1 Ιουλ 2010

Αποσπάσματα από Έρωτες Βρόχα πάρτυ 2 Επεισόδιον 2ον

Καλό  μήνα
Λέντις  αντ  Τσέντερμεν
Μπόυς  αντ  γκιρλς
( αντ στράκια )


Ήτο  η  επόμενη  νυξ . Νυξ  νυχτωμένη  και  σκότεινη . Είχε  επιστρέψει  από  το Μικρολίμανο  που  είχε  φάει  κάτι  σκαθάρια , ψαρόσουπα , χταπόδια , ούζα , σαλάτες , κροκέτες και τέτοια  σκατά , και απορούσε  γιατί ενώ  είχε  φάει μόνο frutti  di mare είχε  δυσπεψία  , αναγούλες  και  καούρες . Ήπιε  μια  σοδίτσα  , αλλά  αποτέλεσμα  μεδέν . Άνοιξε  την  κατάψυξη , έβγαλε  ένα  Jaegermaister , έβγαλε  και  ένα παγωμένο σφηνάκι . Κάπως  αρχισε  να  ξαλαφρώνει . Άνοιξε  τον  κλιματισμό  κάθισε  στην  καναπεδάρα  τη  δερμάτινη  δίπλα  στη  βιβλιοθήκη  και  έβαλε  το  σι ντι  να  παίζει  και  στρώθηκε  να  τελειώσει  το  επεισόδιο  από  τα  απομνημονεύματά  του  , μια  νύχτα  μοναχική  γεμάτη  υγρασία   καλοκαιριάτικη  που  κολλαγε  πάνω  σου  σα  μαλαφράτζα  , διότι  μολις  είχε  σταματήσει  η  Βρόχα  να  πίπτει  Ράιτ  θρου .

( Αυτό  το βαλε  στο  τσι ντι  ανοίχτε  το να  το ακούτε  όσο διαβάζετε)

