15 Ιουλ 2010

ΕΝΑ VITSIόζικο Love Story

Ο  φίλος  Vitsi  μοιράζεται  μαζί μας  την  προσωπική  του  ιστορία . Τη  δημοσιεύω  άνευ σχολίων .


Ειλικρινά δε ξέρω από που να ξεκινήσω και από που να τελειώσω. Το μόνο σίγουρο είναι ότι εκείνα τα 2 χρόνια συνέβησαν πολλά...... πάρα πολλά. Ήταν σαν σήμερα πριν από 5 χρόνια (αλήθεια πέρασαν τόσο γρήγορα) στο τέλος της δέκατης-πέμπτης και ξημερώματα της δέκατης-έκτης μέρας του Ιουλίου, ξημερώματα Σαββάτου αν θυμάμαι καλά. Αποφάσισα για πολλοστή φορά να ακολουθήσω τους φίλους μου σε ένα strip-club της Λεωφ. Συγγρού, χωρίς να ξέρω ότι η βραδιά ήταν δική μου. Εικοσιτεσσέρων χρονών τότε φοιτητής χωρίς πολλές έννοιες και σκοτούρες στο κεφάλι μου, μόλις είχε τελειώσει εκείνη την ημέρα η εξεταστική και το καλοκαίρι ήταν έτοιμο να ξεδιπλωθεί μπροστά μας με σίγουρα έντονες συγκινήσεις.

Εκείνο το βράδυ γνώρισα τη πρώτη μου σοβαρή σχέση, τη σχέση που μου άλλαξε τη ζωή και με πέρασε σε μια άλλη διάσταση στο πως θα σκεφτόμουν τα πράγματα και με τι σοβαρότητα θα αντιμετώπιζα τη ζωή από εκείνο το σημείο εκκίνησης. Που να το ήξερα όταν έμπαινα μέσα στο μαγαζί εκεί κάπου στις 3 τα ξημερώματα. Κάθισα στο καναπέ που ήδη καθόταν αυτή. Αμέσως μου χαμογέλασε και της χαμογέλασα. "Θα με κεράσεις ένα ποτό", μου είπε. "Και γιατί δε θέλεις αυτό το ποτό να στο κεράσω στο Ακρωτήρι" της απάντησα. "Περίμενε με πέντε λεπτά να αλλάξω και φύγαμε". Έτσι απλά χωρίς πολλά πολλά λόγια και περιττές κουβέντες περί του καιρού και της οικονομίας. Άλλωστε όταν δύο νέοι θέλουν τόσο πολύ ο ένας τον άλλο δε το πολυσκέφτονται. Οι νεολαία κάνει τρέλες για τον έρωτα και το πάθος και σίγουρα αυτό ήταν μια τρέλα και για τους δύο, καθώς δεν ξέραμε τίποτα ο ένας για τον άλλο παρά μόνο τα ονόματα.
 
Στο Ακρωτήρι η αλήθεια είναι ότι δεν είπαμε και πολλά λόγια. Σχεδόν κουβέντα, απλά χορεύαμε, πίναμε, χαμογελούσαμε ο ένας στον άλλο ανταλλάσσοντας ματιές όλο υπονοούμενα και φιλιόμασταν. Σεξουαλική επαφή δεν υπήρξε εκείνο το βράδυ και καλύτερα να σας πω την αλήθεια, διότι θα μου κατέστρεφε την έννοια του παραμυθιού. Άλλωστε αυτό δε το επιδίωξα ούτε εγώ πόσο μάλλον και εκείνη καθώς ξέραμε ότι αυτή η ιστορία με εμάς τους δύο θα είχε μέλλον. Απλά μείναμε μέσα σε εκείνο το θρυλικό Σεατάκι που είχα τότε, μέχρι τις 9 το πρωί σε μια παραλία στην Ανάβυσσο με κατεβασμένα τα καθίσματα να κοιτάμε ο ένας τον άλλο και να λαγοκοιμόμαστε. Έτσι απλά έγιναν όλα. Η πρώτη γνωριμία, η πρώτη κουβέντα διάρκειας πέντε λεπτών, τα πρώτα ποτά, οι πρώτες αγκαλιές, τα πρώτα φιλιά.
 
Αμέσως μετά κατά τις 10 το πρωί κάναμε μια βουτιά στη παραλία, όπως ήμασταν χίμα με το εσώρουχα (ακόμα θυμάμαι εκείνο το παππού που έκανε μπάνιο στην ίδια παραλία με εμάς πως μας κοίταγε) φάγαμε πρωινό και την πήγα σπίτι της. Εκεί λίγο πριν την αφήσω και ανέβει πάνω, μου λέει. "Καλοκαίρι είναι θα ήθελες να πάμε κάπου οι δυο μας". Εγώ εκεί ξεροκατάπια, φοιτητής βλέπεται το πορτοφόλι μου εξαρτιόταν από τις ορέξεις και τα κέφια του πατέρα μου αλλά πάνω στη τρέλα της εφηβείας της απάντησα θετικά. "Πάνω να μαζέψω δυο ρούχα, να πω και στα κορίτσια (οι δυο κοπέλες που έμεναν μαζί) που θα είμαι για να μην ανησυχούν και σε πέντε λεπτά θα είμαι κάτω".
 
Και έτσι απλά ξεκινήσαμε, με λιγοστά χρήματα για άγνωστο προορισμό και καταλήξαμε τελικά μετά από πολλές αλλαγές προορισμών για Λευκάδα, καθώς ένα φιλαράκι διατηρούσε εκεί ξενοδοχείο και τουλάχιστον ο ύπνος θα ήταν τσάμπα αφού αυτός είχε φαγωθεί να πάω και να παώ. Περάσαμε 7 ημέρες απίστευτες, όλο ήλιο, μπάνιο, ξενύχτια, ποτά (πολλά ποτά) και κυρίως πολύ sex. Ουσιαστικά σε εκείνες τις διακοπές τελείωσαν και οι ανέμελες στιγμές μας.
 
