15 Ιουλ 2010

ΕΝΑ VITSIόζικο Love Story

Ο  φίλος  Vitsi  μοιράζεται  μαζί μας  την  προσωπική  του  ιστορία . Τη  δημοσιεύω  άνευ σχολίων .


Ειλικρινά δε ξέρω από που να ξεκινήσω και από που να τελειώσω. Το μόνο σίγουρο είναι ότι εκείνα τα 2 χρόνια συνέβησαν πολλά...... πάρα πολλά. Ήταν σαν σήμερα πριν από 5 χρόνια (αλήθεια πέρασαν τόσο γρήγορα) στο τέλος της δέκατης-πέμπτης και ξημερώματα της δέκατης-έκτης μέρας του Ιουλίου, ξημερώματα Σαββάτου αν θυμάμαι καλά. Αποφάσισα για πολλοστή φορά να ακολουθήσω τους φίλους μου σε ένα strip-club της Λεωφ. Συγγρού, χωρίς να ξέρω ότι η βραδιά ήταν δική μου. Εικοσιτεσσέρων χρονών τότε φοιτητής χωρίς πολλές έννοιες και σκοτούρες στο κεφάλι μου, μόλις είχε τελειώσει εκείνη την ημέρα η εξεταστική και το καλοκαίρι ήταν έτοιμο να ξεδιπλωθεί μπροστά μας με σίγουρα έντονες συγκινήσεις.

Εκείνο το βράδυ γνώρισα τη πρώτη μου σοβαρή σχέση, τη σχέση που μου άλλαξε τη ζωή και με πέρασε σε μια άλλη διάσταση στο πως θα σκεφτόμουν τα πράγματα και με τι σοβαρότητα θα αντιμετώπιζα τη ζωή από εκείνο το σημείο εκκίνησης. Που να το ήξερα όταν έμπαινα μέσα στο μαγαζί εκεί κάπου στις 3 τα ξημερώματα. Κάθισα στο καναπέ που ήδη καθόταν αυτή. Αμέσως μου χαμογέλασε και της χαμογέλασα. "Θα με κεράσεις ένα ποτό", μου είπε. "Και γιατί δε θέλεις αυτό το ποτό να στο κεράσω στο Ακρωτήρι" της απάντησα. "Περίμενε με πέντε λεπτά να αλλάξω και φύγαμε". Έτσι απλά χωρίς πολλά πολλά λόγια και περιττές κουβέντες περί του καιρού και της οικονομίας. Άλλωστε όταν δύο νέοι θέλουν τόσο πολύ ο ένας τον άλλο δε το πολυσκέφτονται. Οι νεολαία κάνει τρέλες για τον έρωτα και το πάθος και σίγουρα αυτό ήταν μια τρέλα και για τους δύο, καθώς δεν ξέραμε τίποτα ο ένας για τον άλλο παρά μόνο τα ονόματα.
 
Στο Ακρωτήρι η αλήθεια είναι ότι δεν είπαμε και πολλά λόγια. Σχεδόν κουβέντα, απλά χορεύαμε, πίναμε, χαμογελούσαμε ο ένας στον άλλο ανταλλάσσοντας ματιές όλο υπονοούμενα και φιλιόμασταν. Σεξουαλική επαφή δεν υπήρξε εκείνο το βράδυ και καλύτερα να σας πω την αλήθεια, διότι θα μου κατέστρεφε την έννοια του παραμυθιού. Άλλωστε αυτό δε το επιδίωξα ούτε εγώ πόσο μάλλον και εκείνη καθώς ξέραμε ότι αυτή η ιστορία με εμάς τους δύο θα είχε μέλλον. Απλά μείναμε μέσα σε εκείνο το θρυλικό Σεατάκι που είχα τότε, μέχρι τις 9 το πρωί σε μια παραλία στην Ανάβυσσο με κατεβασμένα τα καθίσματα να κοιτάμε ο ένας τον άλλο και να λαγοκοιμόμαστε. Έτσι απλά έγιναν όλα. Η πρώτη γνωριμία, η πρώτη κουβέντα διάρκειας πέντε λεπτών, τα πρώτα ποτά, οι πρώτες αγκαλιές, τα πρώτα φιλιά.
 
