28 Σεπ 2010

Το μπουζουκάκι του Πέτρου

Η  νυξ  ήτο  σκότεινη , μελαγχολικιά  και  ντεμί κομπιναιζόν .  Η  ατιμόσφαιρα  ογρή  και  η  βρόχα  έπιπτε  ράιτ  θρου
Εκείνος   εκαθότουνε  στο  πλαίυ  ρουμ τριγυρισμένος  από  καμμιά  10αριά  κιθάρες (είχε  και ψώνιο με  την καλλιτεχνία  να  πούμε )  , και  χάζευε  ονειροπολώντας  ακούγοντας  κάτι  μαύρους   που  κλαίγανε  και σκούζανε  πριν εκατό χρόνια  στις  όχθες  του  Mississipi  φορτώνοντας  κότταν  μπάλς  στα ποταμόπολοια . Έβαλε  ένα  μπέρμπον  και  έστριψε  ένα  τσιγαράκι  και  έπιασε  να γρατζουνάει  μια   μπλουζοκιθάρα resonator με  ατσάλινο  ηχείο  που   είχε  αγοράσει  στο Memphis του Tenessee όταν  περιόδευε το big River  στο  σπρινγκ μπραίηκ  του  Κολλεγίου , όταν τάχα  μου  είχε  πάει όξω  για  μεταπτυχιακά . Τότε  την είχε  πλερώσει  180  τάλαρς , που  τα χε  κερδίσει  με  μια  πορτορίκα  γκόμενα   σε  ένα  μαγαζί με  κραπς  που  το  χε  ένας   γεροντόμαγκας  από  την  Καλαμάτα  o Dean o Stamos  στο Cairo  του Illinois . Την  πορτορίκα  την είχε  ξαποστείλει  γιατί  την είχε  πιάσει που  τσιμπούκωνε  ένα  τήμστερ στην τουαλέττα στο  ρεστ  που  είχανε  καθίσει . Την πλάκωσε  στα  χαστούκια  και  την  παράτησε  στο χάιγουεη , ένα  κρύο  απόγευμα  του  April  που  η  βρόχα  έπιπτε  ράιτ  θρου .

Καθώς  έπαιζε  κάτι  κλάφτερα , ουουουου γουαίηκ οπ μόμα μμμμμμμμμμμμμμμμ ντοντ  τουρν  γιουρ  λαμπα  λοουυυυυυυυ , το άλλο  που  χτύπαγε  ο σατανάς  την πόρτα  του  Ρόμπερτ  Τζόνσον  και΄ κάτι άλλα  τέτοια  αλέγρα , το  βλέμμα του  στάθηκε  στην  βιτρίνα , που  όρθιο  ξεκουραζότανε  ένα παράξενο μισομπούζουκο . Κι ήτανε  παράξενο  ανάμεσα  σε  μια   epiphone archtop  και  μια  telecaster να  στέκει , σε  ξεχωριστή  προθήκη  ένα  παράξενο  τετράχορδο μισομπούζουκο .  Κοίταξε  το ρολόι  του . Είχε  περάσει  μια   βδομάδα  και  ούτε  και  φέτος  θυμήθηκε  το  χαμό του Πέτρου , ενώ  η  βρόχα  όξω  έπιπτε  ράιτ  θρου .
