15 Φεβ 2010

H Βρόχα του Πουρέιτζερ .

Ήτο νυξ. Νύξ βαθεία . Με σύννεφα μαβιά και μπλαβιασμένα . Πολύ μπλαβιασμένα . Αυτός ήταν καθισμένος στη ντιβανοκασέλα του μπροστά στο τζάκι . Ήταν σε φάση στριμοκωλέισον . Μελαγχολικιά και συναχωμένη . Κι όξω φυσούσε , φυσούσε πολύ και η Βρόχα έπιπτε ράιτ θρου

( ΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩααααααααααααααααα)

Σε κάποια στιγμή σηκώθηκε , του χε πέσει βαριά η ταραμοσαλάτα και τα θράψαλα λαδολέμονο που του χε φτιάξει η Φιλιπινέζα παρακόρη του , ρέυτηκε , έκλασε , αλλά ήτο αδύνατον να διώξει τη θλίψη του . Πήρε την κομπολόγα του την κεχριμπαρένια , και άρχιζε να αναπολεί με ύφος σκεφτικό , πολύ σκεφτικό , σαν το ύφος της γελάδας που βλέπει τα τρένα να περνάνε . Χλάπα χλούπα οι χάντρες οι κεχριμπαρένιες και εκείνος να αναπολεί ατενίζοντας όξω από το τζάμι που ο αέρας φυσομανούσε και η βρόχα έπιπτε στρέιτ θρου .

(ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΛΛΛΑ )

Αίφνης σηκώθηκε , έκλεισε το στέρεο που έπαιζε βαριά μπετοβενίστικη κλαστική μουσική , έβαλε στο ποτήρι του μια μαστίχα , πήρε ένα τόμο από τα απονημονεύματά του από τη βιβλιοθήκη του , στρώθηκε στην ντιβανοκασέλα , άναψε και ένα τσιγαράκι , κινγκ σάιζ , και έπιασε να διαβάζει , ένα βράδυ λυπητερό και σκοτεινό , που όξω φυσαγε ο μαΐστρος και η βρόχα έπιπτε ράιτ θρου .

(ΩΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ)

Τόμος εξηκοστός πέμπτος , σελίδα χίλια εφτακόσα ενενήντα δύο, παράγραφος ιβ , στίχος τέσσερα και κάτι ψιλά .
Ένα βράδυ αφού είχε φάει στο τζάκσον , είχε πιεί πέντε ουίσκια στο Μάι Τάι , πέρασε στο από το μπουτίκ , όπου είχε πάρτυ μια φίλη του , όμορφη πουρομουνίτσα . Πήγε είδε δύο τρεις φίλους του που κάθονταν στο μπαρ , λεβένετες και φλογερούς εραστάς γεννηθέντας το 1832 , που εξηγούντο όμορφα και φίνα , αλλά όπως μίλαγε με τους κολητούς του διεπίστωσε , ότι η πουρομουνίτσα που εκάθητο εξαπεναντίας του , του κανε κορδέλες με ένανε που τονε λέγανε Φριτς και είχε γενική αντιπροσωπία τις ιταλικές καπότες . Εκείνος οργίστηκε , οργίστηκε πολύ και βγήκε όξω , και έμεινε να περιμένει τον παρκαδόρο να του φέρει τη μπέμπα του , ενώ το πρόσωπό του το χαράκωνε η βρόχα που έπιπτε ράιτ θρου .

Αλαααααααααααααααααααααα

Μπήκε στο μπεμπε , άναψε το σι ντι πλέηερ , άναψε και ένα τσιγαράκι , και βάλθηκε να ανηφορίζει το μπαζωμένο Ιλισό , μέχρι που έπιασε Βτραχονήσι . Εκεί κάτου από μια μεγάλη πινακίδα είδε μια πόρτα που ήταν ένα κέντρο , ήταν απόξω κάτι μυστήριοι , ξάκρισε το όχημα , να μπω ερώτηξε , περάστε του είπανε , έδωσε τα κλειδιά και τον περάσανε στη σάλα , ενώ η βρόχα έπιπτε στρέιτ θρου .

