22 Αυγ 2010

Athens by night

H  νυξ  όλως  παραδόξως  δεν  ήτανε  θλιμμένη , ήτο  να  πούμε  κομψί κομψα . Ήτο  ντεμί  σεκ . Εκείνος   βάραγε  την  κιθάρα  του  . Έπαιζε  κάτι  τάγκο  , αντιος  μουτσάτσος  κομπανιέρος  δε λα βίδα ( η  ζωή  μανολάκη , όχι  αυτό που  βιδώνουμε  με  το κατσαβίδι ) . Και  ο γείτονας  να  πούμε  από  δίπλα  του κράταγε  στο τέμπο , βαρώντας  την  κεφάλα  του  στη μεσοτοιχία  επιδοκιμάζοντας  την  κιθαροπαιχτική  του .  Σε  κάποια  στιγμή  ο γείτονας  τον  επιδοκίμασε  φωνάζοντας  « Σκάσε  ρε  μαλάκα  να  κοιμηθούμε » και  η  κιθαροπαιχτική  σερενάτα  έλαβε  να  πούμε  τέλος . Εκείνος  βαριότουνε   και να  ξύσει  τα ... ( έλα  ρε  πούστη μη  γίνεσαι χυδαίος ) , έβαλε   λίγο  ροσόλιο  σε  ένα  ποτηράκι και  ονειροπολούσε  και  κωλοβάραγε  παίζοντας   την κομπολόγα  του  μέσα  στα  σκοτίδια  , ενώ βρόχα  δεν  είχαμε  και  δεν  έπιπτε  στρέιτ  θρου .
Αίφνης   βάρεσε  το  κουνιστό . Ήτο  μια  φίλη  από  τα  παλιά  στέκια  που  είχε  χρόνια  να  τηνέ δέι . Ζεσταινότουνε , δεν  είχε  και  αρκοδίσιο είχε  να  πούμε  40  βαθμοί  και  στα  Πατήσα  ήτο  πίκρα .Ήθελε  να  βγει  έξω  να  πάρει  τον  αέρα  της . Καλά  μωρή  δεν θα  πας  για  δουλειά . Τώρα  άρχισε  την πίκρα , τι να  πάει , τί να  κάνει , ούτε  ποτά  κερνάνε , ούτε  πριβέ  παίρνουνε , albpanian - pakistani malakes put kolodaxtylo  from  the first moment  and  after  10 mins  they  say  they  do not  have  money and  they  came to see the  sow ,  είπε  η  μαύρη  κου κλουξ κλαν   ( δεν ξέρετε  ρε μαγκες  τί ρατσιστές  είναι  οι αραπάδες , ούτε  η  θεία  μου  η  Παρακευούλα  που  ακόμα  λέει  τον Ομπάμα  ο αράπης ) . Come  10.30 to pick me  up του  είπε , και έκλεισε  το τηλέφωνο , μη  αφήνοντας  περιθώρια  αντιρρήσεων . Και  όπως  είπαμε  παραπάνουθε  βρόχα  δεν έπιπτε .