Ο Πέτρος , μεγάλη  περίπτωση , είχε  έρθει  στο  σκολειό στη  δευτέρα  του Λυκείου  αριστούχος  19  και  18/19 , και  απ΄όλα  ήξερε , έπαιζε  και  μπασκετάκι , ήταν  και ομορφόπαιδο . Αλλά  το μεγαλύτερο  ατού  του  ήταν  το  μπαγλαμαδάκι  που  κελάηδαγε  στα  χέρια  του . Μέχρι  και  η  Σάρον , η  πρώτη  γκόμενα  του Αντρέα (μάνα  Ιμπο  Νιγηρία - μπαμπάς  έλλην μπαρκάδος  , που  είχε  γνωρίσει  τη γκόμενα  στο Λάγκος ) είχε  να  λέει  για  το μπαγλαμά  του  Πέτρου . Ένυγουαίυ . Κι  ερχότανε  κι  ο Πέτρος  σπίτι , η  μάνα  του  τους  είχε  παρατήσει , και  ο πατέρας  του  ανώτερος  Δημόσιος  Υπάλληλος , συνταξιούχος  πλέον , είχε  φύγει  από  την επαρχία  που  ζούσε , και είχε  φέρει τον Πέτρο και την  αδερφή  του  στην Αθήνα , μην  αντέχοντας  τη  ντροπή . Ε  βολευότανε  κι από φαΐ  ο Πετράν , καμμιά  φορά  άμα  τον  έδιωχνε ο ντάντυς  του  από  το σπίτι κοιμότανε  κι εκεί, τράβαγε   κανα  τσιγαράκι ο Πετράν, όχι  άσσο , από τα  άλλα  , τον βάραγε  ο πατέρας του ,  . Και  παίζανε  με  τον  Αντρέα  μπαγλαμαδάκι  , υπήρχε  ένα  θέμα  όμως , η  κιθάρα  σκέπαζε  το μπαγλαμά  , οπότε  κομπανιαμέντο  κράταγε  ο Αντρέας με  ένα  αρχαίο μαντολίνο  που  υπήρχε  στο  σπίτι . Φώναζε  η  μάνα  ότι  της φωλιάσανε  στο σπίτι  τη  ρεμπετιά  ,  ρε  μάνα  δεν παίζει Χιώτη  ο μπαγλαμάς  . Φούντωνε  η  καπετάνισσα , δε  ντρεπόσαστε  ούτε  17 χρονώνε  παιδιά  να  παίζετε  τη  δροσούλα  και τα  χασικλίδικα , τους  έδιωχνε  και πηγαίνανε και  παίζανε  στο παρκάκι κοντά  στη  Γκράβα ,  όταν  είχε  καλό καιρό και η  βρόχα  δεν  έπιπτε  στρέιτ  θρου .
Μα  το μαντολίνο  είχε  τα  χάλια  του , αν  και  το  ηχείο  ήταν  μια  χαρά με  32 ντούγες , με  σχέδια  φιλντισένια  στο  καπάκι  , στο  ηχείο  και  κεντήματα  στα  παραπέτια , κλειδιά  σκουριασμένα  που  δε  γυρνάγανε , το καράουλο  ραγισμένο , το μπράτσο πέτσικο , άντε  να  παίξεις . Μια  μέρα  εκεί  στη  Γκράβα  ήτανε  ένα  σουβλατζίδικο , κι ερχότανε  μ΄ ένα  τζουρά  ο  Μουφλουζέλης , δεν ήτανε  της  μόδας  ακόμα  τα  ρεμπέτικα , άρρωστος ήτανε  , η  φωνή  του  είχε  κλείσει  , το μεροκάματο  δεν το βγαζε , έτρωγε  εκεί δα να   κανά  σουβλάκι , έπινε  κανά  κατοσταράκι , έπαιζε  το τζουρά  , του  δίνανε  κάνα  πενηντάρι , κανά  κατοστάρι  οι μερακλήδες , να  τους  παίξει τον  ψαρά , έβγαζε  κανα  μεροκαματάκι . Οι πιτσιρήδες  τον  ρωτήσανε  για  το  μαντολίνο  και  κείνος  τους  είπε  για  το μπαρμπα  Γιάννη τον πρόσφυγα , που είχε  μαγαζί κάπου  στον  Άγιο Αντώνη  στο  Περιστέρι , και έτσι  αποφασίσανε  να  φτάσουνε στο  Περιστέρι   να  φτιάξουνε  το μαντολίνο , ένα  βράδυ που  η  νύχτα  έπιπτε  ράιτ  θρου .
