυτά στιχάκια
Για  λουλάδες  και νταμίρες
Γραφουμε  για  τις  κουρτίνες

Για  να  φύγει το μεράκι
Και να  σπάμε  και κεφάκι
Κι έτσι κάνουμε  ιστορία
Τη  δική  μας  μαλακία

Κι ο λαός  να μη ζηλεύει
Να  μη  δίνει σημασία
Το μουρμούρι  το δικό μας
Είναι αρρώστια  όχι ουσία