Εκείνος  έκανε  το μπάνιο του , έστρωσε  τις  ξούρες  του  έβαλε  τα  πατσουλιά  του , ντύθηκε  σα  συνταξιούχος  τηνέιτζερ , έβγαλε  , ένεκα  η  περίστασις , τη  μπέμπα  από  το  γκαράζι  και  δέκα  και  τριάκοντα  τσιφ  ήτο  σε  απόμερο  σημείο  της  Patission Αβενιού  και  ανέμενε . Αίφνης  πέρασε  από μπροστά  του  μια  σοκολατένια  ομάς  , που  πάγαινε  να  πάρει  το  λωφορείο για  να  πάνε  στα  γραφεία  τους   , Σωκράτους  και πέριξ . Μια  τουμπανοκαβλιάρα άτακτη  γαζέλα  με  βύζουλα  σαν πεπόνι  και  κωλάρα  σαν καρπούζι που  φόραγε  φοσφοριζέ  μπλε  κολάν  κοντοστάθηκε   , γκιου  γκουοντ  γκουντ  γκαμίσι  σιμπούκι  μουνί  γκωλαρακι , φορτι γιούρος , μπαρτσούτσα γκουιθ μαι  φρεντ  έιτι  αντ  λάσμπιαν  σόου , είπε  μονοκοπανιάς  σαν  Αρμένης  φυστικέμπορας  που  πουλάει  την  πραμάτεια  του . Sista , την έκοψε  εκείνος , πριμένω  μια  φίλη  , είναι μια  από σας  και θα  ίσως  πικραθεί  άμα  σε  βρει  εδωνανάς . Το πουτανάκι  άλλαξε  πόντζα ,  αφού  τον  κοίταξε  εξεταστικά , έσπασε  χομόγελο , OK  Bros  anoda time . Του  είπε  και  όδευσε  προς  τη  στάση  μετά  της  συνοδίας  της , την  ετέρα παρτουζιάρα  και μια  άλλη . Απά  στην  ώρα  έσκασε  μύτη  και  το τεμμάχιο  ντυμένο  στην πένα , οι  άλλες  οι ξεκωλιάρες  αρχίσανε  να  την πειράζουνε  , Ακαμπέμπα  ένεεεεεε  ουγκουμπούγκο  σουλουμουντούμ  κουκουμουντούμ , το τεμμάχιο  της  κοίταξε  υπό γωνία  και  μπήκε  στο αμάξι , ενώ  οι άτακτες γαζέλες  εύχονταν  εν  χορώ  σα  χορωδία πορνογκόσπελ  « Have  a nice  time gaaaaaalllllllllll , go sistaaaaaaaaaaa » . Γκιου  νεβερ  κορρέκτ  γκιου  νόου  έβερυ  black  bitch ιν  Άτενς , του  είπε  γελαστά  και  του  δωσε  ένα  φιλί  στο μάγουλο . Έβαλε  μπροστά , και ξεκινήσανε  με  τη  σκεπή  ανοιχτή  , γιατί  είχε  να  βρέξει  από το Μάρτη .
Εκείνος  έκανε  τη  μεγάλη  μαλακία  να  τη  ρωτήσει  που  θα  πάνε , γιατί  όλες  οι γυναίκες , μικρές , μεγάλες , παρθένες , πουτάνες  , άμα  τις  ρωτήσεις  που  πάμε  μωρό  μου   σου κάνουνε  ένα  πρήξιμο  ... άσε . Να  φαει  δεν ήθελε , παραλία  δε  γούσταρε  να  πάει , εκεί τις  βρώμαγε , αλλού  τις  ξύνιζε , στο άλλο έχει ερημιά , στο άλλο έχει κόσμο , Εν τέλει , και  ενώ  εκείνος  ήτο έτοιμος  να  της  ντρεσάρει  μπάτσα  χωροφυλακίστικη  να  γράψει  η  κάσα  εκατό  καπίκια , εκείνη  του  είπε   go Plaka ?  Εκείνος  για  να  σταματήσει η  λίμα  την  πήγαινε  και  στο Λιανοκλάδι για  σούβλακος , οπότε  έβαλε  πορεία  για  πλάκα . Η  ζέστη  είχε  σπάσει . Λες να  βρέξει ?  σκέφτηκε . Μπα !
Αφήκανε  το  αμάξι  οδό  Μνησικλέους , ζέστη  έκανε , εκείνος  της  είπε  να  κάτσουνε  κάπου , εκείνη  κοίταγε  βιτρίνες . Ντέι  πλέη  ώπα  ώπα  χήαρ  , του  είπε  αίφνης , ενώ μια  οσμή  ψητούρας του  χτύπαγε  στη  ρουθούνα , με  υπόκρουσις  μια  υποψία  πενιάς . Καλά  πάμε  εδώ  της  είπε . Μπατ  άι  γκουίλ  νοτ  ητ , αη  γκουιλ μπη  φατ . Καλά  μωρή  μεζέ  παρέα . Αντ  γιου  γκουιλ νοτ  σταρτ  ντρινγκινγκ  λάικ  ντε  λαστ  τάιμ  , γκουέν  γιου  ντιντ  3  χάουρς να  χύσεις . Μνήμη  που  είχε  η  πουτάνα . Και κάνανε  μπούκα  ενώ  έξω  η  ζέστη  ήτο  φρικτή  .
