21 Ιαν 2009

ΚΟΥΙΖ




Ποίος είναι ο εικονιζόμενος ?

19 Ιαν 2009

ΣΥΝΑΝΤΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΑΓΝΩΣΤΟ Β


Ο ΘΡΟΥΛΗΣ ΕΝ ΤΕΛΕΙ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕΤΑΙ




Το buddy mobile έβγαινε από την έστριψε δεξιά στην Πλατεία Κολωνακίου με κατεύθυνση προς την Βασιλίσσης Σοφίας . Οι επιβάτες του σαμπανί αυτοκινήτου με τα φυμέ τζάμια ετοιμάζονταν για εξόρμηση . Ένας κύριος μάλλον περασμένης ηλικίας οδηγούσε και στη θέση του συνοδηγού καθόταν ένας νέος άντρας με ένα αινιγματικό χαμόγελο
« Συγγρού ? » ρώτησε μάλλον ρητορικά ο θείος .
Ο ανιψιός συγκατένευσε .
Η κίνηση ήταν μάλλον χαλαρή και έτσι μετά λίγη ώρα το αυτοκίνητο παρεδόθη στον ιπποκόμο του ΧΡΥΣΟΥ ΜΩΡΟΥ . Τώρα , βεβαίως , παρκαδόρος λέγεται , αλλά ο θείος επιμένει στους παραδοσιακούς όρους . Ο μαιτρ τους παρέλαβε και μετά μία αδιόρατη συνεννόηση με τον ανιψιό , η οποία δεν διέφυγε από τον εξασκημένο στις λουμπινιές θείο , τους οδήγησε στο τραπέζι τους , στον απόμερο καναπέ στη βορειοανατολική άκρη του καταστήματος , πλησίον του ορνιθώνος , την ώρα που στην πίστα μία διοπτροφόρος καλλονή απελευθερωνόταν από βάρος των στοιχειωδών ενδυμάτων της .
« Ωραίο κωλαράκι » σχολίασε ο θείος , την στιγμή που ο τραπεζοκόμος παρέθετε τα συνήθη προϊόντα των υψιπέδων της Καληδονίου Γης . « Θείε μη ενθουσιάζεσθε , οι δυνατές συγκινήσεις είναι δυνατόν να έχουν επιπτώσεις στην υγεία σας » .
Μετ΄ ολίγον η παρέλασις των εργαζομένων άρχισε . Τα κορίτσια απεπέμφθησαν ευγενικά , μέχρι τη στιγμή που το καρέ συμπληρώθηκε από τη διοπτροφόρο χορεύτρια και μία ψηλή εύσαρκη κυρία μάλλον προχωρημένης ηλικίας που έμοιαζε με την υποδιευθύντρια της Δ.Ο.Υ Δ΄ Αθηνών με δίχτυ και στρινγκ . Ήταν η ώρα της αμοιβαίας αναγνώρισης . Βέβαια τα μπαριδάκια γνώριζαν τις κυρίες , αλλά ήθελαν να μορφώσουν άποψη για το τι παίζει σήμερα .
Είναι η αγαπημένη ώρα του κωλομπαρόβιου . Η ώρα που διαμορφώνονται οι ισορροπίες και διαμορφώνεται το κλίμα στο οποίο να κυλήσει η βραδιά . Οι κοπέλες άρχισαν τα δικά τους , σύμφωνα με τον απαράβατο κανόνα του σκοτεινού πρίγκιπα , η γυναίκα κάνει παιχνίδι . Η γυναίκα κάνει πάντα παιχνίδι . Τα μπαριδάκια εξασκούσαν το πορνολέγειν ανταπαντώντας ευγενικά και με καλή διάθεση . Λίγο πρόστυχα ενίοτε , αλλά εύστοχα πάντα . Ήταν σαν πυγμάχοι που κάνουν αναγνωριστικούς γύρους , με τα χέρια στο ύψος των ώμων , ρίχνοντας ψευτοχτυπήματα για να μετρήσουν τον αντίπαλο .
«Χαθήκατε » τους επέπληξε η πρόσχαρη κυρία με το δίχτυ αγκαλιάζοντάς τους εναλλάξ , με τρόπο τέτοιο ώστε να τους βυθίσει στα μεγάλα στήθη της . Η διοπτροφόρος ήτο πιο συγκρατημένη . « Θα πιούμε ένα ποτό ? » ρώτησε η εύχαρις μεσήλιξ .
