25 Νοε 2008

ΕΝΑΣ ΑΝΑΜΕΝΟΜΕΝΟΣ ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Ξανά στο παλιό μου στέκι .
Πριν κάτσω στο « τραπέζι μου » και έρθει χωρίς να πω τίποτα το « μπουκάλι μου » , άκουσα 3-4 «χαθήκατε » ( ο πορτιέρης και ο τύπος στην είσοδο , ο μαιτρ και τα γκαρσόνια ) .
Υπέροχες γυναίκες και πολλές . Οι πιο πολλές γνωστές .
Πέρασαν όλες για μία καλησπέρα .
Αν και όταν θα επέλεγα παρέα , αν δεν είχα την συνηθισμένη εδώ και καιρό συντροφιά μου , ίσως να έρχονταν , να τσιμπήσουν κανένα ποτάκι , καμία καρτούλα .
Αλλά σέβονται η μία την άλλη , έχουν δεοντολογία οι στριπτητζούδες .
Πάντως όλες έκαναν την κοινότοπη παρατήρηση , ότι είχα χαθεί .
«Να σου φωνάξω την ... », ρώτησε ένα μικρό συμπαθέστατο κοριτσάκι . Αλήθεια πως το έλεγαν , που το ήξερα , θυμόμουν το όνομά της . Α ναι εκείνο το βράδυ που ήθελε 2-3 κάρτες για να πάρει ταξί .
« Άστηνε μωρέ μην είναι με πελάτη » .
« Δεν είναι , δεν κατέβηκε ακόμη » .
« Άστηνε τόμαθε πως είμαι εδώ , αν θέλει έρχεται »
«Πάλι τσακωμένοι είστε »
« … »
« Θα βάλεις ένα μικρό για σεφτέ »
« Αργότερα … »
« Αργότερα μωρό μου μη χάνεσαι »
Και το σόου προχώρησε λίγο . Τα ίδια . Τα ίδια για κάποιον που κάποτε πήγαινε 3-4 φορές την εβδομάδα στο μαγαζί αυτό .
Κατέβηκε εν τέλει .
Φορούσε ό,τι πιο πουτανίστικο μπορούσε να αντέξει αυτό το υπέροχο κορμί που είχα λατρέψει .
Με είδε .
Άρχισε γύρες .
Μα με ποιον να μου κάνει εφέ ; Το μαγαζί ήταν άδειο .
Έκατσε σε ένα τραπέζι με την κλίκα της . Έκανε τάχα μου ντε ότι δεν με είδε.
Περίμενε μία κίνηση , ένα νεύμα να την καλέσω .
Με κοίταξαν .
Σηκώθηκε σε λίγο και ήρθε κοντά μου
« Γεια , να κάτσω ? »
« Κάτσε »
« Γιατί χάθηκες »
« Και εσύ χάθηκες . Τι γίνεσαι »
Γαμώ το κέρατό μου . Θέλω να σου πω τόσα πράγματα . Και δεν μου βγαίνουνε , Θέλω να το παίξω σκληρός και υπεράνω , και ταυτόχρονα θέλω να σε πάρω στην αγκαλιά μου και να σε πνίξω στα φιλιά , όπως τότε .
« Καλά εσύ τι κάνεις ? »
Κοιτάζω τα υπέροχα μάτια της και εκείνο το μεγάλο φιλήδονο στόμα . Νιώθω το άρωμά της να με πλημμυρίζει . Το χέρι μου προχωρεί προς το βελούδινο δέρμα της . Συνέρχομαι . Σταματάω .
« Κερνάς τίποτα ? »
« Λίγα πράγματα …»
« Θα φύγω . Ξέρεις δεν θα πεινάσω χωρίς εσένα . Δουλεύω καλά και χωρίς εσένα , τι θέλεις χορούς , να σου τον παίξω , να σου κάνω πίπα?» Και αρχίζει να κλαίει .
« Έρχεσαι και μου γαμάς την ψυχολογία , Μου διαλύεις το μυαλό . Γιατί δεν με δέχεσαι όπως είμαι ? Γιατί μου ζητάς τόσα πολλά ? Έρχεσαι βάζεις 2 ποτά και μετά αν δεν σε πάρω τηλέφωνο να γαμηθούμε χάνεσαι μήνες ? Και τι κάνεις μου λες να με πληρώνεις και να μου δίνεις λεφτά στο χέρι και όχι εδώ , μετά από 18 μήνες , στριπτητζού είμαι όχι πουτάνα , γαμιέμαι με όποιον γουστάρω όποτε γουστάρω , ούτε λεφτά θέλω ούτε αυτοκίνητο , ούτε διαμέρισμα , αν θέλεις έλα βάλε ένα ποτό , όπως έκανες παλιά. Κάνε με να αισθανθώ μαζί σου όπως παλιά . Τρέλανε με με αυτά που μου λες . Δεν ζητάω πολλά ! »
« Έλα το μαγαζί μας κοιτάζει ! »
« Να κοιτάζει , σε θέλω δεν το καταλαβαίνεις ? Απλά στο κρεβάτι μαζί σου πρέπει να θέλω και εγώ , να μπορώ και εγώ , είναι αλλιώς μαζί σου. Θέλω ένα δυνατό . Από το μπουκάλι μου , δεν θα σε ξοδέψω . » Πίνει 4 , από το μπουκάλι της . Καλά θα αφήσω κάτι και εγώ στο μαγαζί γι΄αυτήν . « Με αντιμετωπίζεις σαν πουτάνα , σαν τελευταία . Δεν είμαι έτσι μαζί σου . Νόμιζα ότι είσαι διαφορετικός . Να μην ξανάρθεις . Η μάλλον θα σε δω την Πέμπτη νωρίς . Και μετά δεν θα ξανάρθεις . »
« Ούτε την Πέμπτη θα σε δω και θα ξανάρθω . Θέλω να βλέπω αν είσαι καλά »
«Καλά είμαι και καλά θα είμαι . Και χωρίς εσένα πολύ καλύτερα »
Και φεύγει .
Έβαλα 2 ποτάκια σε δύο «φίλες » . Ευγενικά δεν πήρα τα τηλέφωνά τους .
Έφυγα .
Ένιωθα παράξενα .
Τέλειωσε άλλη μία ιστορία με ένα κορίτσι της νύχτας .
Μωρό μου , σε χαιρετώ . Ελπίζω να είσαι καλά . Κρατάω τα καλά . Κάποτε ίσως σου πω όλα όσα αισθάνθηκα για σένα και ποτέ δεν με άφησες να σου πω . Κάποτε ίσως μου πεις και συ κάτι που να έχει σημασία . Πάντως ενίοτε σε αγάπησα .
Ποτέ δεν θα καταλάβω γιατί όσο σου φερόμουν όμορφα μου φερόσουν σαν πουτάνα . Και όποτε σου φερόμουν σαν πουτάνα κόλλαγες πάνω μου σαν βδέλλα .
Γεια χαρά .
Θα σε θυμάμαι .
Ρ.