Μετά γυρίσαμε πίσω και η σκληρή καθημερινότητα μπήκε στη ζωή μου. Εγώ προσπαθούσα να βρω δουλειά αλλά δεν έπαιζε τίποτα που να ικανοποιούσε των ιδρώτα μου πάνω στα βιβλία και εκείνη αρνιόταν πεισματικά να εγκαταλείψει εκείνη τη γαμημένη δουλειά στο κωλομάγαζο. Πόσες καβγάδες είχαμε κάνει, εκεί αυτή ανένδοτη. Κάθε βράδυ που ετοιμαζόταν να φύγει, ήταν σαν να με μαχαίρωνες, σαν να με έπνιγες. Μόνο η σκέψη του τι μπορεί να έκανε ή τι μπορεί να της έκανε κάθε μεθυσμένος άνδρας με τρέλαινε σε βαθμό υστερίας. Και όμως με αυτά και με αυτά πέρασε ο Χειμώνας. Ένας Χειμώνας που χαμογέλαγα μόνο όταν ήταν πλάι.
 
Το δεύτερο καλοκαίρι που θα ήμασταν μαζί έφτασε και ενώ είχα βρει δουλειά και είχα κάποια χρήματα στην άκρη, ετοιμαζόμουν να τις κάνω κάποια έκπληξη για τις καλοκαιρινές μας διακοπές. Και εκεί ήταν που μου ήρθε το σοκ. "Θα φύγω για 3 μήνες για τη πατρίδα μου, διότι έχω να δω τους γονείς μου τρία χρόνια", μου είπε. Εννοείται πως η πρόταση συνοδευόταν στο να πάω και εγώ μαζί της. Τελικά δε πήγα. Δε ξέρω αν το έκανε για να με δοκιμάσει, για να δει αν ήθελα να γνωρίσω τους δικούς της και αν αντιμετώπιζα σοβαρά τη σχέσης μας ή αν απλά ήθελε να γλιτώσει από εμένα και με αυτό το τρόπο μου έδειχνε τη πόρτα της εξόδου. Αυτό είναι ένα ερώτημα που θα μείνει για πάντα αναπάντητο. Η ουσία είναι ότι τελικά δε πήγα. Και έτσι πέρασε ένα από τα χειρότερα καλοκαίρια της ζωής μου, καθηλομένος στη γαμημένη Αθήνα, μα πάνω απ΄όλα μόνος.
 
Όταν επέστρεψε τα βράδια δεν ήταν ίδια. Οι τσακωμοί ήταν πλέον καθημερινοί. Ο έρωτας και το πάθος μετατράπηκαν σε απίστευτες σκηνές τσακωμού, ζήλιας, ψεμάτων και από τις δύο πλευρές. Τελικά σταμάτησε τη δουλειά στο μαγαζί, αυτό ήταν το μοναδικό καλό της υπόθεσης και βρήκε δουλειά σε μαγαζί με ρούχα σαν πωλήτρια. Μισθός 600€ καθαρά το μήνα, δύσκολα σίγουρο για μια κοπέλα που μπορεί αυτά τα λεφτά να τα έβγαζε σε ένα βράδυ. Ξαφνικά στη ζωής μας μπήκε η Ελένη, μια καργιόλα ολικής, Ελληνίδα η οποία τη ξεμυάλιζε όσο δεν έπαιρνε. Ποτέ της δε με χώνεψε και ποτέ μου δε τη χώνεψα, από τη πρώτη στιγμή. Η μαντάμ είχε τρελά κονέ με πλούσιους αεριτζίδες και όλο έλεγε στη δικιά μου. "Μα τι δουλειά έχεις εσύ με εκείνο το μπατίρη, τι μπορεί να σου προσφέρει". Ναι Ναι Ναι, έτσι ακριβώς το άκουσα μια φορά που ξέχασε η δικιά μου το κινητό της ανοιχτό μετά από κλήση δική μου.
 
Έτσι αρχίσαμε σιγά τους καφέδες, κάπου κάπου καμία βραδινή έξοδο για ποτάκι, τα μηνυματάκια στο κινητό και τις κλήσεις σε ακατάλληλες ώρες. Ένα βράδυ που ήξερα ότι θα είναι σε ένα club στα βόρεια προάστια με είχε τυφλώσει το πάθος και δεν άντεξα τη παρακολούθησα. Εκεί τη είδα μέσα στο club με μια παρέα από 5-6 σαραντάριδες αυτή και δυο τρεις άλλες καριόλες να πίνουν σαμπάνια, να γελάνε, να χορεύουνε. Δεν άντεξα και τις επιτέθηκα με βρισιές. Αυτή έμεινε κόκαλο. Όλο το μαγαζί με κοίταγε να της ουρλιάζω και ευθείς ένοιωσα 3 μαντραχαλάδες να προσπαθούν να με πετάξουν έξω.  
 
Εκνευρίστηκα όσο δεν έπαιρνε και τη περίμενα απέξω από το μαγαζί. Αυτό που με πείραξε περισσότερο όμως δεν είναι ότι την είδα με άλλους άνδρες αλλά ότι δεν έτρεξε από πίσω υποθέτοντας ότι οι μπράβοι θα μπορούσαν να με είχαν κάνει τόπι στο ξύλο, αλλά προτίμησε να συνεχίσει τη διασκέδαση της. Τελικά γύρω στις 5 το πρωί, βγαίνει τύφλα στο μεθύσι και υποβασταζόμενη από ένα σαραντάρι της παρέας ο οποίος τη πήγαινε στο αυτοκίνητο του. Πετάγομαι σαν ταύρος από το αμάξι και γυρνάω και του κάνω. "Παππού νομίζεις ότι θα γαμήσεις, θα σου σπάσω το κεφάλι". Σίγουρα αυτός χέστηκε και λόγω ότι γυάλιζε το μάτι μου και λόγω της σωματικής μου διάπλασης και σηκώθηκε και έφυγε.
 
Την πήγα σπίτι μας, αλλά δε της είπα τίποτα, δεν ήταν άλλωστε σε θέση να της πω τίποτα. Την επόμενη μέρα όμως έπεσε ο χειρότερος τσακωμός, σε σημείο να φωνάξουν οι γείτονας την αστυνομία φοβούμενοι μη την σκοτώσω. Σε εκείνο το σημείο και ενώ εκείνη εξακολουθούσε να μου λέει ότι με αγαπάει εγώ έκανα το μοιραίο λάθος. Της θύμισα το αμαρτωλό παρελθόν της λέγοντας της ότι "Πουτάνα σε κωλόμπαρο σε γνώρισα, δε μπορείς να αλλάξεις τις παλιές σου συνήθειες". Από εκείνη τη στιγμή δε μου ξαναμίλησε ποτέ, μα ποτέ, μα ποτέ. Και η όλη ειρωνεία είναι πως η τελευταία κουβέντα που άκουσα από τα χείλη της είναι ότι με αγαπάει. Και αυτό είναι που σκέφτομαι και με τρελαίνει.
 