« Δε μου λες θα χορέψεις το ανιψάκι μου ? »ανταπάντησε ο θείος . « Είναι μικρό και ντρέπεται » . Ο νεαρός ευπατρίδης , είχε φορέσει το αγγελικό του χαμόγελο .
« Εγκώ , τέλω κορέψει εσένα ! » Δήλωσε η μεσήλιξ προς τον καλοδιατηρημένο μισότριβο θείο .
« Πόσες κάρτες του δίνεις ? » ρώτησε ο νεαρός ευπατρίδης .
Το πουτάκι γέλασε και κοίταξε με άλλο μάτι το μικρό « Στα ‘χει μάθει όλα το τείος σου , έκει και συ μεγκάλη πούτσος ? » ρώτησε με επαγγελματικό ενδιαφέρον .
«Δεν έχω γίνει δέκτης παραπόνων κυρία μου » Απάντησε ο μικρός μπαριδάκος .
« Βάλε ποτά στις κυρίες », διέταξε ο θείος τον σερβιτόρο « έλα μωρό μου πιείτε ένα ποτάκι και βρείτε τα » συνέστησε « και να του φτιάξεις ένα σπέσιαλ φραπεδάκι , βάλτον κάτω και λιώστον » την παρότρυνε .
Τα ποτά ήρθαν και η διοπτροφόρος κάθισε στα γόνατα του θείου , ο οποίος διεπίστωσε ότι η μικρά πέρα από καλλίπυγος ήτο και τούμπανο με απαλή επιδερμίδα .
Τα ποτά των κοριτσιών κατέφθασαν , ενώ την ίδια στιγμή ο μαιτρ ρώτησε αν μπορούσε να βολέψει και έναν κύριο στην άλλη άκρη του καναπέ . « Δημοκρατία έχουμε » δήλωσε σοσιαλιστικά ο θείος δίνοντας την άδεια του .
Σε λίγο παρεκάθισε ένας συνεσταλμένος κύριος μετρίου αναστήματος μάλλον πολύ παχουλούτσικος , ο οποίος χαιρέτησε φευγαλέα του αντίκρυ καθήμενους και παρήγγειλε μία πράσινη . Η ενδυμασία του ήτο ολίγον ατημέλητη , φορούσε μάλλον ακριβά ενδύματα , αλλά τα είχε συνδυάσει με έναν μάλλον παράδοξο τρόπο .
Η συμπεριφορά του σερβιτόρου προς τον νεοφερμένο ήτο οικεία , και συγκατένευσε σε κάποια απαίτησή του , την οποία ο νεοφερμένος του ψιθύρισε στο αυτί . Εν τω μεταξύ μία παχουλή ξανθιά στριγκοφόρος κάθισε στα γόνατά του , του έχωσε το κεφάλι του διασκεδάζοντας μέσα στο πλούσιο μπούστο της . Ταυτοχρόνως ο ευτραφής κύριος μουρμουρίζοντας « ουου λακε λακε » και τρέμοντας από τα γέλια είχε κουτουπώσει την κυρία στα γεμάτα .
Ο Έητζερ προσηλώθηκε στη διοπτροφόρο συνοδό του και προσπαθούσε να τη θερμομετρήσει , κάτι που συνέβη με την παραγγελία δεύτερου ποτού . «το μικρό τέλει να του κάνω πριβέ » , ενημέρωσε τον Έητζερ η μεσήλιξ ποτατζού για τις προθέσεις του μπαριδάκου .
« Ε και τι περιμένεις ? » ερώτησε ο θείος , ο οποίος περίμενε ευκαιρία για να προσκαλέσει την εργαζομένη που τώρα καθόταν στα πόδια του για γεύμα και επίδειξη της συλλογής γραμματοσήμων του .
« Ντεν σε πειράζει ? » ρώτησε και πάλι η μεσήλιξ .
« Τι είσαι ρε παιδί μου γυναίκα μου , κόρη μου ή γκόμενα μου για να με πειράζει?» εξανέστη ο θείος . « Έτσι κι αλλιώς στην οικογένεια μένει ! » .
«Πάμε !» είπε η υψηλόσωμη κυρία στον μπαριδάκο , ο οποίος παρακολουθούσε τη σκηνή με το αθώο εκείνο ύφος του γάτου που κάθεται και αγναντεύει τους περαστικούς .