Αμέσως μετά κατά τις 10 το πρωί κάναμε μια βουτιά στη παραλία, όπως ήμασταν χίμα με το εσώρουχα (ακόμα θυμάμαι εκείνο το παππού που έκανε μπάνιο στην ίδια παραλία με εμάς πως μας κοίταγε) φάγαμε πρωινό και την πήγα σπίτι της. Εκεί λίγο πριν την αφήσω και ανέβει πάνω, μου λέει. "Καλοκαίρι είναι θα ήθελες να πάμε κάπου οι δυο μας". Εγώ εκεί ξεροκατάπια, φοιτητής βλέπεται το πορτοφόλι μου εξαρτιόταν από τις ορέξεις και τα κέφια του πατέρα μου αλλά πάνω στη τρέλα της εφηβείας της απάντησα θετικά. "Πάνω να μαζέψω δυο ρούχα, να πω και στα κορίτσια (οι δυο κοπέλες που έμεναν μαζί) που θα είμαι για να μην ανησυχούν και σε πέντε λεπτά θα είμαι κάτω".
 
Και έτσι απλά ξεκινήσαμε, με λιγοστά χρήματα για άγνωστο προορισμό και καταλήξαμε τελικά μετά από πολλές αλλαγές προορισμών για Λευκάδα, καθώς ένα φιλαράκι διατηρούσε εκεί ξενοδοχείο και τουλάχιστον ο ύπνος θα ήταν τσάμπα αφού αυτός είχε φαγωθεί να πάω και να παώ. Περάσαμε 7 ημέρες απίστευτες, όλο ήλιο, μπάνιο, ξενύχτια, ποτά (πολλά ποτά) και κυρίως πολύ sex. Ουσιαστικά σε εκείνες τις διακοπές τελείωσαν και οι ανέμελες στιγμές μας.
 
Μετά γυρίσαμε πίσω και η σκληρή καθημερινότητα μπήκε στη ζωή μου. Εγώ προσπαθούσα να βρω δουλειά αλλά δεν έπαιζε τίποτα που να ικανοποιούσε των ιδρώτα μου πάνω στα βιβλία και εκείνη αρνιόταν πεισματικά να εγκαταλείψει εκείνη τη γαμημένη δουλειά στο κωλομάγαζο. Πόσες καβγάδες είχαμε κάνει, εκεί αυτή ανένδοτη. Κάθε βράδυ που ετοιμαζόταν να φύγει, ήταν σαν να με μαχαίρωνες, σαν να με έπνιγες. Μόνο η σκέψη του τι μπορεί να έκανε ή τι μπορεί να της έκανε κάθε μεθυσμένος άνδρας με τρέλαινε σε βαθμό υστερίας. Και όμως με αυτά και με αυτά πέρασε ο Χειμώνας. Ένας Χειμώνας που χαμογέλαγα μόνο όταν ήταν πλάι.
 
Το δεύτερο καλοκαίρι που θα ήμασταν μαζί έφτασε και ενώ είχα βρει δουλειά και είχα κάποια χρήματα στην άκρη, ετοιμαζόμουν να τις κάνω κάποια έκπληξη για τις καλοκαιρινές μας διακοπές. Και εκεί ήταν που μου ήρθε το σοκ. "Θα φύγω για 3 μήνες για τη πατρίδα μου, διότι έχω να δω τους γονείς μου τρία χρόνια", μου είπε. Εννοείται πως η πρόταση συνοδευόταν στο να πάω και εγώ μαζί της. Τελικά δε πήγα. Δε ξέρω αν το έκανε για να με δοκιμάσει, για να δει αν ήθελα να γνωρίσω τους δικούς της και αν αντιμετώπιζα σοβαρά τη σχέσης μας ή αν απλά ήθελε να γλιτώσει από εμένα και με αυτό το τρόπο μου έδειχνε τη πόρτα της εξόδου. Αυτό είναι ένα ερώτημα που θα μείνει για πάντα αναπάντητο. Η ουσία είναι ότι τελικά δε πήγα. Και έτσι πέρασε ένα από τα χειρότερα καλοκαίρια της ζωής μου, καθηλομένος στη γαμημένη Αθήνα, μα πάνω απ΄όλα μόνος.
 