Ευθείς πήγε στο υπνοδωμάτιο, κλείδωσε τη πόρτα και άρχισε να κλαίει. Συνέχεια την άκουγα να κλαίει, όλο το βράδυ. Εγώ την επόμενη μέρα σηκώθηκα να πάω στη δουλειά και όταν γύρισα δε τη βρήκα στο σπίτι. Είχε μαζέψει όλα της πράγματα. Δε ξέρω γιατί αλλά δε με ξάφνιασε αυτή η κίνηση της. Δε τη πήρα τηλέφωνο και δε προσπάθησα να τη βρω. Απλά κλείστηκα στον εαυτό μου προσπαθώντας να βρω τη ψυχική υγεία και ηρεμία να συνεχίσω τη ζωή μου χωρίς αυτή στη καθημερινότητα μου.
 
Έτσι πέρασαν 3 μήνες μέχρι τη στιγμή που κάποιοι φίλοι μου, μου είπαν ότι την είδαν να δουλεύει σε strip-club στη Συγγρού. Λυπήθηκα για αυτή αλλά δε προσπάθησα να τη βρω. Δεν ήθελα να τη δω. Ένα άλλο βράδυ, κανένα εξάμηνο περίπου μετά, που πήγα με φίλους σε ένα άλλο strip-club την είδα. Εκείνη έκανε ότι δε με έβλεπε. Ένοιωσα αηδία και σηκώθηκα και έφυγα. Μετά από μια ώρα μου ήρθε ένα μήνυμα στο κινητό από άγνωστο αριθμό. "Μου έχεις λείψει" έγραφε. Ευθείς γυρνάω στο μαγαζί, ψάχνοντας να τη βρω. Αλλά τα γκαρσόνια μου είπαν ότι ένιωσε με ξαφνική αδιαθεσία και έχει ήδη φύγει.
 
Από τότε πέρασαν 3 χρόνια. Σε αυτά τα 3 χρόνια άλλαξαν πολλά. Εγώ γνώρισα μια γυναίκα που με αγαπάει και δε μου έχει ποτέ δικαίωμα για τίποτα και ο Θεός μου χάρισε ένα μικρό κοριτσάκι που το αγαπάω περισσότερο από τον ίδιο μου το εαυτό. Το μόνο που έμεινε να μου τη θυμίζει είναι ένα album με φωτογραφίες από εκείνες της διακοπές στη Λευκάδα, ένα blog που διατηρεί στο οποίο ανεβάζει που και που καμία γυμνή-καλλιτεχνική φωτογραφία και ένα profile στο facebook. Από μακρία ίσως είναι καλύτερα. 

Vitsi 

14 Ιουλ 2010

Σιγά σιγά πέφτουν οι τίτλοι

Μια   εντυπωσιακή  ψηλή  κυρία , μια  εξ ίσου  εντυπωσιακή  ψηλή  κυρία , ένα  πιτσιρίκι  , ψωνίζανε  στην  Κεντρική  Αγορά . Με  μακριά  φορέματα  λαϊκής , μέχρι τον αστράγαλο . Μετά  ήρθε ένα  αυτοκινητάκι , μπήκανε  μέσα , φύγανε .

Ωραίες  εικόνες .

Αλλά  εσύ  ήσουνα  μαλάκας  Αντρέα  μου που  δεν είπες  τη  χαμογελαστή  σου  καλημέρα , αλλά  αντίθετα   το 'σκασες  σαν να  βλέπες  φαντάσματα .

Από την Κόλαση  του Δάντη .

Και  μετά  έστελνες  μηνυματάκια .

Κι  όμως , ήτανε  μια  λύτρωση .

Κάπου  τελειώνει μια  πορεία , κάπου  ξεθωριάζει  η  ιστορία . Το σήριαλ  είχε  αρχή  και πολλά  επεισόδια . Περιμένω  μαζί σας  να  δω  το τέλος .

Είμαι  περίεργος .