Επάνω που ο θείος ήταν έτοιμος για το μπάσιμο μια παράξενη οσμή και ένα παράξενο θέαμα τάραξαν την πνευματική του συγκέντρωση .
« Merde » ψιθύρισε ο θείος όταν ο σερβιτόρος έφερε με το καροτσάκι ένα μικρό βαρελάκι Heineken και το εγκατέστησε στο τραπέζι με ένα από εκείνα τα μικρά μηχανήματα με την κάνουλα . Προφανώς ο κύριος είχε τα μέσα .
« Η μερέντα και η νουτέλα ανεβάζουν το ζάχαρο παππούλη » του είπε ο βραχύσωμος εύσωμος κύριος με τη φαράκλα με μια φωνή που έβγαινε από τα έγκατα της γης .
Με την απόκοσμη φωνή να βουίζει στα αυτιά του ο Έητζερ άρχισε να νιώθει ένα ελαφρό μούδιασμα στο δεξί χέρι , όταν το έτερο γκαρσόνι παρέθεσε καμιά 10ρια σακούλες υπόπτου οσμής και ακαθορίστου περιεχομένου .
«Βρώμικο για όλη την παρέα » , φώναξε ο βραχύσωμος , καραφλός , εύσωμος κύριος « φρεσκότατο τώρα μου το φέρανε από την καντίνα μπροστά από την Πάντειο » . Και χαμογελώντας με ένα μειλίχιο χαμόγελο , το οποίο απεκάλυψε 1 απαστράπτουσα οδοντοστοιχία , υπερβολικά απαστράπτουσα για να ανήκει στον ιδιοκτήτη της , υπεκλίθη δια κάμψεως της κεφαλής και υπέβαλε τα διαπιστευτήριά του « Βοθρούλης Κοτομπίφτεκος , στις προσταγές σας » !
Μία μικρά σκοτοδίνη κατέλαβε τον Έητζερ .
« Ρε μάστορα μαρμάρωσες ? » ερώτησε εμφανώς θορυβημένος ο φώναξε ο βραχύσωμος , καραφλός , εύσωμος κύριος. « Του κύριους μελανιάζει » διαπίστωσε η διοπτροφόρος συνοδός . « Κάνει και νουήματα » .
« Παππού , μην ψάχνεις τον μπαριδάκο , τώρα τον σφίγγει η ξεβράκωτη σαν το μαλακόντα , το φοβερό φίδι που ζει στα θολά νερά στα βάθη του τρομαζονίου » συνέχισε ο μυστηριώδης ,βραχύσωμος , καραφλός , εύσωμος κύριος.
«Αγκφ , μπφ , γκρρρρρρ , ουγκ , πππππφφφφ » κατόρθωσε να ψελλίσει ο Έητζερ , ψηλαφώντας αγωνιωδώς το επάνω τσεπάκι του σακακιού του .
« Μάλλον τα χάπια του ψάχνει το λυκόπουλο , για δες στη μπροστινή τσέπη του σακακιού , αν έχει κανένα τσίγκινο κουτί , συνήθως εκεί κουβαλάνε τα υπογλώσσια τα γερόντια » Συμβούλευσε ο βραχύσωμος , καραφλός , εύσωμος κύριος . «Α ναι για σου αυτό είναι , όχι αυτό , αυτό είναι σιάλις , για δος του το , λίγο νεράκι πρώτα και μετά το φάρμακο » .
« Τώρα να του δώσεις πρώτες βοήθειες , μαλάξεις » Διέταξε ο βραχύσωμος , καραφλός , εύσωμος κύριος « Όχι στο πουλί του κοπέλα μου κάνα χαστούκι δος του και μετά τρίβε τα μηλίγγια του » .
« Αχ θείε δεν βάζετε μυαλό …» είπε ο ανιψιός που μόλις είχε τελειώσει το χορό του και επανέκαμπτε « πάλι δεν κρατήσατε μέτρο , ο γιατρός σας , σας έχει πει να μη συγκινείσθε υπερβολικά στην ηλικία σας » …
« Αυτός είναι » ψέλλισε ο Έητζερ « Αυτός είναι » . Και Έπεσε στο μπούστο της συνοδού του . Η οποία δεν ήξερε τι να πρωτομαλλάξει και προτίμησε την θεραπεία στην οποία είχε εξειδίκευση .