Με  το που  μπουκάρανε  είδανε   ένα  ζεύγος  τουρίστες΄γύρω  στα  24- 25 σε  ένα  τραπέζι   , και  δυο συνταξιούχους  αλανιάρηδες  με  κιθαρομπούζουκα . Ο ένας  κοντός  με  μουστάκα  και  κοτσίδα  , κλεισμένα τα  72 , γραντζούναγε  κιθαρίτσα  και   ο άλλος  τρουμπόφατσας  βαψομαλιάς , στεγνός  , κλάσεως 1944 ,  βάραγε  μπουζουκάκι . Ο μουστάκιας τραγούδαγε  « αι κισ  γιου , ον μόντεϊ αντ τιουσδαϊ , γουέντσνταϊ βέρυ  γκόυντ »  και  ο βαψομαλιας  του  κανε  σιγόντο με  μια  φωνή  γιουρούκικη  λες  και είχε  κάνει  δύο φόνους  προ πέντε  λεπτών . Ντεϊ πλέη  ντίφερεντ  ώπα  χήαρ , παρετήρησε  η  σοκολάτα  , αποφασίζοντας  να  καθίσει  στο  τραπέζι  δίπλα  στο ζευγαράκι . Μια  ξανθιά ξεπετσιασμένη  από  εγκαύματα ηλιοθεραπείας , και ένα  μελαχροινο  με  μια  βερμούδα  όσο με το μέσο  της  γάμπας και  μια  κοντομάνικη   μπλούζα των  Σοξ , από κείνες  που  μοιάζουνε  με  γιακέτο  . Υπήκοοι  του  Ομπάμα , α ρε  θεία  Παρασκευούλα !
Καλώς  το λεβέντη  με  την παρέα  του  την ωραία , του  ριξε  ο τρούμπας . Τελικά  μάγκες  οι αλανιάρηδες   γνωρίζονται  μεταξύ  τους , μυρίζουνται  να  πούμε  ανάμεσό  τους  . Δεν ξέρω αν έχουνε  ραντάρια  , σόναρ  και λοιπά  αργαλεία  στο κεφάλι τους , αλλά  ενορχηστρώνουνται . Καλά  θα  περάσουμε  σκέφτηκε  εκείνος .
Ήρθε  ο γκαρσόνης  , εκείνη  δεν  ήθελε  να  φάει , θα  τσίμπαγε  να  του  κάνει παρέα , και ο γκαρσόνης  έφυγε  με  παραγγελία  , χόρτα , λουκάνικο και  μπριζολίτσα  μουσκαρίσα , και  μισό κιλό  λευκό κουτελίτη  χύμα .
Οι αλανιάρηδες  παίζανε  κάτι  μινοράκια . Φτάσανε  τα   φαγιά  , η  πουτή  είδε  τα  χόρτα , ρώτησε  τί είναι  δεν ήθελε  να  φάει . Δοκίμασες  μωρή  σακαφιόρα ? Γιατί  τα  απορρίπτεις ? Εγώ  δεν είχα  φάει προ  ετών  που  είχαμε  πάει  στο  αφρικάνικο , πρώτη  και τελευταία  στη  ζωή  μου  μά τον άγιο Κωνστίνο , εκείνα  τα  σκατά  με  τα  πιπέρια  που  έπινα  μετά γκίνες  με  την κάνουλα  για  να  σβήσω ? ΟΚ αϊ γουιλ χαβ α σμαλ. Της  έβαλε  μια  μικρή  πηρουνιά , Α..... γκουντ είπε  ντεϊ χαβ  ιν μάι κόντρυ ντις , και προσγείωσε  το λοιπό περιεχόμενο της πιατέλας στο της  μικρό πιάτο  ,  γκεια  μας , του  είπε και κατέβασε άλλη μια  ποτήρα μονοκοπανιάς  . Έτσι  είναι  μωρό  μου  τα  φασόλια  και τα  χόρτα  τα  κανε  ο θεούλης  να  γίνουνται  παντού  να  τρώει  η  φτωχολογιά .