Το  Σάββατο  το πρωί  ξυπνήσανε , πήρανε  την κιθάρα , να  της  βάλουνε  κλειδιά  πιο μαγκιόρικα , και  το  μαντολίνο  , και  με  τα  οργανέτα  αλά  κάπα , κινήσανε  την εκστρατεία . Σπάσανε  και τον  κουμπαρά  του  Αντρέα , είχαν  και 10  χιλιάρικα  μαζί τους ,.  Περάσανε  ποδαράτο  Κυψέλη , τα  μπούρδέλα  της  Φυλής  , Σεπόλια , Κολωνό  και φτάσανε  στον Άγιο  Αντώνη . Το μαγαζί σε  μια  χαμοκέλα , μύριζε  ξυσμένο ξύλο και ψαρόκολλα . Εδώ  είχανε  φτιάσει  όργανα , ο Παλαιολόγος , ο Λεμονόπουλος , ο Τζουανάκος  , που  φιγουράρανε σε  καδραρισμένες  μαυρόασπρες  φωτογραφίες ένα γύρω . Καλώς  τα  παιδια , τους  είπε  ο κυρ Γιάννης . Για  την κιθάρα  θέμα  δεν υπήρχε  , θα  άλλαζε  το πλαστικό  στα  κλειδιά  με ξύλο , και  μια χαρά  θα  τανε . Στο μαντολίνο  χάζεψε  ο γέροντας . Ωραίο  όργανο  αμερικάνικο . Ρε  δεν το χετε  καθαρίσει ποτέ ?  Κοίτα  κέντημα , κοίτα δουλειά .  Καπάκι  κουρδισμένο , έπαιξε  ταμπούρλο με  τα  δάχτυλα  στο  ελαφρό κοίλο καπάκι . Ρε  μορτάκια  να  μη  σας φτιάσω  ένα  μισομπούζουκο , να  το χετε  να  με  θυμόσαστε? Μισομπούζουκο ?  Ε ? Ναι ! Δώσανε  τα  χέρια  , δώσανε  και  πέντε  χιλιάρικα  μπροστά , άλλα  πέντε  να  μένουνε  με  την παράδοση , πολλά  δεν είναι , με  15  παίρνουμε  καινούργιο , άμα  το  δεις  και  δε  σ΄ αρέσει  τζάνουμ , πάρε  το  τσάμπα .  Γυρίσανε  ενθουσιασμένοι , θα  χανε  μπουζούκι  από του  Πρόσφυγα , σαν  τους  μεγάλους  τους  μπουζουξήδες , τόσο  ενθουσιασμένοι  ήσαντε  που  γυρίσανε  τρέχοντα  τόσο  δρόμο  και  ξεχάσανε  κει να  γαμήσουνε  στη  Φυλής , παρ΄όλο  που  ήσαντε  φορτωμένοι . Και  μέχρι  το βράδυ  καθόντουσαν  στο παρκάκι και για  το μπουζούκι μιλάγανε , μέχρι  που  σκοτείνιασε  και  πήγανε  σπίτια  τους  γιατί η βρόχα  έπιπτε ράιτ  θρου .
Και  τρεις  βδομάδες  μετά  , οχτώ  το πρωί Σάββατο  ήτανε  έτοιμοι . Σήμερα  θα παίρνανε  το μπουζούκι . Φτάσανε  τρέχοντα  στο Περιστέρι .  Το  μπουζούκι  τους  περίμενε  καμαρωτό  στη  βιτρίνα  του μαγαζιού . Αλλά  τί  μπουζούκι  ήτανε  αυτό ? Σα  τζουράς  τετράχορδος με  μεγάλο  ηχείο . Μανιτζέβελο  λίγο  , αλλά  πανέμορφο . Αλλά  τι μπράτσο ήτανε  αυτό. Με  μπρούτζα  στους  τσαμπουκάδες , καράουλο  με  όμοια  σχέδια με  το  καπακιού , κλειδιά  κεντητά . Παναγία μου Βαγγελίστρα .  Λοιπόν  καλόπαιδα  το γουστάρετε ? Αν γουστάρανε ?  Τί λες  μπάρμπα  Γιάννη . Μήπως  χρωστάμε  κάτι  ακόμα . Λεβεντόπαιδα  η  συμφωνία  είναι  συμβόλαιο , αλλά  ήτανε  κρίμα  να  το αφήσω  παράταιρο . Άστο να  το χετε  να  με  θυμάστε .
Πήρανε  τα  όργανα   αλά  κάπα  και γυρνάγανε  σπίτι .  Τους  φώναξε  μια  κοπέλα  στην  Φυλής , άμα  θέλανε  να  πάνε  να  της  παίξουνε  τα  όργανά  τους , αλλά  αυτοί  που  μυαλά . Σπίτι  και γκράγκα  γκρούγκα . Κόντεψε  να  του  σκοτώσει  η  μάνα  του , μπουζουκομπαγλαμάδες  σπίτι  της , άκου  κατάσταση . Τέλος  πάντων  της  παίξανε  τη  φραγκοσυριανή , τη  Φαληριώτισσα  και κάτι μινοράκια  μαλάκωσε . Το πήρε  ο  Πέτρος  σπίτι  του το  μπουζούκι . Βρισκόντανε  παίζανε . Μετά  από λίγο  αραιώσανε  , θες  τα  φροντιστήρια  της  τρίτης Λυκείου , θες  το γκομενάκι  του Αντρέα  η  μαυρούλα , που ήτανε  όλο στο σι μπεμόλ  ότι  την  είχε  στο κλάσιμο .