Τον βάλανε σε ένα καναπέ . Και εκεί σε μια στιγμή , κάνει μπραφ μια μυστήρια 2 μέτρα και 9 εκατοστά ψηλή , μαύρη κατράμι , που φόραγε ένα άσπρο αραχνοΰφαντο φόρεμα , που ούλα φαινούντανε , μεχρι το στρίνγκ κοντό μπροστά , μέχρι τους αστράγαλοι μακρύ πίσω , με κάτι ντάκους 32 πόντους . Να κάτσω αρώτηξε , κάτσε της απήντησε , έκατσε . Να πιω , Πιες . ΝΑ σε κάνω και πριβέ . Τον έκανε . Και εκεί που τα λέγανε , επειδή η δεσποινίς ήτο πολύ όπως πρέπει , μερακλού και τσαχπινογαργαλιάρα . Της έκανε την πρόταση , την ώρα που της έπιανε το μπουτάκι , να βγούνε και να πάνε να φάνε κανένα ψάρι . Να πάμε του είπε εκείνη αύριο πούχω ρεπό και του έδωσε το τηλέφωνό της ,αλλά να μην πάμε για ψάρια , να πάμε να φάμε κανένα κοψίδι να λιγδώσει το αντεράκι μου που εδώ και δύο μήνες τη βγάζω με ρύζι και νερόβραστες λαχανίδες . Εκείνος την αγκάλιασε , της χάιδεψε το χεράκι , τη φίλησε το μέτωπο , και απεχώρησε οδηγώντας τη μπέμπα του προς το σπίτι του μια νύχτα τεθλιμμένη που η βρόχα έπιπτε ράιτ θρου .

ΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩπααααααααααααααααααααααααααααααααα

Την επομένη , τον πήρε τηλέφωνο να την πάρει αυτός , βγήκανε όξω , αυτή έφαγε δυο κιλά παϊδάκια , τριά πιάτα κιοφτέδες , δυο μελιτζανοσαλάτες και μια χωριάτικη , ήπιε και ενάμισυ κιλό κρασί χύμα , ντερλίκωσε ίσιωσε , πήγανε και για ποτάκια , που να πάμε τώρα , να σε πάω εδώ παραπάνω που είναι άνα καλό χοτέλι με απαρταμάντς , να πιούμε το ουισκάκι μας με την ησυχία μας , να γνωριστούμε και να μιλήσουμε για μας . ΝΑ ρθω του είπε αυτή , αλλά ως σκέση , όχι ως τροτουάρ , διότι εγώ είμαι σοβαρή κοπέλα και κατάγομαι από να χωριό βαθειά μέσα στη ζούγκλα της Πιπάμπουε , ανατολικά της Ουρακοτάνγκα , που βρέχεται από τη λίμνη Πουταγκανίκα , και η μαμά μου είναι πολή αυστηρά και άμα φυσάει ο μουσώνας η βρόχα πίπτει στρέιτ θρου .

Άλλλλλλλλλλλλλαααααααααααααααααααα

Κατόπιν ανέβηκαν στο δωμάτιο , ήπιανε τα ουίσκια της ήπιανε τις σαμπάνιες τους , την έστρωσε επί του καναπέος , διότι είχανε πάρει σουγίτα , και επειδή το πολυτιμώτερον το είχε δομένο καμιά οχτακοσαριά φορές προηγουμένως , τον άφησε να της το κάνει και ανωμάλως . Μετά όταν φεύγανε , του είπε το ξέρω ότι είστε σοβαρός κύριος και διαφορετικός και θα ηγαπείτε , και εκείνος συμφώνησε , της έδωκε και ένα περιπαθές φιλί , έβγαλε να της δώκει και ένα κατοσταρικάκι , αλλά εκείνη το αρνήθηκε , για ποια με περάσατε , εκείνος το βαλε στην τσέπη , πολύ την εξετίμησε που ήτο ηθικιά και τιμία , και την πούλεψε για το Γκστάαντ , να πάει για σκί , μια νύχτα κρύα που η βρόχα έπιπτε ράιτ θρου .

ΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩ

Ακολούθως , όταν γύρισε από το Γκστάαντ δεν την έπαιρνε τηλέφωνα , εκείνη έστελνε μηνύματα . Μέχρι που μια φορά με ένα μήνυμα λυπημένο και κλαφτό του εζήτησε να τον δει . Εκείνος συγκατένευσε και την πήγε στο Καστελόριζο να φάνε αστακοκαραβίδες , σφυρίδα και πετρομπαρμπουνόπουλα μυστακοφόρα . Στη συζήτηξη επάνω εκείνη του είπε πως την είχε πληγώσει πολύ , διότι την είχε χρησιμοποιήσει και μετά την πέταξε στον κάλαθο των αχρήστων , ενώ εκείνη τον ηγάπα σφόδρα και η βρόχα έπιπτε στρέιτ θρου .

ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΛΛΛΛΛΛΛΛΛΛΛΛΛΛΛΛΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ

Εκείνος με τα πολλά εδέχθη να επανασυνδεθούν , αλλά εκείνη του είπε με θλίψη ότι δεν μπορεί να σταθεί κοντά του διότι αυτός είναι ένα φραγκοκαβλέουρας γεροφορτώγκας , ενώ εκείνη είναι μια κοπέλα φωχιά που δεν έχει δεύτερο μπέμπι ντολλ , και πως θα σταθεί δίπλα του , που θα την σχολιάζουνε πως τονε θέλει μόνο για να του τα τρώει . Αυτός έκανε να βγάλει το μπουκ με τα τσέκια , αλλά αυτή τον σταμάτησε και του είπε ότι δεν δέχεται λεπτά , από πάρτη του διότι είναι βόυφρέντ της , αλλά άμα θέλει να τη βοηθά στο κλάμπ που εργαζόταν για να πληρώνει τα δίδαχτρα για τη Σχολή της που σπούδαζε κοπτοραπτού .Εκείνος πάγαινε τη βόηθαγε , τη βόηθαγε μέχρι μαλακίας , εκείνη του καθότανε δις της εβδομάδος , μέχρι που εκείνος έμαθε ότι τη βοηθάνε άλλοι 3 τακτικοί και καμιά εκατομπενηνταριά έχταχτοι , διότι ήσαν φιλάνθρωποι πολύ φιλάνθρωποι , και δεν αφήνουνε μια φτωχιά κοπέλα να χαθεί και να περιπλανάται στους δρόμους , μόνη , έρημη , ρακένδυτη στη νύχτα όταν η βράχα πίπτει ράιτ θρου .

ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΛΛΛΛΛΛΛΛΛΛΛΛΛΛΛΛΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ

Εκείνος το φερε βαρέως και γνώρισε μετά ταύτα καμιά τριανταριά καλές κοπέλες συζητήσιμες και της εξυπηρετήσεως , για να πνίξει τον πόνο του . Εκείνη βασικά χέστηκε , αλλά επειδή της λείπανε κάτι ψιλά και είχε λεπτά αισθήματα τον βομβάρδιζε με μηνύματα και τηλέφωνα , εκείνος δεν της απήντα , εκείνη σκύλιαζε. Τέλος πάντων μία μέρα πήγανε να φάνε . Εκείνος έφαγε ένα στέικ και ήπιε μια κοκα κόλα , εκείνη ήπιε τον άμπακα και έφαγε τον αγλέορα και του είπε να τα ξαναβρούνε, του πε να την περιμένει στο Σταθμό του Μονάχου , στην 30 Φεβρουαρίου , διότι πήγαινε στην πατρίδα που η μαμά θα έκανε εγχείριση για κωλικό στο νύχι . Εκείνος πήρε το αιρ μπας . Πήγε στο Μόναχο . Έφαγε τα λουκάνικά του , έφαγε το σάουερ κραουτ του , τα κότσια του , τα μπρέτσελ του , ήπιε τις μπύρες του . Και ξεκίνησε για το Σταθιμό . Αυτή δε φάνηκε .

Και η βρόχα έπιπτε στρέιτ θρου .