Οι βαρύμαγκες  παίζανε  κάτι  ελαφρά  σέρβικα  και συρτάκια , ενώ  εκείνος  χειρούργησε  το λοκάνικο και έκοψε  το μπιζολικό . Λετς χαβ  σομ γουάιν  είπε  εκείνη . Και  προσγειώθηκε  το δεύτερο  μισόκιλο . Στο καρπούζι και  ενώ  οι γεροντόμαγκες  βαράγανε  κάτι  ζεμπακάκια  εκείνος  τους  έστειλε πιοτά . Οι μπερκετόμαγκες  ευχαριστήσανε  και  ρουφήξανε  τις  ουισκέλες  τις  νεροποτηράτες  σα  νεροφίδες . Γκεια μας  τους  , έκανε  η  σοκολάτα υψώνοντας  το ποτήρι χαμογελαστή  . Ώπα  είπε  και η  Αμερικάνα  που  ξύπναγε .
Γουστάρετε  κανά  βαρύ   εσύ  και  η  κοπελίτσα  να  κάνετε  κεφάκι  τώρα  που  είμαστε  μόνοι  μας , ερώτησε  ο  μουστάκιας ?  Οι  αμερικάνοι δε  μετράγανε , μάλλον  θα  χανε  πλερώσει . Ακούμε  , τους  είπε  εκείνος  . Εκείνοι  αρχίσανε  να  βαράνε   κάτι  βαρέων  βαρών  αλανιάρικα  και χασικλίδικα , για  λουλάδες , καλάμια  , αργελέδες  μαχαιρώματα , μπιστόλίσματα και  άλλα  τέτοια  ρομαντικά . Αλλαξε  το παίξιμο  και από κει που παίζανε  ντράγκα  ντρούγκα  παραράμ , άρχισε  να  ακούγεται ογκώδης  η  κιθάρα  και να  κλαίει  το μπουζουκάκι .  Ντις  ιζ  ντε  ουάν  γιου σινγκ του  είπε  εκείνη  , ντατ   φορ  δη  ντρογκς  , ενώ  οι γεροντόμαγκες  βαράγανε  τα  μουρμούρικα . Τα  χει μάθει , όλα  η  πουτάνα ,  λες  και  έχει γεννηθεί στο Μπύθουλα . Σινγκ  του είπε  , και διέταξε  το  τρίτο  μισόκιλο . Μωρή  έχουμε  και  αλλοδαπούς  και  θα  γενούμε  ρόμπα  ιντερνάσιοναλ . Σινγκ ρε , τον  παρότρυνε  η  σοκολάτα . Σίνγκ  του  είπανε  και  οι αμερικάνοι . Πάμε  ρε  παιδιά  το πρωί πρωί με  τη  δροσούλα , το χουμε . Εύκολα , είπε  χαμογελαστά  ο μουστάκιας , θα  το πεις  εσύ για  τα  παιδιά ? Ναι  μωρέ ! ... Όμορφα ... σχολίασε ,  και  του  έδωσε  τόνο  σε  σι μπεμόλ .
Άνω  κατω  χτες  τα  κάνανε στου  σιδέρη  τον παλιό  τεκέ , άρχισε  εκείνος . Ώπα  , είπε  η  σοκολάτα  βαρόντας  παλαμάκια . Πρωί πρωί  με  τη  δροσούλα , απάνω  στη  γλυκειά  μαστούρα . Χουώτ  α νάις σονγκ είπε  ο οπαδός  των Σοξ . Εστήσανε καβγά  δυο μάγκες , για  να κάνουν   ματσαράνγκες . Χουώτ  α  ρομάντικ σονγκ  σχολίασε  λιγωμένη  η  αμερικάνα . Πολύ  κάψιμο  ρε  αγόρια , σαν το λείψανο του  Άγιου Διονύση  - βοήθειά  μας .