 Θες κάτι  παρέες  περίεργες  που  είχε  αρχίσει  να  κάνει  ο Πέτρος . Γκρίνιαζε  η  μάνα  του , ότι  έπινε  τα  τσιγαράκια του  ο Πετράν , το σάπιο μήλο  τις  κακές  παρέες , μου  μπάζεις  εδώ  μέσα  το χασίκλα , στη  χάση  και  τη  φέξη  παίζανε .  Ε  μετά  το γάμησε  ο Πετραν  το  σύστημα , έπεσε  στην πρέζα  και  από πρώτος  έγινε  ο τελευταίος . Έμπλεξε , δεν ερχότανε  σχολείο, με  κάτι μεγάλους  κυρίους  τον  βλέπανε  . Μια  μέρα , καλοκαιράκι μετά  τις  εξετάσεις ,  πέρναγε από  το παρκάκι  ο Πετράν με  το μπουζουκάκι . Που  το  πας  ρε  Πέτρο , τα  μάσαγε . Ρε  μαλάκα  θα  το δώσεις  το μπουζούκι . Θα  το σκοτώσεις . Χαρμάνης  ήτανε . Είχε  να  πάει  από  το σπίτι του ένα  μήνα πείναγε , βρώμικος  ελεεινός . Ήτανε  η  μαυρούκα  μαζί  που  είχε περάσει  στη  Φιλολογία , ο Αντρέας  σε  άλλο Πανεπιστήμιο , ο Πετράν  είχε  πάει  να  γράψει μαστούρης . Θύμωσε η  αράπω , του  πήρε  το μπουζούκι του Πέτρου . Τόνε  φώναξε  πρεζάκια , ότι τρώει  το αγόρι της . Ο Αντρέας  της  είπε  να  πάει το μπουζούκι στης  μάνας  του και  να  τον  περιμένει εκεί . Είχε πάνω  του λεφτά , είχε  πιάσει δουλειά  σε  ένα  ξενοδοχείο λουξ , να  βγάζει τα  έξοδά  του , είχε  πληρωθεί , κέρασε  σουβλάκια , χαρτζιλίκωσε  και  τον Πετράν . Εκείνονε τον  έπιασε το παράπονο  και δεν το βάσταγε  που  τον  είπε  πρεζάκια  η  μικρά . Κάτσε  μωρέ  θα  την κανονίσω  , μη σε  νοιάζει  , αδερφός είσαι . Αλλά  εκείνος  ντράπηκε , πικράθηκε , δεν τον ξανάδε . Γύρισε  σπίτι  που  χωρίς  να  μιλήσει . Μου  τα  πε  η  Σάρον  , είπε  η  μάνα  του , θα στο  έτρωγε  το μπουζούκι  ο πρεζάκιας . Άσε  μας  ρε  μάνα , η  Σάρον  θα  φύγει  της  είπε , και  δε  θα  ξαναπατήσει εδώ , ούτε  θα  μας  ξαναδεί , τα χαλάμε . Έμπηξε  τα  κλάμματα  η  μαυρούκα , φώναζε  η  καπετάνισσα , γιατί  μάλωσε  το κορίτσι , που  του  γλίτωσε  το μπουζούκι  από  τον πρεζάκια . Τέλος  πάντων  χωρίσανε  με  τη  μαυρούκα . Την ξανάδε  μετά  από  χρόνια  στο  Ακρωτήρι . Έφυγε  αυτή στη Γαλλία  είναι . Παντρεύτηκε  , χώρισε . Βολεμένη μια  χαρά . Στην  Παριμπά, με  θέση .  Χοντρούλα  πλέον  και πάντα  γελαστή .
Τον  Πέτρο  δεν ξανάδε . Δεν ξαναμιλήσανε . Μόνο τον  ξανάδε  μια  φορά  μόνο  ντάγκλα  στα Εξάρχεια  μετά  από χρόνια , είχε  τελειώσει τη  σχολή  . Ζητιάνευε  ο Πέτρος , άθλιος  και ελεινός για  τη  δόση  του . Δεν  τον  γνώρισε  τον Αντρέα  . Μετά  από λίγες  ημέρες  διάβασε  στις  εφημερίδες  ότι είχε  πεθάνει από υπερβολική  δόση . Στην  κηδεία  του ήταν  μόνο  αυτός  και η  αδερφή  του Πέτρου . Κανείς  άλλος .
Έμεινε  το  μπουζούκι  . Το  μισομπούζουκο .  Που  κελαηδάει  πάντα . Κι  είναι  περίεργο . Μετά  από τόσα  χρόνια  που  το γραντζουνάει , ποτέ  δεν έμαθε  να  παίζει  σαν τον Πέτρο . Και  το μπουζουκάκι  ψιθυρίζει το μινοράκι  του  και όξω  η  βρόχα  πίπτει στρέιτ  θρου .