20 Νοε 2009

Ινδιάνικο Καλοκαίρι

…σχεδόν έσερνε τα βήματα του προς το σημείο που έχει δέσει τον Μαύρο Θάνατο. Τον ξέζεψε, χαϊδεύοντας την χαίτη του. Με μία απότομη κίνηση τον καβαλάει και του δίνει εντολή να εκκινήσει. Ο Μαύρος Θάνατος, πιστός σύντροφος του Ινδιάνου σε όλες του σχεδόν τις μάχες, γνωρίζει πολύ καλά την πορεία που πρέπει να ακολουθήσει. Λες και έχει ενσωματωμένο κάποιο σύστημα αυτόματης πλοήγησης για τις περιπτώσεις που το μυαλό του Ινδιάνου για διάφορους λόγους δεν λειτουργεί ή έχει θολώσει από το νερό της φωτιάς, αρχίζει την ξέφρενη πορεία του προς το Σαλούν, όπου εργάζεται η νεαρή Ινδιάνα από τα Καρπάθια Όρη. Η ιστορία μεταξύ τους πάει κοντά δύο χρόνια πίσω, όταν η νύχτα ξέβρασε τον Ινδιάνο σε εκείνο το καταραμένο Σαλούν, όπου η μικρή Ινδιάνα είχε ξεκινήσει να εργάζεται ως χορεύτρια. Η χημεία μεταξύ τους φάνηκε από την πρώτη τους συνάντηση και δεν άργησαν να σχετιστούν ερωτικά και λίγο αργότερα και συναισθηματικά. Αυτό το τελευταίο κομμάτι όμως ήταν που δυσκόλευε πάντα τα πράγματα και η χημεία μεταξύ τους μετατράπηκε σε εκρηκτικό κοκτέηλ με βραδυφλεγές στουπί. Ο Ινδιάνος πολέμησε για να την κατακτήσει. Έτσι ήταν μαθημένος. Να πολεμάει για εκείνα που πιστεύει και εκείνα που λατρεύει. Και την Ινδιάνα του την λάτρευε μέχρι θανάτου. Εκείνη ήταν τα μάτια του μέσα στο σκοτάδι του Σαλούν και πάντα τον προστάτευε, τον πληροφορούσε για ο,τιδήποτε συνέβαινε εντός και φρόντιζε ούτως ώστε ο χρόνος που περνούσανε εκεί μέσα να μην ήταν βαρετός. Τα πράγματα άλλαζαν άρδην όμως αφού τελείωνε την δουλειά και καβαλούσε τον Μαύρο Θάνατο αγκαλιάζοντας σφιχτά τον Ινδιάνο. Εκείνος ήταν που την προστάτευε από τα «απρόοπτα» της ημέρας και την περιποιούνταν, κάνοντας ό,τι περνούσε από το χέρι του για να αισθάνεται σαν μια ξεχωριστή γυναίκα. Ήταν ο μοναδικός άνθρωπός που εμπιστευόταν, την γέμιζε ελπίδα και αυτοπεποίθηση, της μάθαινε πράγματα και γνώριζε πως ενδιαφερόταν για το καλό της και μόνο.

Είχαν φτάσει πλέον σε εκείνο το σημείο που ο καθένας έδινε στον άλλο αυτό που ζητούσε, επειδή τα θέλω τους συμπίπτανε. Όσο δεν παίρνανε την «σχέση» τους, η οποία είχε περάσει από σαράντα κύματα, στα σοβαρά, τα πράγματα κυλούσαν υπέροχα, παρά το γεγονός πως το μυαλό και των δύο το τριβέλιζε η σκέψη του μέχρι που θα έφτανε αυτή η γνωριμία, γεμίζοντας τους με ένα αίσθημα ανησυχίας. Γνώριζαν πως κάπου θα τελείωνε αυτή η ιστορία και σίγουρα ένας από τους δύο, ενδεχομένως και οι δύο, θα πληγωνόταν.