Κουτσά  στραβά  τόπανε   ,  λέγανε  στα  γυρίσματα  μετά  το μπουζουκάκι  και  κάτι ομορφιές για  κοψίματα , άλα , ίσα  , ώπα , είπα  ( εδώ  η  σοκολάτα  άκουσε  πίπα  και του  πε  να  μη  λέει παλιόλογα )  , γιου  γκατ  νάις  βόις  συμφωνήσανε  οι ξενόγλωσσοι . Είδες  τί κάνει  το κρασάκι ? Γκίβ  μη  α  τουέντυ , του  είπε  η  σοκολάτα , άι γουάντ  του  τιπ  παπού , με  εκείνη  την ωραία  διάθεση  που  έχουνε  τα  πλάσματα  της  νύχτας  όταν το ένα  θέλει να  φχαριστήσει το άλλο  . Σούρ , τη  ρώτησε  εκείνος . Έλα ρε , Νόμποντυ  πλαης  γκουντ uncool  , γουιθ νο ντρινγκ αντ  νο μονεϊ  Όλα  τα  μαθε  η  καριόλα . Στο τσεπάκι του ποκαμίσου  μωρή . Άι νο , του άπήντησε  σε  τόνο αυστηρό . Το κοριτσάκι  λεει  να  σου  παίξουμε  να  χορέψεις . Του  είπε  ο μουστάκιας . Θες  ένα  απτάλικο ? Και  άρχισε  να  παίζει  εκείνο το κάντονε  Σταύρο κάντονε , εκείνος  σηκώθηκε  και άρχισε  να  φέρνει τι βόλτα  ήσυχα  , στο ρυθμό  χωρίς  φιγούρα , μόνο  καμιά  στροφή . Χτύπα  το  ρε ζημιάρη  προέτρεψε  ο τρούμπας , και εκείνος  κατά  το παραδοσιακό  άρχισε  να  βαράει  τα τακούνια  στο ξύλινο πάτωμα  μετρώντας  τα  όγδοα .
Αλανιααααααααααααααρηηηηηηη , σχολίασε  επιδοκιμαστικά   ο μουστάκιας . Τέλειωσε  ο χορός  προσγειώθηκε  και  ένα  μισόκιλο  κόρτεζι από το κατάστημα .
Γούαϊ  χη  καλντ  γιου  κλανιάρη , ρώτησε  η  σοκολάτα . Αυτός  προσπάθησε  σε  αγγλομπινί να  της  κάνει μπρίφινγκ  το  μόρτικο , τι  εστί  αλάνα , η  κότα  η  αλανιάρα που  τριγυρνά και τσιμπάει . Εκείνοι  τον  ήκουε  μετά  προσοχής . Εκείνος  τέλειωσε , εκείνη  έπαθε  διάλειψη . Μετά  χαμογέλασε  και  του  είπε  συτυχισμένη , δεν  άι αμ  νοτ  μποτάνα , άι αμ  αλανιάρα . Έχει  αντίληψη  στα  μόρτικα  δεν μπορείς  να  πεις .
Ο αμερικάνος  ξύπνησε , και ζήτησε  από τον  μουστάκια να  παίξει κάτι  ραμάντικ . Ευτυχώς  γιατ΄λι κοντεύαμε  να  γενούμε  τσάμπα  μάγκες , και να  στρώσουμε  κεφάλα χωρίς  να  τομυρίσουμε , μόνο  από  τα  τραγούδια . Δεν  ξέρουμε  ευρωπαϊκά ,  είπε  ο μουστάκιας , προφανώς  ψέμματα  .