7 Ιουλ 2010

ΒΡΟΧΑ ΠΑΡΤΥ 2 Αποσπάσματα από έρωτες Επεισόδιον 3ον

Αντιμεθαύριο  μετά  από  μια  βδομάδα , 3  ώρες  , 36  λεπτά , και 26  δευτερόλεπτα  αφού  είχε  γράψει  το  τελευταίο  κεφάλαιο  των  απομνημονευμάτων  του  , ήτο  νυξ . Τέσσερις  παρά  τέταρτο  και  κάτι  ψηλά . Ήτο λίγο βραχνός , γιατί τον είχε  χτυπήσει  το ρεύμα  στο νεφρί , και  ας  ήταν Ιούλιος ( πουτάνα ηλικία ) τον τρώγανε  και  κάτι ψιλό αιμορροΐδες   και  πετάχτηκε  από  το κρεβάτι  του . Είχε  τα  νεύρα  του , συνέβαλε σε  αυτό  και  το τσούξιμο από τις  αιμορροΐδες  που  τον είχανε  τελείως  ζοχαδιάσει . Έπιασε  λίγο  τη  νέγκρα  του  που  είχε  αγοράσει για  να  αναπτύξει  το μεγάλο ταλέντο,  που  δεν είχε  , στην  κιθαροπαικτική , τουλάχιστον  είχε  καλό όργανο. Ούτε  εκεί βρήκε  παρηγοριά  , φοβήθηκε  και λίγο  να  γρατζουνάει  τη  κιθάρα  χαράματα , μη  του  φέρουνε  κάνα  καρακόλι , διότι  ο  καιρός  ήτο αίθριος  και  τα  παράθυρα  ανεωγμένα , αφού  βρόχα  δεν έπιπτε  ούτε  στρέι θρου  ουδέ  ραίτ θρου .
Σκέφτηκε  λοιπόν  να  κάνει  ένα  μεγάλο δώρο  στην  Αθρωπότητα  , και  να  συνεχίσει  τα  απομνημονεύματά  του , έβαλε  ένα  μεταξωτό  μαξιλαράκι  στην καρέκλα , έβαλε  ένα  Τζόνυ Μπλε  που  του  χε  φέρει  ο Γιώργος  στα  γενέθλια  του , άναψε  και  ένα  τσιγαράκι  ( κιγκ σάιζ ) , ξεκαπάκωσε  τη  μπεκατσομύτα  τη  Μοντ Μπλαν και  ατένιζε  το λευκό χαρτί  , σκεπτόμενος  και  πάλι μια  νύχτα  καλοκαιρινή  , που  η  ζεστή  βρόχα  έπιπτε  στρέιτ  θρου .
Ήτανε  να πούμε  όπως  είπαμε  εντός  του  κωλόμπαρου  , και  του  την  είχε  πέσει  η  ψηλή  η  μυστήρια  η  σοκολάτα  με  την αφάνα , ένεκα  της  παλαιάς  γνωριμίας , και  του  πάλαι ποτέ  έρωτος  να  πούμε . Φόραγε  ένα  στρινγκ τίποτας , και  από  πάνω  κάτι  σουτιέν  υπερενισχυμένα  διότι  εκεί  πάσχαμε . Εκείνος  τη  θερμομετρούσε  από μπρος  και από πίσω , ενώ  εκείνη  τούλεγε  πόσο τον  ηγάπα  , σπάζοντας  ένα  πολύ  γλυκό  χαμόγελο , μελιστάλαχτο  και  πουτανίστικο . Μετά  από  λίγο  τον  αρώτηξε  να  πάρει  ντρινγκ . Εκείνος   της  απήντηξε  ότι  ντριγκς  πλέον  δεν  κερνάει  , μόνο  πριβέδες  κουρτινάτους  τρατάρει  διότι  το ντριγκ  δημιουργεί  κακές  συνήθειες  και εμότιοναλ κονέκτιονς , και  η  εποχή  είναι  δύσκολη  , κάτι  η  κρίσις  και  κάτι  η  χλιαρή  βρόχα  που  όξω  έπιπτε  στρέιτ   θρου .
Εκείνη  επληγώθη, διότι  ήτο  καλή  δεσποινίς  , με  σπουδάς  εις  το  Πανεπιστήμιο  της  Αμπουτζα , καριέρα  στα  κωλόμπαρα  επαρχίας  και διδαχτορικά  και  καβαλιεράτα  στα  περίχωρα  της  Συγγρού , και  δεν ήτο όπως  οι άλλες . Ήτο  αιστηματίας , και ήρθε  ως φίλος  που  τον ηγάπα  να  του  κάνει παρέα  , διότι  ήτο  μόνος  του  και  μελαγχολικός  τούτη  τη  νύχτα  που  η  βρόχα  είχε  κόψει   αν  και  ψιλοέπιπτε  ράιτ  θρου .
Αυτός  της  είπε  ότι   είχε  όρεξη  για   μπριζολίτσα , διότι  ο  έρως  του  έπιπτε  βαρύς  στο  στομάχι  και  του  δημιουργούσε  αερισμό  και  πρήξιμο  μεταξύ  αφαλού  και γονάτων εμπροσθεν ,  και  ήτο  απηγορευμένος  από  τον Γιατρό , όχι  εκείνονα  που  γαμούσε τη  Φατίμα , τον Φρέσκο που  είχε  και Διδαχτορικό από το Τύμπιγκεν . Έλα  μαι λοβ  , του  είπε  τότενες  εκείνη , δεν  θα  με  γκαμήσεις  ντράι . Εκείνος  επειδή  δεν  του  ήρεσε  και  το ντράι μαρτίνι  αλλά  μόνο  το  ουίσκι βόμπα  , το καζανιαστό  , από  τα  Πετράλωνα , συγκατένευσε  και  διέταξε  τον  περιποιητή  να  φέρει  ένα  νεράκι , οπότε  και  εκείνος  έφερε  ένα  ούρσους  , με  βοντκα και σόντα ( βυσινάδα , μανόγαλο , και  παραθείο για  τον  αφρό ) , και  που  χωρέσανε  τόσα  πράματα  σε  μισό ποτήρι κολωνάτο του  κρασού , άμα  δεν κάψει τα  στέμφυλα  η  βρόχα  που  τσούρου τσούρου  έπιπτε  στρέιτ  θρου .
Γκεια  μας , του  ας  , του  είπε . Και  τσουγκρίξανε . Και  ήτο  βέρι βέρι   ευκαριστημένη . Διότι  ντεν  είχε  κάνει  ακόμα  σεφτέ . Και  του  δωσε  να  κρατήσει  το τσαντί που  το άνοιξε  για να  τον πείσει . Ενώ  αυτός  στην  μπροστινή  τσεπούλα  , ψηλάφισε  κάτι  σαν  στρογγυλό  πλαστικό  τυλιγμένο  σε  αλουμινόχαρτο . Εκείνος  της  ξανάπε  για  το  πριβέ   αλλά  εκείνη  του  πε  ότι εκείνη  δεν  κάνει  τέτοια , και  ντεν  έχει  και  μπλαστικ , ούτε  πίνει  ούζα  με  κυρίους  με  το φιλαράκι  της  το  ζουμπουρλούδικο , όπως  τηνε  κατηγοράνε  οι μποτάνες  που  του  γκλείφουνε  το μπουλί  απέναντις . Και  επειδής  έτυχε  να  του  κάνει  μια  φορά  μπριζολοπριβέ  του  πληηηήηζ  χιμ  , δεν σημαίνει  ότι  το  κάνει μπηκος  είναι κακό  για  το τζόμπ  της . Και  εν πάση  περιπτώσει  εκείνος  είναι  εξ βόυφριεντ  και  ντεν  πρέπει  ασκ φορ  τέτοια , γκιατί μαζί του  είναι σάυ . Και  όξω  η  βρόχα  πίπτει  ράιτ  θρου .
Εκείνος  έβλεπε  ότι   κατάστασις  συνεχιζόταν , και  έβαινε  προς  ποτοθεραπεία  , που την  είχε  απαγορέψει ο ντόχτορ , και  θα  ήμασταν  για  φάπα  υπερηχητική . Έκανε  ντρίμπλα και   έριξε  κάθετη  μπαλιά  στον  κενό χώρο  μπάκε  τη  μαζώξει  ο  Φορλάν  να  να  βάλει γκολ . Και  όπως  του χανε  πει  κάτι φίλοι  παντογνώστηδες ,  μωρφοτήρια  κωλομπαρίστες , που  τονε   διδάσκουνε  πολλά  και όμορφα  πράματα , διότι    εκείνος  ήτο ολίγον  μπίτις  , που  λέει  ο οξαποδώ  κι αλάργα , και  δεν  κατείχε  πράμα  .Και  είχε  και ευγενή  απώτερο σκοπό .  Διότι  ή  θα  έκοβε  ο αμυντικός  με  τάκλιν ,  και έτσι   θα  την κοπάναγε  η   ηθικιά  και  τιμία  τσοκολάτα  καρνέισον και  θα  γλιτώνανε  τα  δίδυμα του  από  τον  τυμπανισμό  , ή που  θα  μπαινε  το  τόπι στο πλεκτό ,  και  θα   απέφευγε  το γδάρσιμο , τρώγοντας  και  το μπριζολίκι του με  την ησυχία  του   , σε  πλησιόχωρο  επταώροφο χοτέλι , όπισθεν  του  οικοδομήματος  ιδιοκτησίας  του αείμνηστου Τέλη , που  σου  ισιώνουνε  τα  υδραυλικά . Και  συνήθως   μετά  από το ίσιωμα έμπροσθεν ξενοδοχείου  , ανταμώνεις  και την ειμαρμένη , ενώ  οι συγγενήδες  κλαίνε  και η  βρόχα  πίπτει στρέιτ  θρου .