Ο ανιψιός ζήτησε λίγο νερό , υποψιαζόμενος τον ερχομό της αποπληξίας . « Ρε μικρέ τα φάρμακά του τα παίρνει το λυκόπουλο , ή θα μας μείνει ? » .
« Τα παίρνει , δεν τα παραλείπει καθόλου και ποτέ » .
« Για ποιον είναι το νερό ρε βρωμερέ » γρύλισε ο θείος , ο οποίος είχε ανακαθίσει εν τω μεταξύ , « μπάνιο θα κάνω ? » .
« Μήπως θέλετε λίγο νεράκι θείε να πιείτε ? »
« Εντάξει ίσε γερο ταρνανά , κοπιάστε , πράσινη και βρώμικο για όλους εσύ μικρέ τσίμπα ένα καθαρό για πράσινη και παράγγειλε και ένα ουίσκι για το μάστρο τζεπέτο » …
« Θείε ξέρετε ποιος υποψιάζομαι ότι είναι ο κύριος » … . Δεν απόσωσε τη φράση του ο Νικ . Το βλέμμα της παραίτησης στα μάτια του θείου , του αποκάλυψε την αιτία της παρ΄ ολίγον αποπληξίας .
« Χαίρω πολύ κύριε Βόθρε » . Πάντα ευγενής το χρυσούλι μου .
« Τρώτε ρε , τι το κοιτάτε , έχει με βρώμικο , με τσίλι , με κοτό , μαγιονέζες , πουστάρδες ό,τι γουστάρετε » .
Τώρα σιγά σιγά η κατάσταση αποκτούσε ενδιαφέρον .
« Φόρτωσες ρε γέρο τράγο ? » ερώτησε ο Βόθρος τον Έητζερ . « Είπαμε είναι θέμα πίεσης , εδώ είναι φορτοχανείο » .
« Δεν απαντώ σε προσωπικά μου ζητήματα » βιάστηκε να ανταπαντήσει ο Έητζερ , αλλά ο διαολομπαριδάκος σιγόνταρε τον χοντρό «Την πίεση του τη μετράμε κάθε μέρα διότι είναι επιρρεπής σε εγκεφαλικά , για αυτό και δεν τρώει βρώμικο κύριε Θρούλη μου » .
Και υπό το υποτιμητικό βλέμμα του θείου βούτηξε ένα βρώμικο με τσίλι, μαγιονέζα , λαχανοσαλάτα , πατάτα , μουστάρδα και διάφορα μεταλλαγμένα μπαχαρικά . Μάλιστα άρχισε να ταΐζει και τη μεσήλικα στριγκοφόρο που καθόταν στα γόνατα του πλέον , και οι οποία απολάμβανε την κίνηση αυτή .
« Είστε ρομαντικά παιδιά εν τέλει » κατάφερε να πει ο Πουρ .
« Μη σε νοιάζει ντεν τα βρωμάμε , έκει τσίχλα μέντα στο τσαντάκι » , του είπε μπουκωμένη η μεσήλιξ στριγκοφόρος .
« Εσένα άλλη φορά θείο θα σε πάμε να φας σούσι όπως οι ζαμπονεζοι , που τα ψαρεύουν με καθετή μπροστά από το ηφαίστειο Φουκογιάμα , να δεις βάτο Ζαμπονίας τυλιγμένο σε φύκι πορδοκλανομιριστό να σου φύγει το καφάσι θείο » .
« Ας μη γινόμαστε χυδαίοι , δεν είναι λόγος » .
« Κι ο λαγός καλός είναι στιφάδο με κρεμμυδάκια , αλά να τον τρως όχι να σε βάνουν στο τσικάλι » .
« Σας παρακαλώ κύριε δεν σας επιτρέπω »
« Μη μου κάνεις εμένα την αρσακειάδα γερο ταρνανά που χεις ματώσει τη θάλασσα και δεν μου επιτρέπτεις . Και άμα θες να ξέρεις , αυτή δεν είναι καλό φοτό , να πάρεις την άλλη που ότα χύνει είναι σαν τον κατουρλάχτη καταρράκτη Ιγκουατσού , σύνορα Αργεντινοβολιβία και Βραζιλοβενεζουέλα » .
« Τώρα με συγχωρείτε να πάω στο πριβέ να μου τρίψουν το μονόποντο» .