Ο Ινδιάνος σαν υπνοβάτης άνοιξε τη δίφυλλη πόρτα του Σαλούν και καλησπέρισε τους ιθύνοντες του καταστήματος. Αυτή η διαδικασία στις αρχές πάντα τον άγχωνε. Αυτός ο φόβος του τι μπορεί να αντικρύσει και να του ανέβει το αίμα στο κεφάλι με αποτέλεσμα να παρεκτραπεί. Τώρα πια ήταν εξοικειωμένος και δεν ανησυχούσε για τίποτα. Η υπεύθυνη του καταστήματος πάντα προσηνής και ευπροσήγορη τον καλησπέρισε και ρώτησε αν θα του έβαζε το συνηθισμένο του. Ο Ινδιάνος έγνεψε καταφατικά και κάθησε σε έναν απόμερο καναπέ . Αμέσως έφτασε το «συνηθισμένο» του και με ένα πρώτο βλεφάριασμα κατάλαβε πως η Ινδιάνα ήταν απασχολημένη σε κάποιο άλλο τραπέζι. Η πρώτη που τον πλησίασε με μεγάλη επιφυλακτικότητα ήταν μια παλιά καραβάνα του μαγαζιού από τη Σιβηρική στέπα. Γνώριζε καλά τον Ινδιάνο και τα αισθήματα που εκείνος έτρεφε για την νεαρή Ρουμάνα. Σεβόταν το δέσιμο που υπήρχε μεταξύ τους και τον εκτιμούσε σαν άνθρωπο για όλα εκείνα που κατά καιρούς είχε κάνει για το χατήρι της μικρής. Φοβόταν όμως την απόρριψη από τον Ινδιάνο που ενίοτε μπορούσε να φερθεί με αψύ και άκομψο τρόπο σε όλες τις κοπέλες.

«Θα με διώξεις πάλι;» ρώτησε τον Ινδιάνο εμφανώς ανήσυχη.

«Η μικρή θα κάτσει και άλλο με τον τύπο εκεί πέρα;»

«Δεν τον ξέρω ποιος είναι και τι θέλει;»

«Δε σε ρώτησα αυτό. Αν είδες να κινούνται τίποτα ποτά σε ρώτησα»

«Ναι. Η μικρή παρήγγειλε και άλλο ποτό.»

«Κάτσε τότε και πάρε και εσύ το δικό σου να μου κρατήσεις παρέα.»

Με μία χειρονομία προς την υπεύθυνη του καταστήματος ζήτησε το ποτό της και αυτό έφτασε σε χρόνο dt.

«Πως είσαι εσύ;» ρώτησε τον Ινδιάνο.

«Όχι και πολύ καλά. Περνάω κάποιες δυσκολίες τον τελευταίο καιρό.»

«Προβλήματα με τη μικρή ή με τα χωράφια σου;»

«Τίποτα από τα δύο. Απλά δεν είναι όλες οι μέρες το ίδιο…»

Η κοπέλα κατάλαβε πως δεν υπήρχαν περιθώρια για άλλες ερωτήσεις και γύρισε την κουβέντα.

«Που είναι εκείνος ο φίλος σου να με παντρέψεις; Έχω πολύ καιρό να τον δώ» είπε χαμογελώντας.

Κάπως έτσι κύλησε η κουβέντα με αστειάκια και πειράγματα. Ο Ινδιάνος με την άκρη του ματιού του είδε την νεαρή Ινδιάνα να παρατάει την παρέα της και να έρχεται προς το μέρος τους.

«Λοιπόν εγώ σας αφήνω να τα πείτε και ήρεμα οι δύο σας έτσι;» είπε η Λύκαινα της στέπας, ενώ ο Ινδιάνος της έκλεισε το μάτι. Η νεαρή από τα Καρπάθια δεν έδωσε καμία σημασία στη συνάδελφο της και με μία αστραπιαία κίνηση φίλησε τον Ινδιάνο. Το φιλί της ήταν τόσο γλυκό, από εκείνα που ακόμα και όταν οι γλώσσες ξεκολλήσουν, η επίδρασή τους διαρκεί για αρκετή ώρα ακόμα. Έσφιξε στην αγκαλιά της τον Ινδιάνο για μερικά δευτερόλεπτα και ξαφνικά λες και την τσίμπησε μύγα τραβήχτηκε, ενώ στο πρόσωπο της διαφαινόταν θυμός.

«Που ήσουνες; Γιατί δεν απαντάς στα σήματα καπνού που σου στέλνω;» εξανέστη.

«Δεν είμαι και πολύ καλά και δεν ήθελα να μιλήσω με κανέναν εκείνη τη στιγμή»

«Πρώτη φορά το κάνεις αυτό. Ανησυχώ. Τον τελευταίο καιρό δεν σε νιώθω κοντά μου. Θέλω να είσαι δίπλα μου όπως παλιά. Καταλαβαίνεις;»

«Καταλαβαίνω. Σου λέω όμως πως δεν θέλω να το κουβεντιάσω.»

«Εντάξει. Δεν σε πιέζω. Αν χρειαστείς όμως κάποιον για να μιλήσεις ξέρεις πως μπορείς να το κάνεις μ’ εμένα.»

«Ναι το ξέρω αυτό και σ’ ευχαριστώ»

«Στο λέω από τώρα δεν θα βρεθούμε σήμερα. Δεν απάντησες και έχω κανονίσει. Αύριο όμως όλη η μέρα θα είναι δικιά μας.»

«Τι εννοείς;»

«Θα έρθεις να με πάρεις και θα πάμε στο τίπι σου. Θα ερωτοτροπήσουμε, θα ξεκουραστούμε και έπειτα θα με βγάλεις έξω για φαγητό και μετά για καφέ σ’ εκείνο το υπέροχο μέρος που με είχες πάει και την προηγούμενη φορά.»