Εκείνος  την  αρώτηξε  αν  μπορεί  να  κάνει  κουμάντο  και  να  σκολάσει . Αυτή  δεν έφευγε  διότι  ήτο καλό κορίτσι  και  σοβαρόν  και  θα  κινδύνευ  το τζομπ της , άσε  που  θα  τηνε σχολιάζανε, αρνητικώς  οι ρέστες  αρσακειάδες  του  καταστήματος  , που  είναι κάτι  κουσκουσιάρες  οι καριόλες, τύφλα  να΄χει  ο Παπαγιάννης  στο  έξτρα  Τσάνελε . Δεν  είχε  κάνει  και  μεροκάματο  και  πως  να  φύγει . Άσε  που  δεν  έφευγε  ποτές  και  προ  της  τετάρτης  πρωινής ( και μόνο  με  εγγυημένη  φορτωτική  , αλλά  αυτό δεν τόπε , διότι  το τσαρδί της ήτο  στου  διαόλου  τη  μάνα , και περίμενε  να  πάει  έξι το πρωί , να  ψήσει  το μπόση  να  της  δώκει  κανα  κοσάρι για  ταξί , και  να  πάρει το λωφορείο , διότι 19 γιούρος  δεν είναι  αμελητέα  ποσότης ) . Δηλαδή  η  κατάστασις  ήτο  στριμοκωλέισιον  και συναχωμένη . Καλά  να σου το κάμω  μωρή  το μεροκάματο  και  άμα  είναι  φεύγουμε  κατά  τις 3 , πόσο  είναι  15  καρτόνια ?  (κάνοντας  την  κίνηση  να  παραγγείλει ένα  οχτάρι).  Αλλιώς  μένεις  εδώ  και  εγώ  την πουλεύω  να  πάω  καλιά  μου  , διότι  όξω  ο καιρός  χαλάει και εντός  ολίγου  θα  γαμιέται ο Δίας  στα  μπουμπουνητά  και  η  βρόχα  θα  πίπτει ράιτ  θρου .
Τη  στιγμή αυτή  μάγια  θα  γενήκανε  και  εκείνος  ένιωσε  ότι  μάλλον   θα  φύσηξε  πουνέντης  και  διελύθη  η  σοροκάδα , διότι  το  τοπίο άλλαξε  και  η  έτσι  παράτησε  το σέρτικο το χιτζάζι και το ριξε  στο σι μπεμόλ . Ω μάι γκοντ , σουήτ  λορντ  τζεζους  , χουατ  α τεριβλ γουάιστ  οφ  μόνεϋ ! Εγκώ  μαι λοβ  σε  βλέπω  ως  βόυφριεντ  και όχι ως  πελάτη και  άμα  θέτε  να  ξοδεύετε  τα  γιουράκια  σας  , γιατί να  τα  ξοδέψετε  επαέ  και  να  μη  μου  τα  δώκετε  αουτσάιντ , και να  φύγουμε  σε  10 λεφτά . Ναι  είπε  εκείνος  , αλλά  όξω  θα  πάρεις  το 40% που  θα ' παιρνες  από τις  κάρτες . Κάντο  μωρέ  ένα  κατοστάρικο και μην είσαι τσίπης  που  είσαι  αξιοπρεπής  και σοβαρός  νέος , και ομορφούλης και  χάιδεψε  με  λιγάκι  που  με  ανάβεις  και  με  εξιτάρεις  να  εκεί μωρό μου  στο ( ------ακατάλληλον ---- )  και ..... και ...  και  άμα  θες  να  σου κάνω  σιμπούκι  χωρίς  πλάστικ , να γκαμήσεις  νο  γκαμπότα  μουνί  μου  και κύσεις  στο γκώλο μου  που  είναι  βέρτζιν  , εκτός  από  15  φορές  που  τον  έχω  δώκει  σε εσένα ( και 750 σε  πακιστάνι , αλμπανιαν , εξετερά εξετερά  , και μάλλον και γκουιδάουτ μπλάστικ γιατί κάνουνε  και θρη γιούρος  το πακέτο ) . Να  φύγκεις πρώτος  του  είπε  και  θα  περιμένεις  παρακάτου να  μη  γίνομεν  αντιληπτοί από την εργοδοσία   , γιατί εγώ  θα  πω  ότι με έπιασε  κόψιμο  και  θα  χεστώ  στους  καναπέδες  για  να φύγω , έχω  και μάι  περιοντ ( φιφτίνθ τάιμ δατ μονθ) . Δεν θα  αργκήσω , είναι  και καλός  ο καιρός  όξω , στο αμάξι θα  είσαι , δεν  είναι  και  υγρασία  να  πίπτει  η  βρόχα  στρέιτ  θρου .
Τεσπα εκείνος τακτοποίησε το  ταρίφα - μπιλ , των 25 έουρος  ( που΄σαι  μικροπρίγκηπα  που  μας  έμαθες  την  οικονομία ) . Αυτός  είναι  για  Υπουργός  των Οικονομικών  , όχι  ο ξυνός  ο γυαλάκιας  Γιώργο  μου  που  με  τα  συστήματά  του  για  να  μαζέψουμε  5  γιούρος   έχει κόστος  4.92 .
Αφήστε  λέει  ο  περιποιητής  και κάτι  για  το σέρβις , (ποιο σέρβις  μωρή τσουτσού , που  κάναμε  25  γιούργια  λογαριασμό Αλβανίας λες  και  σκίστηκες  να  μας  τρατέρνεις , τεσπά ( και  αυτό  μικροπριγκηπικό είναι ) πάρε  ρε  και 2 γιούρος  γιατί  είμεθα  κιμπάρηδες   . Και  οδήγησε  την αρχοντική  του  προσωπικότητα   προς  την έξοδο  , να  ξεπαρκάρει  το  τού τού , επάνω  στο  οποίο  είχε  καθίσει  ένας  αγριοτράβελος  σαν τον  Γκιουλέκα  με  μπεμπι ντολ . Καθώς  διάβαινε  την  έξοδο  τρακέρνει ένα  γλειώδη  υπερήλικα , που  υπηρετούσε  προ ετών στα κεντρικά  και τώρα  τον είχανε μεταθέσει , που  τον  θυμότανε , τσίμπησε  το 10ρικάκι , και  τουπε  με  εδαφιαία  υπόκλιση  ότι  τον ευχαριστούσε  κλείνοντας  το μάτι , ενώ  ο αέρας  κόλαγε  γιατί είχε  ξαστερώσει και η  βρόχα  δεν  έπιπτε  στρέιτ θρου
Το αιφνίδιο  τιπάρισμα  είχε  και  το ευεργετικό αποτέλεσμα  του  αφού   , εν τω  μεταξύ ,  ένας  τυπάς  με  ένα  μερτσεντικό φόρτωσε  τον Γικουλέκα , και  τον πήγε  να  του  γυαλίσει  τη  μπετούγια  προφανώς . Οπότε  εκείνος ξεπάρκαρε  και  στήθηκε   παρακάτου  να  περιμένει   , με τα  φώτα  σβηστά  Τσεϊμσμοντίστικα  , και  με  ένα  εύλογο  φόβο  μην  πάθει  τα  χαΐρια  του  Βιτσάκου  και  του γράφουνε  μετά  ποιηματάκια , ένα  βράδυ  που  είχε  αρχίσει να  ψυχραίνει , αλλά  ο καιρός  κρατούσε  και  δεν  θα  έπιπτε  με  τίποτις  η  βρόχα  ράιτ  θρου .
Αίφνης  μετά  12  λεπτά  και 32  δεύτερα , έχει  και  χρονόμετρο  το ταγκ χόγιερ  , εμφανίζεται η  έτσι , με  τα  πολιτικά  της (μπλούζα  λαϊκής  - τζην μαϊμού καβάλι - σαγιονάρα απο το περίφτερο -τσαντα Γκούστι απ΄όξω  από την ΑΣΟΕ ), χαμογελαστή  και  τσαχπινογαργαλιάρα . Επιβιβάζεται  και κάνει  την αρώτηξη  που  υπάγομεν . Για  Παγκράτι   της  λέγει εκείνος , οδός Φωκιανού . Άσε  μωρέ  μακριά  είναι  , πάμε  εδώ  παρακάτου  που  σε  2  τετράγωνα  μου χουνε  πει ότι  είναι ένα  χοτέλ  με  πολλά  πατώματα καθαρό  και  αξιοπρεπές  με  υπόγειο γκαράζι  και όλα  τα  κομφόρ , εγώ  βέβαια  δεν το ξέρω  γιατί δεν επισκέπτομαι κυρίους  στα  χοτέλια , αλλά που  να  τρέχουμε  στα  Παγκράτια  τώρα , άσε  που  μπορεί  να  χαλάσει ο καιρός  και  η  βρόχα  να  πίπτει  στρέιτ  θρου .