Και η στρομπουλή ξανθή στριγκοφόρος που καθόταν στα γόνατά του κόντεψε να πάθει αμόκ από τα γέλια ! « Πουλύ καλόου , πάμε αγκάπη μου » και σεινάμενη κουνάμενη παρέσυρε το βραχύσωμο , καραφλό , εύσωμο κύριο στα ενδότερα !
« Πάμε να φύγουμε τώρα » απαίτησε με έντονο ύφος ο θείος
« Θείε δεν είναι ευγενικό , θα παρεξηγηθούμε »
« Κερατά , πάντα το ήξερα ότι είσαι σαν κι αυτόν , δεν είναι τυχαίο που τρως μπιφτέκια γαλοπούλας στα trendy στέκια μου »
«Μα θείε εκεί δεν σερβίρουν κοτό »
«Αίσχος , και τώρα τι κάνουμε ? »
« Εσύ να κάτσεις στα αβγά σου » ακούστηκε η απόκοσμη φωνή . « Να μη είσαι εφετζής και θα περνάμε καλά » , ενώ παράλληλα το στιβαρό χέρι του θρούλη σβέρκωσε τον καλοστεκούμενο κύριο και τον έφερε κοντά του . Η έκφρασή του ήταν οπωσδήποτε περίεργη , τα γαλανά βοϊδόματά του έμοιαζαν σαν απέραντες λίμνες , αλλά η ανάσα του μύριζε αφόρητα κοτόπουλο και τσίλι .
« Φάε αγκάπη μου που έκαψε τερμίντες » Τον παρακάλεσε η στρουμπουλή ξανθούλα που επανέκαμψε , έχοντας πλύνει τα χέρια της . «Και αύριο όπως είπαμε » . Ο Θρούλης δεν είπε τίποτα , ένευσε μόνο συγκαταβατικά , με ένα μεγαλοπρεπές μειδίαμα , μπουκώνοντας με την μία μισό βρώμικο , το οποίο συνόδευσε με μία γουλιά μπύρα για να το καταπιεί . Όταν κατάπιε άφησε ένα διακριτικό υπολοξιγκικό ρεψιματάκι
Ταυτόχρονα , είδε τη μεγαλόσωμη στριγκοφόρο δικτυοφορούσα να πληκτρολογεί ένα νούμερο στο κινητό του μπαριδάκου . « Κι εσύ μωρή με προδίδεις ? » . Την κοίταξε με κάποια πίκρα .
« Έλα μωρέ είναι καλόου παιντάκι θα του γκνωρίσω την ανιψιά μου , μην είσαι κακό! » .
« Ελάτε θείε , αφού η βανίλια δεν σας πολυαρέσει εξ άλλου » .
« Είναι γέρος , γκρινιάρης και καχύποπτος » παρατήρησε ο Θρούλης « Δε μου λες παππούλη με τίποτα τις ηλικίας σου δεν ασχολείσαι , καφενείο , ταβλάκι , κανένα χαρτάκι , ταβέρνα , κάνα κρασάκι ? »
« Δεν σας εννοώ »
« Ναι ρε για σας τα κολεγιόπαιδα είναι το στιπ »
« Ε είμεθα θαυμαστές του χορού » , « Δώσε του μάνα μου το τηλεφωνάκι σου να σε πάρει αύριο το αγόρι να πας να του κόψεις βεντούζες » , Και η αμίλητη έως τότε διοπτροφόρος , πληκτρολόγησε το τηλέφωνό της στο κινητό του Έητζερ πειθαρχικά , ενώ ένα χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο σκυθρωπό πρόσωπό της .
« Και που σαι ? Των 5 μιλιγραμ παππούλη , όχι των 20 και σε χάσουμε αύριο και με προσοχή το κορίτσι είναι αφρός του γάλατος , γαλατοκοτομπίφτεκο » τόνισε όλο νόημα ο Θρούλης .
Ο Έητζερ ένιωσε τις τρίχες του σβέρκου του να σηκώνονται .
« Γεμιστάκι ? » Ο Θρούλης άνοιξε μία ταμπακέρα και πρόσφερε κάτι άτεχνα στριμμένα χοντρά και ακανόνιστα τσιγάρα
« Ευχαριστώ , καπνίζω μόνο από τα δικά μου »
« Εγώ δε καπνίζω μόνο γεμιστάκια μαροκάνα σούπερ , πάρε »
« Δεν γνωρίζω αυτή την ποικιλία »
« Θείε ξέρετε …………. »Ο μπαριδάκος είπε κάτι στο αυτί του θείου !