 Η  σοκολάτα  , που  την  είχε  πάρει  γραμμή  , του  είπε  να  πάρει  αυτός  την κιθάρα . Μαζέψου  μωρή  ζουρλή  σοβαροι  αθρώποι  θα  παίζουμε  το ζητιανόξυλο στα  κουτούκια . Ελα  πληηηηηζ . Θα  παίξεις  ρε  άρχοντα  να  φάμε  και  εμείς  να  έρθουμε  που  είμαστε  εδώ  από τις  7 και έχει πιάσει φωτιά  ο κώλος  μας ? Ρώτησε  ο μουστάκιας , δίνοντας  του  την κιθάρα . Χη  πλαίηζ  βέρυ  νάις  πληροφόρησε  τους  αμερικάνους  η  έτσι  χαμογελαστά . Λέγοντας  του  στο  αυτί , μπατ  γιου  γουιλ νοτ σετ  παρτούζα  ορ  σουίνγκινγκ σουαπ  μαλακίες  γκουιθ ντα  κιντς  ντέι αρ  ιν λοβ .
Εκείνος σε  ρε  το μπάσο , και άρχισε  με  ρε  ματζόρε , φα σολ λα σολ φα μι  το άλγουαίης  ιν μάι μάιντ . Τους  το παιξε  σόλο , το είπε  κι όλας , έκανε  και τα  πουτανίστικα  τα καταβάσματα  με  τα  αρπίσματα . Οι  αμερικάνοι γουστάρανε . Χη  ις λάι γουίλι  νέλσον , είπε  η  αμερικάνα . Της  θειας  σου  το  μπουγαδοκόφινο  μωρή  ξεκωλιάρα  που  θα  μου  πεις  ότι  είμαι σαν τον κωλογέροντα , σκέφτηκε  εκείνος . Θένκιου  , είπε . Φίνα  είπανε  οι  αλανιάρηδες  που  είχανε  στρωθεί σε  κάτι πιατάρες  σαν την Πλαταία  Ομονοίας  με  γύρο , κρόμμυα , πατάτες  και πιτόνια  και κολατσίζανε. Γιου νο σπανις  ; ρώτησε  ο αμερικάνος . Χη  νοους  το σινγκ ντο το σπηκ , τον έδωσε  στεγνά  η  σοκολάτα . Μαζέψου  μωρή  Κάστρου  φιδοφάγα  και  έχω  γίνει  στην πένα , θα  αρχίσω  να  φαλτσάρω  και θα  γίνω  ρεζίλι  και στο Νέο Κόσμο . Μέτρο ? Ρώτησε  εκείνη . Ελα  ρε , πλαίη  μπιστολέρο . Και  τους  έπαιξε το Desperado . Εκείνη  την  στιγμή  γύρισε  και του είπε  αποφασιστικά , Ουάν  μορ  αντ  γουή  γκο , θελω  γκαμίσω  , του είπε στο αυτί .
Τους  είπε το μαλαγκένια  σαλερόσσα . Η  αμερικάνα  έλιωσε  πλερώκανε , φιληθηκανε  η  πουτή  και  η  αμερικάνα . Χάρυ , του  είπε  όταν μπηκανε  στο αμάξι . Πήγανε  στον  Πρίαμο . Tognight , you  will not  sleep του  είπε  καθώς  έκλεινε  την πόρτα  ξεκουμπώνοντας  το παντελόνι  της αφήνοντας  ελεύθερη  την κωλάρα  της . Τonight , θα  σε  γκαμήσω untill the  morning .

2 σχόλια:

Vitsi είπε...

Pur κόψε τα πολλά σοκολατάκια, διότι δεν είναι για την ηλικία σου. Το ζάχαρο βαράει και τυφλώνει....

PURANGER είπε...

Μμμμμμ
Είναι εξάρτηση που δεν κόβεται.
Καμμιά φορά περνάς και καλά , όπως την ανωτέρω βραδυά του θέρους.
Κοριτσάκια είναι κι αυτά ...