Το  κακό  ήτο  ότι  μάλλον  είχε  κάνει προηγουμένως  κανα  2  πριβέδες , γιατί  το  άνθος  της  ήτο ορθάνοιχτο , κάτι  σαν  την  κολυμβήθρα  του  Σιλωάμ , και  της  είπε  να  ανοίξει  την  κεκρόπορτα  διότι  δουλειά  δεν γίνεται αλλιώς  . Εκείνη  τσίνισε  γιατί εκείνος  είχε  μπιγκ μπουτσος , αλλά  προ  του  κινδύνου  να  απολέσει το χαντρεντ γιούρος , και να  πλερώσει  και  ντουεντι  φορ  νταξι , είπε  ναι  , Όλα  γκίνανε  θρη  τάιμς  με  μπλάστικ , να γιατί εκείνος , αν και ήτο τολμηρός  δεν ήθελε  να  παρασημοφορηθεί  στο πεδίο της  τιμής  με  μήκυτες  τουλάχιστον , και να  αμολείβει το μπιγκ μπούτσος  με  νταχταρίν κανα  τρίμηνο . Ενώ  το δωμάτιο  προς  τα  όξω είχε  ηχομόνωσις ( προς  τα  μέσα  ήξερες  πότε  έχυνε  ο καρντάσης  3  πατώματα  παραπάνω )    και  δεν  ακουγόταν  αν  έπιπτε  βρόχα .
Για  τα  αποδέλοιπα  να  μην  αρωτάτε  διότι είναι  ντροπής  πράματα  και  δεν είναι πρέπον  να  τα  λέμε  και  να  εκθέτουμε  αθώα  πλάσματα , που  η  κατάρα  της ζωής  , η  άτιμη  κενωνία , ο αλκοολικός  πατέρας , η  άτιμη  ξενητιά  , το  ανάπηρο παιδάκι , ο  ανεπρόκοπος  πρώην σύζυγος , ο πρεζάκιας  αδερφός   , η  τρελή  μάνα  και  ο χαρτοπαίχτης  προαγωγός  τις  αναγκάζουν να  κυλιούνται  εις  το βούρκο και να  μη  μη  βρίσκουνε  ησυχία  κάτι νύχτες  που  η  βρόχα  πίπτει  ράιτ  θρου .
Ώρα   7.30  το πρωί , εκείνη  κουράστηκε , πήγε  να κλάσει και παρά  λίγο να  κατεβάσει  ότι είχε  φάει  2  μέρες  πριν , και του  είπε  του  στοπ , είχε  γίνει και  το κωλοτρυπιδάκι  της  σαν πεντακοσάρικο μεταλλικό .  Οπότε  εκείνος  την έστειλε  για  ντουσάκι  , και  παρήγγειλε  στην υποδοχή  ταξάκι  . Η  έτσι  μέχρι να  αριβάρει  ο ταρίφας , του  είπε  ότι  τον αγκαπά  πουλύ  πουλύ , κράιγκ εβερυ  ντάι φορ  χιμ , νεβερ  ληβ  χερ  αγκαιν,  ση  γουίλ κορεκτ , μπη νάις γκιρλ , τσέηντζ , και  ντώσε  και είκοσι γιούρος  γκια  τάξι  γκιατί  παίνινιγκ  και  ο χας   της  . Η πρώην  παρθένος , τσούρνεψε  το κοσαράκι ,  επιβιβάστηκε  στο αγοραίο  όχημα  που  είχε   στο μεταξύ  καταφτάσει  και  πήγε  στο τσαρδί  της  .Εκείνος  κατέβηκε  στο γκαράζ  άνοιξε  το πορ μπαγκάζι ,έβγαλε  τη  μάυρη  κουστουμιέρα ,  με   τα  σέα  του  κομπλέ  όλα ,   ( οδοντόβουρτσα  , ξυριστικά , μπλέιζερ , καθαρό ποκάμισο και  μπενταντίν )  διότι  το  μέλλον  είναι  άδηλον  και  ουδείς  γνωρίζει που  σε  βρίσκει το ξημέρωμα  , έκανε  το ντουσάκι του με  αντισηπτικό σαπούνι , αμολείφτηκε  όλος  με  διάλυμα  τρία  μέρη  νερό ένα μέρος  μπενταντίν , ξαναπλύθηκε  με  το σαπούνι το γιάρντλεϋς , ξυρίστηκε , έβαλε  τα  πρωινά  και  κατέβηκε στο κέντρο  για μπουγάτσα . Ο καιρός  έφτιαξε  και  η  βρόχα  ουδόλως  επέπεσε.
Καθώς  οδηγούσε  το κάρο του  προς  το κέντρο  εσκέπτετο  , ότι  εν  τέλει  όλα  είναι υποκειμένικά ,αφού  η κατάλληλες  κουβέντες  γεννούν λεπτά  αιστήματα  και  το τεμμάχιον έρχεται τρέχοντα , σαν τον  Κεντέρη , αλλιώς γαμιέται  ο Ανανίας  , και  τρέχεις  με  τον κώλο  φιλιστρίνι νυχτιάτικο  σε  παγωμένες  ρουγες  και δεν πίπτει  βρόχα  , αλλά  τυφώνας  σαν  αυτούς  που  χτυπάνε  το Νιου Όρλεανς
Καλημέρα  Σας .
Ρ.