Όταν επέστρεψε τα βράδια δεν ήταν ίδια. Οι τσακωμοί ήταν πλέον καθημερινοί. Ο έρωτας και το πάθος μετατράπηκαν σε απίστευτες σκηνές τσακωμού, ζήλιας, ψεμάτων και από τις δύο πλευρές. Τελικά σταμάτησε τη δουλειά στο μαγαζί, αυτό ήταν το μοναδικό καλό της υπόθεσης και βρήκε δουλειά σε μαγαζί με ρούχα σαν πωλήτρια. Μισθός 600€ καθαρά το μήνα, δύσκολα σίγουρο για μια κοπέλα που μπορεί αυτά τα λεφτά να τα έβγαζε σε ένα βράδυ. Ξαφνικά στη ζωής μας μπήκε η Ελένη, μια καργιόλα ολικής, Ελληνίδα η οποία τη ξεμυάλιζε όσο δεν έπαιρνε. Ποτέ της δε με χώνεψε και ποτέ μου δε τη χώνεψα, από τη πρώτη στιγμή. Η μαντάμ είχε τρελά κονέ με πλούσιους αεριτζίδες και όλο έλεγε στη δικιά μου. "Μα τι δουλειά έχεις εσύ με εκείνο το μπατίρη, τι μπορεί να σου προσφέρει". Ναι Ναι Ναι, έτσι ακριβώς το άκουσα μια φορά που ξέχασε η δικιά μου το κινητό της ανοιχτό μετά από κλήση δική μου.
 
Έτσι αρχίσαμε σιγά τους καφέδες, κάπου κάπου καμία βραδινή έξοδο για ποτάκι, τα μηνυματάκια στο κινητό και τις κλήσεις σε ακατάλληλες ώρες. Ένα βράδυ που ήξερα ότι θα είναι σε ένα club στα βόρεια προάστια με είχε τυφλώσει το πάθος και δεν άντεξα τη παρακολούθησα. Εκεί τη είδα μέσα στο club με μια παρέα από 5-6 σαραντάριδες αυτή και δυο τρεις άλλες καριόλες να πίνουν σαμπάνια, να γελάνε, να χορεύουνε. Δεν άντεξα και τις επιτέθηκα με βρισιές. Αυτή έμεινε κόκαλο. Όλο το μαγαζί με κοίταγε να της ουρλιάζω και ευθείς ένοιωσα 3 μαντραχαλάδες να προσπαθούν να με πετάξουν έξω.  
 
Εκνευρίστηκα όσο δεν έπαιρνε και τη περίμενα απέξω από το μαγαζί. Αυτό που με πείραξε περισσότερο όμως δεν είναι ότι την είδα με άλλους άνδρες αλλά ότι δεν έτρεξε από πίσω υποθέτοντας ότι οι μπράβοι θα μπορούσαν να με είχαν κάνει τόπι στο ξύλο, αλλά προτίμησε να συνεχίσει τη διασκέδαση της. Τελικά γύρω στις 5 το πρωί, βγαίνει τύφλα στο μεθύσι και υποβασταζόμενη από ένα σαραντάρι της παρέας ο οποίος τη πήγαινε στο αυτοκίνητο του. Πετάγομαι σαν ταύρος από το αμάξι και γυρνάω και του κάνω. "Παππού νομίζεις ότι θα γαμήσεις, θα σου σπάσω το κεφάλι". Σίγουρα αυτός χέστηκε και λόγω ότι γυάλιζε το μάτι μου και λόγω της σωματικής μου διάπλασης και σηκώθηκε και έφυγε.
 
