Ήτο ώρα δύσκολη . Δυσκοίλια , στριμόκωλη και συναχωμένη. Όξω είχε βρέξει , αλλά ήτο θέρος και είχε βάλει μια υγρασία να κολάει το σώβρακο στην κωλοτρυπίδα σου και μετά να πετάς κάτι καντήλες σαν προπολεμικό τάλαρο . Εκείνος έπινε καϊπιρίνια με κάτι φίλους του στο Βραζιλιάνικο χλιδαμπουροφαγάδικο της Γλυφάδας , αφού είχανε ξεσκιστεί στη μασαμπούκα , απορώντας γιατί δε γράφουνε οι κοιλιακοί τους ένα βραδάκι γύρω στη μία μεταμεσονύκτια , παρακολουθώντας όξω τη βρόχα που έπιπτε ράιτ θρου .
Αίφνης , τον ένα τον πήρε η γυναίκα του , τον άλλον η γκόμενά του και τον 3ο μια ρωσσίδα βίζιτα , που του είπε ότι τον περίμενε στο χοτέλι που έχει το όνομα του κοτέρατου του συχωρεμένου του Νιάρχου . Εκείνοι την πουλέψανε σαν να τους κυνηγάγανε δαίμονες , αφού τακτοποιήσανε το λογαριασμό , για να πάει ο καθείς να βρει την τύχη του .
Εκείνος έμεινε να κοιτάει κάτι ξέκωλες βραζιλιάνες που χορεύανε ανάμεσα σε πουρούς και πουράτους , είχε νικήσει προ ολίγου η Seleção και κουνάγανε χαριτωμένα τις κωλάρες τους , και γενικά παρουσιάζανε ένα θέαμα μέγκλα ενω η βρόχα είχε κοπάσει και δεν έπιπτε πλέον στρέιτ θρου .
Εκεί που πήγε να γεμίσει στον κενό χώρο , ενεφανίσθη ένας μπίχλας μανατζερόφατσας , και μάζεψε τις σεισοπυγίδες , και τις έβαλε μέσα να τις πάει προφανώς για νάνι στα ξενοδοχεία και συμπτωματικά μετά την κοπανήσανε και κάτι πουράτοι με μερσεντικά . Έτσι μείναμε με το πέουλα εις το χέρι και ο καιρός ξανάκλεινε και σε λίγο θα άρχιζε να πίπτει η βρόχα ράιτ θρου .
Εκείνος δεν το έβαλε κάτω , πήρε το αμάξι του , άναψε και ένα τσιγαράκι κίνγκ σάιζ , και ξεκίνησε για τους γνωστούς προορισμούς , διότι τον είχανε φτιάξει οι καριόλες και έπρεπε να βρει διέξοδο επειγόντως , διότι στα 75 εκτός από το ότι δε λέει , είναι και επικίνδυνο για καρδιές κ.λπ. να προβαίνεις στις κατά μόνας ηδονες , καλοκαιριάτικο με υγρασία χωρίς ούτε μια ψιχαλίτσα να πίτπει στρέι θρου .
Ώρα 2.30 και κάτι ψιλά . Γνωστό στριποκωλόμπαρο Β΄ Εθνικής Κατηγορίας . Καθημερινή . Απ΄ όξω αυτοκίνητα . Πολλά αυτοκίνητα , για καθημερινή . Εισερχόμεθα χωρίς πολλές προσδοκίες , διότι η νύξ ήτο ολίγον μουντή και σκότεινη , αν και βρόχα δεν έπιπτε ράιτ θρου .
Εξυπηρετικοί λαμογιοειδείς περιποιητές του καταστήματος μας καθίζουνε στον καναπέ , μας φέρνουνε το προβλεπόμενο νερό που καίει με τα δέοντα μπαγιάτικα αλμυρά - κάτι σαν - φυστίκια . Κοσμός πολύς όλος παραδόξως δεν υπάρχει μέσα . Αλλά δεν ανεβαίνουνε και απάνου στο κουρτινοπριβέ , ούτε ποτά κερνάνε , οι κερίες στα τραπέζια , φόλα νούμερο 22 φάγαμε , χέστα , καλύτερα ήταν μια φορά στο Τζέρσι Σίτυ που μας τα πήρε μια Πορτορικάνα μια σε ένα ζάδικο που έπαιζε έμινεμ και όξω η βρόχα έπιτε στρειτ θρου .
Η συνέχεια στο επόμενο .