Ο θείος κοίταξε άναυδος τον βραχύσωμο , καραφλό , εύσωμο κύριο , ο οποίος απολάμβανε το σιγαρέτο του , ενώ μνήμες από την παιδική του ηλικία άρχιζαν να τον κατακλύζουν . Η μυρωδιά του λιβανιού του θύμιζε πάντα τον επιτάφιο στον Άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη .
« Ε ώρα να πηγαίνουμε θείε ! Η Κρύσταλ σε λίγο θα αρχίσει να τηλεφωνεί στα νοσοκομεία και στο Πρώτων Βοηθειών , θυμάστε τι έγινε το Πάσχα » .
« Δεν πάτε πουθενά ! Πλερώνετε άμα πάμε και καφενείο , παίζω ωραίο Θανάση , πλερωμένα ρε … άσε » και έκοψε αποφασιστικά τον Έητζερ που ετοιμάστηκε να κάνει κίνηση .
« Τώρα έχει φορτωτική και μπριζολίτσα !»
« Μα τι λέτε κύριε ! » ψέλλισε εμβρόντητος ο Έητζερ .
« Λοιπόν κορίτσα , αρρωστήσατε ! » επέμεινε με χαμόγελο ο Θρούλης ! «Σας περιμένουμε μετά την στροφή . Και μία μία , θα φύγετε μη μας πάρουν φαλάγγι . Εσένα θα σε πάρω με το πράσινο μαζί μου » ή στρουμπουλή ξανθιά στριγκοφόρος χαμογέλασε λιγωμένη . «Εσύ γέρο κουφάλα θα πάρεις το μπαριδάκο και τα κορίτσα και ακολουθάτε με , και προσοχή βατραχονήσι ! » .
Η μεγάλη έκπληξη συνεχίστηκε όταν ο ιπποκόμος του καταστήματος έφερε μπροστά στην είσοδο του καταστήματος το μεγάλο πράσινο θηριώδες βυτιοφόρο , μάρκας βόλβο . Του παρέδωσε το κλειδί και τσίμπησε το φιλοδώρημα με εδαφιαία υπόκλιση
Μετά παρεδόθη το buddy mobile στον Έητζερ . Με λιγότερες ρεβεράντζες . Κάτι που πλήγωσε τη μεγαλομανία του Έητζερ . Και έδωσε την αφορμή στον μπαριδάκο να του υπενθυμίσει ότι στην ηλικία του δεν πρέπει να συγχύζεται .
Μπροστά το πράσινο , από το ανοικτό παράθυρο του οποίου ακουγόταν Αυγερινός στη διαπασών , και πίσω το μπαροόχημα , στρίψανε τη γωνία , και περιμένανε . Σε λίγο μία μία εμφανιστήκανε οι κυρίες . Με ακανόνιστο ρυθμό αποχωρήσεως . Μη καρφωθούνε κι όλας !
Η εφοριακός πρώτη . Η διοπτροφόρος μετά και τέλος η ξανθή αφρατούλα . Ενώ τα κορίτσια βολεύονταν στο μπαροόχημα , πίσω η εφοριακός με τον μπαριδάκο , μπροστά η διοπτροφόρος με τον θείο , εκείνη τη στιγμή ο θρούλης κατέβηκε από το πράσινο , άνοιξε την πόρτα του συνοδηγού και με μία αέρινη κίνηση , έδωσε μία απαλή ώθηση στα καπούλια της ξανθούλας , βοηθώντας την να ανέβει στο βυτιοφόρο . Ευγενέστατος !
Μετά οι περαστικοί και οι ξενύχτησε οδηγοί έβλεπαν ένα περίεργο θέαμα. Μπροστά το πράσινο βοθρατζίδικο και πίσω το πολυτελές όχημα του θειου , ανέβηκαν μέσω χαμοστέρνας και Πειραιώς προς ομόνοια .
« Μα σε τι βρωμομέρος θα πάμε για μπριζόλα » είπε ο θείος « Αυτά τα ξενοδοχεία είναι γεμάτα κορέους » .
« Έχετε εμπιστοσύνη στον κύριο Θρούλη θείε » .