Την πήγα σπίτι μας, αλλά δε της είπα τίποτα, δεν ήταν άλλωστε σε θέση να της πω τίποτα. Την επόμενη μέρα όμως έπεσε ο χειρότερος τσακωμός, σε σημείο να φωνάξουν οι γείτονας την αστυνομία φοβούμενοι μη την σκοτώσω. Σε εκείνο το σημείο και ενώ εκείνη εξακολουθούσε να μου λέει ότι με αγαπάει εγώ έκανα το μοιραίο λάθος. Της θύμισα το αμαρτωλό παρελθόν της λέγοντας της ότι "Πουτάνα σε κωλόμπαρο σε γνώρισα, δε μπορείς να αλλάξεις τις παλιές σου συνήθειες". Από εκείνη τη στιγμή δε μου ξαναμίλησε ποτέ, μα ποτέ, μα ποτέ. Και η όλη ειρωνεία είναι πως η τελευταία κουβέντα που άκουσα από τα χείλη της είναι ότι με αγαπάει. Και αυτό είναι που σκέφτομαι και με τρελαίνει.
 
Ευθείς πήγε στο υπνοδωμάτιο, κλείδωσε τη πόρτα και άρχισε να κλαίει. Συνέχεια την άκουγα να κλαίει, όλο το βράδυ. Εγώ την επόμενη μέρα σηκώθηκα να πάω στη δουλειά και όταν γύρισα δε τη βρήκα στο σπίτι. Είχε μαζέψει όλα της πράγματα. Δε ξέρω γιατί αλλά δε με ξάφνιασε αυτή η κίνηση της. Δε τη πήρα τηλέφωνο και δε προσπάθησα να τη βρω. Απλά κλείστηκα στον εαυτό μου προσπαθώντας να βρω τη ψυχική υγεία και ηρεμία να συνεχίσω τη ζωή μου χωρίς αυτή στη καθημερινότητα μου.
 
Έτσι πέρασαν 3 μήνες μέχρι τη στιγμή που κάποιοι φίλοι μου, μου είπαν ότι την είδαν να δουλεύει σε strip-club στη Συγγρού. Λυπήθηκα για αυτή αλλά δε προσπάθησα να τη βρω. Δεν ήθελα να τη δω. Ένα άλλο βράδυ, κανένα εξάμηνο περίπου μετά, που πήγα με φίλους σε ένα άλλο strip-club την είδα. Εκείνη έκανε ότι δε με έβλεπε. Ένοιωσα αηδία και σηκώθηκα και έφυγα. Μετά από μια ώρα μου ήρθε ένα μήνυμα στο κινητό από άγνωστο αριθμό. "Μου έχεις λείψει" έγραφε. Ευθείς γυρνάω στο μαγαζί, ψάχνοντας να τη βρω. Αλλά τα γκαρσόνια μου είπαν ότι ένιωσε με ξαφνική αδιαθεσία και έχει ήδη φύγει.
 
Από τότε πέρασαν 3 χρόνια. Σε αυτά τα 3 χρόνια άλλαξαν πολλά. Εγώ γνώρισα μια γυναίκα που με αγαπάει και δε μου έχει ποτέ δικαίωμα για τίποτα και ο Θεός μου χάρισε ένα μικρό κοριτσάκι που το αγαπάω περισσότερο από τον ίδιο μου το εαυτό. Το μόνο που έμεινε να μου τη θυμίζει είναι ένα album με φωτογραφίες από εκείνες της διακοπές στη Λευκάδα, ένα blog που διατηρεί στο οποίο ανεβάζει που και που καμία γυμνή-καλλιτεχνική φωτογραφία και ένα profile στο facebook. Από μακρία ίσως είναι καλύτερα. 

Vitsi