ΥΓ
Η  ιστορία  είναι  όλως  φανταστική , ουδεμία  σχέση  έχει με  πρόσωπα  και πράγματα . Αφού  αυτά  τα  πράγματα  δεν γίνονται . Είναι όλα  προϊόντα  της  οργιώδους , καλπάζουσας και  ανώμαλης  φαντασίας  του  φίλου  μου  του  Αντρέα  και καμιά  σχέση  δεν έχουν  με  την πραγματικότητα . Τυχόν ομοιότητες  είναι όλως  συμπτωματικές .

Τέλος  πάντων . Η  κατάληξη  της  άνω  βλακώδους  φανταστικής  ιστορίας  , μπορεί  και  να  μην  είναι  και  ακριβώς  έτσι  διότι  την  επόμενη  εβδομάδα  έρχεται  το  πάρτυ θρη , με  το τέλος  της  ανωτέρω  παραμύθας  ( προς  ώρας )
ο ίδιος

1 Ιουλ 2010

Αποσπάσματα από Έρωτες Βρόχα πάρτυ 2 Επεισόδιον 2ον

Καλό  μήνα
Λέντις  αντ  Τσέντερμεν
Μπόυς  αντ  γκιρλς
( αντ στράκια )


Ήτο  η  επόμενη  νυξ . Νυξ  νυχτωμένη  και  σκότεινη . Είχε  επιστρέψει  από  το Μικρολίμανο  που  είχε  φάει  κάτι  σκαθάρια , ψαρόσουπα , χταπόδια , ούζα , σαλάτες , κροκέτες και τέτοια  σκατά , και απορούσε  γιατί ενώ  είχε  φάει μόνο frutti  di mare είχε  δυσπεψία  , αναγούλες  και  καούρες . Ήπιε  μια  σοδίτσα  , αλλά  αποτέλεσμα  μεδέν . Άνοιξε  την  κατάψυξη , έβγαλε  ένα  Jaegermaister , έβγαλε  και  ένα παγωμένο σφηνάκι . Κάπως  αρχισε  να  ξαλαφρώνει . Άνοιξε  τον  κλιματισμό  κάθισε  στην  καναπεδάρα  τη  δερμάτινη  δίπλα  στη  βιβλιοθήκη  και  έβαλε  το  σι ντι  να  παίζει  και  στρώθηκε  να  τελειώσει  το  επεισόδιο  από  τα  απομνημονεύματά  του  , μια  νύχτα  μοναχική  γεμάτη  υγρασία   καλοκαιριάτικη  που  κολλαγε  πάνω  σου  σα  μαλαφράτζα  , διότι  μολις  είχε  σταματήσει  η  Βρόχα  να  πίπτει  Ράιτ  θρου .