Το πράσινο έστριψε στην Πολυκλινική και μπήκε στη Σωκράτους .
Ένα λεφούσι από γαζέλες περικύκλωσε τα οχήματα .
« Μα αφού βλέπουν ότι έχουμε παρέα γιατί μας την πέφτουν ? » Διερωτήθηκε ο θείος .
Οι γαζέλες φώναζαν για σιμπούκι , και προέτρεπαν τον κάθε οδηγό να «πακάει » , μόλις είδαν ότι στο αυτοκίνητο του θείου υπήρχε κόσμος άρχισαν να φωνασκούν « έλα αγκάπη μου πατούζα , πατούζα » . Μερικές ευέλικτες και πεπειραμένες είχαν σκαρφαλώσει στο πράσινο .
Το μπλόκο λύθηκε όταν ακούστηκε ένα διαπεραστικός απερίγραπτος βόμβος . Ο θρούλης είχε ενεργοποιήσει την κόρνα του πράσινου . Τι θόρυβος ήταν αυτός ! Σαν να ερχόταν η Δευτέρα Παρουσία . Σε λίγο από μακριά ακούστηκαν σειρήνες περιπολικού . Μάλλον , η φοβερή κόρνα είχε ανησυχήσει τους μπασκίνες που απολάμβαναν βρόμικο , μπροστά από το Δημαρχείο επί της Αθηνάς και θεώρησαν επιβεβλημένο να επέμβουν .
Οι γαζέλες είτε διότι ανησύχησαν από τη σειρήνα , είτε διότι τρόμαξαν από το κλάξον του βοθρατζήδικου υπεχώρησαν ατάκτως , όπως οι κάτοικοι της Μαδιάμ εμπρός στο ξίφος του Γεδεών .
Ο θρούλης απτόητος ξεκίνησε και μέσω στενών οδήγησε τους μπαριδάκους μπροστά σε γνωστό μπριζολάδικο , όπισθεν της Πλατείας Κουμουνδούρου .
Πάρκαρε το βοθρατζήδικο με αριστοτεχνικό τρόπο λίγο πιο μακριά , για να μη σιχαίνονται οι μπριζολοφάγοι προφανώς .
« Εσύ να διπλοπαρκάρεις εδώ να , να προσέχουμε το αμάξι μη σου το φάνε ! » υπέδειξε στο θείο .
Η παρέα εισέβαλε στο μπριζολοπωλείο .
Η είσοδος περιελάμβανε ένα ξύλινο γκισέ με μία υπερσύγχρονη ταμειομηχανή και αντίκρυ μία τεράστια μεταλλική ψησταριά , όπου επάνω της ψήνονταν κάτι φτενές χοιρινές μπριζόλες και κάτι τεράστιες μεταλλικές πιατέλες με σάλτσα τομάτα . Πίσω ήταν ένας πάγκος που κόβανε ψωμί , και υπήρχε μία κουζινίτσα και πίσω μία τζαμόπορτα αδιαφανής που πάνω έγραφε WC .
Μόλις μπήκαν ο ψήστης τύλιξε μία μπριζολίτσα με λαδόχαρτο και την πρόσφερε στο θρούλη που άρχισε να την Τρώει σα μπισκότο .
« Από δω » Είπε και τους οδήγησε στην αίθουσα με τα πλακάκια στους τοίχους και το μωσαϊκό στο πάτωμα , όπου υπήρχαν σε τρομερό συνωστισμό τα τραπεζοκαθίσματα .
« Τραπέζι για έξη φαγανούς » διέταξε την κυρία με την ποδιά και τον πλαστικό σκούφο . « Κοπιάστε » του είπε εκείνη .
Οι θαμώνες ήσαν λογής λογής από κυρίους με ριγέ μάλλινα κουστούμια και ρόλεξ με συνοδεία κυριών με ακριβά γουναρικά και κοσμήματα , έως αλβανοπακιστανούς που έτρωγαν με όρεξη .
« Τον κατάλογο παρακαλώ » αποπειράθηκε να πει ο Έητζερ στην κυρία με την ποδιά και το σκούφο , η οποία ήταν μάλλον maitre d’ hotel και σερβιτόρος .