«Σου άρεσε;» ρώτησε ο Ινδιάνος λίγο σαστισμένος.

«Πάρα πολύ. Μου θυμίζει την πατρίδα μου και ένιωσα όμορφα.»

«Εντάξει λοιπόν. Δεν θα σου χαλάσω το χατήρι.»

«Σου έχω μια έκπληξη όμως σήμερα.»

«Τι έκπληξη;» ρώτησε ο Ινδιάνος

«Εσύ μου το έμαθες και τώρα κατάλαβα και τι ακριβώς ήθελες να μου πείς»

Ένα περίεργο συναίσθημα πλημμύρισε τον Ινδιάνο. Απροσδιόριστο αλλά μάλλον ομοίαζε σε άγχος. Οι πρώτες νότες της ακουστικής κιθάρας έκαναν την εμφάνιση τους, ενώ η νεαρή Ινδιάνα από τα Καρπάθια Όρη ανέβηκε στην σκηνή για να χορέψει αισθησιακά το τραγούδι που η ίδια είχε επιλέξει. Ρίγος διαπέρασε την σπονδυλική στήλη του ήρωα μας και έκανε τις τρίχες του να σηκωθούν, ενώ με δυσκολία προσπάθησε να συγκρατήσει ένα δάκρυ που ανέβηκε στον αμφιβληστροειδή του. Δεν ήταν ένα τυχαίο τραγούδι και σίγουρα καθόλου τυχαίοι οι στίχοι του. Ο Ινδιάνος έσπαγε, λύγιζε εκείνη την στιγμή. Γνώριζε πως οι στιγμές εκείνες θα χαράζονταν ανεξίτηλα στο μυαλό του και θα τον ακολουθούσαν για μια ζωή.

I’m sorry for the times that I made you scream

For the times that I killed your dream

For the times that I made your whole world rumble

For the times that I made you cry

For the times that I told you lies

For the times that I watched and left you stumble

It's too bad, but that's me
what goes around comes around, you'll see
that I can carry the burden of pain
'cause it ain't the first time that a man goes insane
and when I spread my wings to embrace him for life
I'm suckin' out his love, 'cause I, I'll never be nobody's wife
I'm sorry for the times that I didn't come home
left you lyin' in that bed alone
was flyin' high in the sky when you needed my shoulder
you're like a stone hangin' round my neck, see
cut it loose before it breaks my back, see
I've gotta say what I feel before I grow older
I'm sorry but I ain't gonna change my ways
you know I've tried but I'm still the same
I've got to do it my own way
It's too bad, but hey, that's me
what goes around comes around, you'll see
that I can carry the burden of pain
'cause it ain't the first time that a man goes insane
and when I spread my wings to embrace him for life
I'm suckin' out his love, I, I'll never be nobody's wife
It's too bad, but hey, that's me
what goes around comes around, you'll see
that I can carry the burden of pain
'cause it ain't the first time that a man goes insane
and when I spread my wings to embrace him for life
I'm suckin' out his love, I, I'll never be nobody's wife

I’ll never be, never gonna be nobody’s wife

Nobody’s, nobody’s no, no nobody’s…

Πόσες φορές δεν είχαν ουρλιάξει από οργή και θυμό οι δυό τους. Πόσες φορές δεν σκότωσαν ο ένας το όνειρο του άλλου. Πόσες φορές ο κόσμος του καθενός δεν αναποδογύρισε από τα πείσματα τους. Πόσες φορές δεν έκλαψαν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Πόσα ψέματα είπαν ο ένας στον άλλο και πόσες φορές άφησαν ο ένας τον άλλον να κοιτάει και να μένει άναυδος με τον ίδιο τους τον εαυτό …

Ίσως η ομορφότερη στιγμή που χάρισε στον Ινδιάνο η μικρή από τα Καρπάθια Όρη. Είχε καταλάβει και η ίδια πως πλησίαζε η αρχή του τέλους. Το ίδιο και ο Κακός Ινδιάνος που μέσα του σιγοέβραζε καθώς συνειδητοποιούσε πως νομοτελειακά το τέλος έπρεπε να δοθεί και μάλιστα από τον ίδιο. Τα πράγματα την επόμενη μέρα κύλησαν ακριβώς όπως τα είχε περιγράψει η νεαρή χορεύτρια. Ο Ινδιάνος είχε αποφασίσει πως κατόπιν αυτών θα χανόταν μια για πάντα από τη ζωή της για το καλό και των δύο χωρίς να αφήσει κανένα ίχνος πίσω του. Ποτέ δεν βρήκε τη δύναμη να το κάνει…

 

BAD  INDIAN

και  για  την αντιγραφή  θείος  Πουρούλης