( Αυτό  το βαλε  στο  τσι ντι  ανοίχτε  το να  το ακούτε  όσο διαβάζετε)

Εκείνος   βρισκόταν  εντός  του  κωλάδικου , καθισμένος  επί  του  καναπέος , του  χανε  φέρει και  ένα  βουίσκι  , φημισμένη  περδικούλα , κάτι  φυστίκια προπολεμικά , του  χανε  ευκηθεί  και  καλά να  περάσει  και  τον  αφήκανε  μόνο  του  να  βλέπει  τις  ξεγράκωτες  στο  σουλήνα  , να  καπνίζει  τα  τσιγαράκια  του  και  να  παίζει  την κομπολόγα  του . Ενώ  όξω  η  βρόχα  έπιπτε  ίσως  και  λίγο  σαν  να  κατουρεί πόντικας  ίσως  και στρέιτ  θρου .
Γυρνάγανε  γύρω  γύρω  οι τρύπερς , άλλη  με το στρινγκ  , άλλη  με  φόρεμα διάφανο  να  φαίνουνται  όλα  από  μέσα , άλλες  με  σόρτς , άλλες  με  φουστάνι  μίνι  σηκωμένο  να  φαίνεται  η  κωλάρα , ωραία  πράματα , έγινε  και  ένα  λάιβ  σόου , αλλά  υπήρχε  μια  γενική μπαζοκατάσταση , και  μια  μιζέρια  , όλες  στο μπίρι μπίρι  και  στη  ζήτα  για  κανα  πουτό , για  κανά  χουρό , για  κανα  καλό  πριβε  , απάνου  στο  πατάρι  κουρτινάτο , ή  ανλτητικό  κατά  τις  προθέσεις  και  το βαλάντιο  του  πελάτου  και  την όρεξη  της  πουτής . Ενώ  μέσα  στο κωλάδικο  ακόμα  στεγνοί ήμαστα , γιατί  έξω  όλο  και  ή  βρόχα  έπιπτε  ράιτ  θρου .
Εκείνος  ήπιε  και  ένα  δεύτερο  βουίσκυ , με πάγο  και  σοδίτσα , ενώ  αρχίσανε  από  το  τραπέζι  του  να  περνάνε  διάφορες , μια  χοντρή  με  ένα  μακρύ  φόρεμα , που  έκατσε  στο  πόδι του , και  ευτυχώς  που  όταν  ήτανε  μικρός  έπαιζε  ποδόσφαιρο  γιατί  αλλιώς  θα  του  το'χε  ξεράνει , μια  ψηλιά  αδύνατη , περασμένη  με  κακιωμένη  φάτσα  μαύρο πουκαμισάκι  και στρίγκ  με  σουβλερή  μύτη . Η  τελευταία  προσεβλήθη που  δεν τη  θυμότανε  και  του  πε  ότι  θα  του  κάνει  και  ένα  πριβέ  αξέχαστο , αλλά  εκείνος  που  θυμότανε  καλύτερα  της  απήντησε ότι  προ  έτους , όταν  δούλευε  στο Βατραχονήσι , έλεγε  ότι  δεν  φτιάχνει  φραπέδες καλαμωτούς  και μπριζολίτσες  και  δεν βγαίνει  ραντεβουδάκια  εξωτερικά  , οπότε  φέρνει ο καιρός  τα  λάχανα  φέρνει  και τα  παραπούλια . Έφυγε  η  ψηλιά  και ήρθε  μια  γριά  , η  οποία  μάλλον  ήταν  η  χιουμοριστική  ατραξιόν  του  καταστήματος  γιατί  και  περισσότερες  κόκες  από τον Τονυ  Μοντάνα  να  χες  κατεβάσει , και πάλι αυτή  για  κωλομπαρού  δεν την περνούσες . Και  αυτά  γίνονταν  ενώ  η  πότρα  άνοιξε  να  μπεί μια  παρέα , και  μπήκε  μέσα  η  μυρωδιά  της  βρόχας  που  έπιπτε  ράιτ  θρου .
Μετά  πέρασε  μια  ξανθιά  με  ένα  λαχανί  φουστάκι και  και  τοπ  και  τουπε  να  τον ανεβάσει  στην  κουρτίνα  , αλλά  μύριζε  ο στόμας  της . Κατόπιν  πέρασε  και  μια  κοντή  μελαχροινή  σαν  στέκα  λεπτή  και  τι  να  κάνεις  με  δαύτη . Και  μετά  μια  αραπίνα  χαμογελαστή  , ζουμπουρλού  και  τούμπανο , που  αφού  τον  πλάκωσε  στις  γρήγορες  με  το  τσαντικό  της  του  πε  σε  πολύ  καλά  ελληνικά  γελώντας  « Έλα  να  σου  κάνω  μπριβέ  να σου  γκλυψω  μπουλάκι  να  συσεις » . Και  ενώ  πήγαινε  να  γίνει  αρχή  διαπραγματεύσεων  , της  την έπεσε  ένας  γκαρσόνις  και  την  πήγε στην παρέα  που  είχε  μπει  μόλις , και  τσουπ  εκείνη  ανέβηκε  με  ένα  τύπο  απάνου , προφανώς  γιατί   τη  ζήτησε  από το σερβιτόρο  να  του  τη  στείλει  να  του  γλύψει το πουλάκι  του , ενώ  η  βρόχα  δεν θα  χε  κόψει  ακόμα  και  θα  έπιπτε  στρέιτ  θρου .
Με  τα  πολλά  και  εκεί  που  ετοιμαζόμαστε  να  δώκουμε  παράγγελμα  άπαρσις , πλησιάζει  μια  έτσι  με  μια  μαλούρα  φουντωτή  , γύρω  στο 1.97  με  τον τάκο , μάυρη  κι άραχλη  σαν πίσσα , με  ωραίο δέρμα , λεπτή  και  αρωτά « να  κάτσω» . Και  δεν κάθεσαι της  απήντησε  εκείνος  , και άρχισε  να  απλώνει , διότι φόραγε  και  ένα  στριγκ  απειροελάχιστο , και  σε  ωθούσε  στην  απλωτική . Και  εκεί  που  εκείνος  της  είχε  γραπώσει  το  δεξί κωλομέρι  , εκείνη   αρχίζει  κάτι μυστήριες  εξηγήσεις , για  πριβέδες , για  χορούς  , για  ποτά . Και  του  είπε να  μη  της βάνει  χέρι  άμα  δεν κερνάει  ποτό  και τέτοια . Τώρα  εκείνος  δεν θελγόταν  από   τα  μυστήρια  από τότενες  που  ήντουνε  πιτσιρής  και  διάβαζε τη  μάσκα  στο  υπόγειο  για να μη  τονε  κάνει  ίσαμε  δυο  αλόγατα με  τη  λουρίδα   ο ντάντυς  του  κάτι νύχτες  χειμωνίατικες , όταν η  βρόχα  έπιπτε  ράιτ  θρου .
Η  συνέχεια  στο  επόμενο