« Άσε ρε γιατί σε έχω ικανό να ζητήσεις καμία 12κάδα στρείδια , μικρό μπουκάλι μπόλιντζερ και αστακομακαρονάδα και θα μας φαπώσουνε ! » τον έκοψε ο θρούλης . «έξη μερίδες κοπέλα μου , δύο σαλάτες , τρεις φέτες λαδορίγανη , δύο καυτερές και πράσινες » παρήγγειλε . « Οι καυτερές αργούνε » υπενθύμισε η κοπέλα . « Θα τρώμε περιμένοντας » απάντησε ο θρούλης .
«Πόσες πράσινες ? » , « Φέρε δώδεκα γι΄αρχή για να μη ξεπαγώνουνε »
Στρώσανε με ένα χάρτινο τραπεζομάντιλο . Φέρανε σερβίτσια τις σαλάτες και τις φέτες και ένα υπέροχο ψωμί σε ένα κίτρινο πλαστικό καλάθι .
« Τρώτε τώρα »
Τα φτενά μπριζολάκια ήταν υπέροχα , οι πατάτες φρεσκοκομμένες , τηγανισμένες όμορφα , σε καλό λάδι προφανώς διότι δεν ταγκίζανε , και τραγανές , η σαλάτα φρεσκότατατη και η φέτα με πυτιά γιατί τσιμπούσε , αλλά το καλύτερο πιάτο ήταν οι τεράστιες πιατέλες που περιείχαν ένα μίγμα τυριού , τομάτας και καυτερής πιπεριάς .
Σε κάποια στιγμή ο Θρούλης μίλησε σε κάποιο κινητό και κάτι είπε σε κάποιον Γιώργο για τρία τεμάχια , για μοιρασιά .
Μετά από δύο καφάσια πράσινες , 14 μερίδες μπριζολάκια ( πέντε ο Θρούλης ,2 η στρουμπουλή ξανθιά , 3 η διοπτροφόρος και η εφοριακός από κοινού , 3 ο μπαριδάκος και μία μισοτελειωμένη , του θείου ) , δύο πιατέλες καυτερό , ο θρούλης έκανε νόημα για λογαριασμό . Η συνεστίασις έλαβε τέλος .
« Εδώ περνάνε τα λεφτά του κυρίου Άκη μόνο» . Επετίμησε τον Έητζερ που προσφέρθηκε να πληρώσει η κυρία με το σκούφο και την ποδιά .
Ωραία και τώρα ξενοδοχειάκι , σκέφτηκε ο Έητζερ .
« Λοιπόν κυρίες μου να σας συνοδεύσουμε » είπε ο Έητζερ , ενώ από τη τζαμαρία του καταστήματος φάνηκε ένα ταξί που στάθμευσε εμπρός και άναψε τα αλάρμ .
« Εσύ να κάτσεις αυτού που κάθεσαι . Κορίτσια σπίτια σας θα σας πάει ο Γιώργος » είπε ο Θρούλης . «Έχω συνεννοηθεί » και τα κορίτσια φύγανε αφού καληνυχτίσανε με φιλάκια στο μάγουλο τα παιδιά .
« Μα δεν θα έχουμε συνέχεια ? » ερώτησε ο θείος
«Τέτοιο φόρτωμα άλλη φορά ! Έχεις τηλεφωνάκι ! Φτάνει για σήμερα ! Νισάφι θείο ! Φραπεδάκι ήπιες , φόρτωσες , έφαγες και μπριζολίτσα . Νανάκια τώρα λυκόπουλο ! »
Αυτή είναι και η τελευταία ανάμνηση του Έητζερ , πριν τη σκοτοδίνη .
Ξύπνησε μετά 2 ημέρες στο υπνοδωμάτιό του . .
Το πρώτο πρόσωπο που είδε ήταν η Κρύσταλ , η φιλιππινέζα του , που όπως πάντα τον κοιτούσε με το ασιατικό αινιγματικό της ύφος .
« Θείε μας ανησυχήσατε » άκουσε τη φωνή του μπαριδάκου .
« Τι βρωμάει ? » μουρμούρισε ο θείος
« Ο κύριος Θρούλης θείε , τηλεφώνησε ότι θα περάσει για τα περαστικά , και είπε ότι μια που ήρθε να μας αδειάσει και το βόθρο . Μην ανησυχείτε θα περάσει μόλις τελειώσει »
Ο Έητζερ ήθελε πλέον μόνο να κοιμηθεί .
Η παρέα με το θρούλη του έδινε στα νεύρα !

Αθήνα 16 Ιανουαρίου 2009