Εκείνος   βρισκόταν  εντός  του  κωλάδικου , καθισμένος  επί  του  καναπέος , του  χανε  φέρει και  ένα  βουίσκι  , φημισμένη  περδικούλα , κάτι  φυστίκια προπολεμικά , του  χανε  ευκηθεί  και  καλά να  περάσει  και  τον  αφήκανε  μόνο  του  να  βλέπει  τις  ξεγράκωτες  στο  σουλήνα  , να  καπνίζει  τα  τσιγαράκια  του  και  να  παίζει  την κομπολόγα  του . Ενώ  όξω  η  βρόχα  έπιπτε  ίσως  και  λίγο  σαν  να  κατουρεί πόντικας  ίσως  και στρέιτ  θρου .
Γυρνάγανε  γύρω  γύρω  οι τρύπερς , άλλη  με το στρινγκ  , άλλη  με  φόρεμα διάφανο  να  φαίνουνται  όλα  από  μέσα , άλλες  με  σόρτς , άλλες  με  φουστάνι  μίνι  σηκωμένο  να  φαίνεται  η  κωλάρα , ωραία  πράματα , έγινε  και  ένα  λάιβ  σόου , αλλά  υπήρχε  μια  γενική μπαζοκατάσταση , και  μια  μιζέρια  , όλες  στο μπίρι μπίρι  και  στη  ζήτα  για  κανα  πουτό , για  κανά  χουρό , για  κανα  καλό  πριβε  , απάνου  στο  πατάρι  κουρτινάτο , ή  ανλτητικό  κατά  τις  προθέσεις  και  το βαλάντιο  του  πελάτου  και  την όρεξη  της  πουτής . Ενώ  μέσα  στο κωλάδικο  ακόμα  στεγνοί ήμαστα , γιατί  έξω  όλο  και  ή  βρόχα  έπιπτε  ράιτ  θρου .
Εκείνος  ήπιε  και  ένα  δεύτερο  βουίσκυ , με πάγο  και  σοδίτσα , ενώ  αρχίσανε  από  το  τραπέζι  του  να  περνάνε  διάφορες , μια  χοντρή  με  ένα  μακρύ  φόρεμα , που  έκατσε  στο  πόδι του , και  ευτυχώς  που  όταν  ήτανε  μικρός  έπαιζε  ποδόσφαιρο  γιατί  αλλιώς  θα  του  το'χε  ξεράνει , μια  ψηλιά  αδύνατη , περασμένη  με  κακιωμένη  φάτσα  μαύρο πουκαμισάκι  και στρίγκ  με  σουβλερή  μύτη . Η  τελευταία  προσεβλήθη που  δεν τη  θυμότανε  και  του  πε  ότι  θα  του  κάνει  και  ένα  πριβέ  αξέχαστο , αλλά  εκείνος  που  θυμότανε  καλύτερα  της  απήντησε ότι  προ  έτους , όταν  δούλευε  στο Βατραχονήσι , έλεγε  ότι  δεν  φτιάχνει  φραπέδες καλαμωτούς  και μπριζολίτσες  και  δεν βγαίνει  ραντεβουδάκια  εξωτερικά  , οπότε  φέρνει ο καιρός  τα  λάχανα  φέρνει  και τα  παραπούλια . Έφυγε  η  ψηλιά  και ήρθε  μια  γριά  , η  οποία  μάλλον  ήταν  η  χιουμοριστική  ατραξιόν  του  καταστήματος  γιατί  και  περισσότερες  κόκες  από τον Τονυ  Μοντάνα  να  χες  κατεβάσει , και πάλι αυτή  για  κωλομπαρού  δεν την περνούσες . Και  αυτά  γίνονταν  ενώ  η  πότρα  άνοιξε  να  μπεί μια  παρέα , και  μπήκε  μέσα  η  μυρωδιά  της  βρόχας  που  έπιπτε  ράιτ  θρου .
Μετά  πέρασε  μια  ξανθιά  με  ένα  λαχανί  φουστάκι και  και  τοπ  και  τουπε  να  τον ανεβάσει  στην  κουρτίνα  , αλλά  μύριζε  ο στόμας  της . Κατόπιν  πέρασε  και  μια  κοντή  μελαχροινή  σαν  στέκα  λεπτή  και  τι  να  κάνεις  με  δαύτη . Και  μετά  μια  αραπίνα  χαμογελαστή  , ζουμπουρλού  και  τούμπανο , που  αφού  τον  πλάκωσε  στις  γρήγορες  με  το  τσαντικό  της  του  πε  σε  πολύ  καλά  ελληνικά  γελώντας  « Έλα  να  σου  κάνω  μπριβέ  να σου  γκλυψω  μπουλάκι  να  συσεις » . Και  ενώ  πήγαινε  να  γίνει  αρχή  διαπραγματεύσεων  , της  την έπεσε  ένας  γκαρσόνις  και  την  πήγε στην παρέα  που  είχε  μπει  μόλις , και  τσουπ  εκείνη  ανέβηκε  με  ένα  τύπο  απάνου , προφανώς  γιατί   τη  ζήτησε  από το σερβιτόρο  να  του  τη  στείλει  να  του  γλύψει το πουλάκι  του , ενώ  η  βρόχα  δεν θα  χε  κόψει  ακόμα  και  θα  έπιπτε  στρέιτ  θρου .
Με  τα  πολλά  και  εκεί  που  ετοιμαζόμαστε  να  δώκουμε  παράγγελμα  άπαρσις , πλησιάζει  μια  έτσι  με  μια  μαλούρα  φουντωτή  , γύρω  στο 1.97  με  τον τάκο , μάυρη  κι άραχλη  σαν πίσσα , με  ωραίο δέρμα , λεπτή  και  αρωτά « να  κάτσω» . Και  δεν κάθεσαι της  απήντησε  εκείνος  , και άρχισε  να  απλώνει , διότι φόραγε  και  ένα  στριγκ  απειροελάχιστο , και  σε  ωθούσε  στην  απλωτική . Και  εκεί  που  εκείνος  της  είχε  γραπώσει  το  δεξί κωλομέρι  , εκείνη   αρχίζει  κάτι μυστήριες  εξηγήσεις , για  πριβέδες , για  χορούς  , για  ποτά . Και  του  είπε να  μη  της βάνει  χέρι  άμα  δεν κερνάει  ποτό  και τέτοια . Τώρα  εκείνος  δεν θελγόταν  από   τα  μυστήρια  από τότενες  που  ήντουνε  πιτσιρής  και  διάβαζε τη  μάσκα  στο  υπόγειο  για να μη  τονε  κάνει  ίσαμε  δυο  αλόγατα με  τη  λουρίδα   ο ντάντυς  του  κάτι νύχτες  χειμωνίατικες , όταν η  βρόχα  έπιπτε  ράιτ  θρου .
Η  συνέχεια  στο  επόμενο

25 Ιουν 2010

Βρόχα Πάρτυ 2 Επεισόδιον 1ον

Ήτο  ώρα  δύσκολη . Δυσκοίλια , στριμόκωλη  και συναχωμένη. Όξω  είχε  βρέξει , αλλά  ήτο  θέρος  και  είχε  βάλει  μια  υγρασία  να  κολάει το σώβρακο στην  κωλοτρυπίδα  σου  και  μετά να  πετάς  κάτι καντήλες  σαν  προπολεμικό τάλαρο . Εκείνος  έπινε  καϊπιρίνια  με  κάτι  φίλους  του  στο  Βραζιλιάνικο  χλιδαμπουροφαγάδικο  της  Γλυφάδας  , αφού  είχανε  ξεσκιστεί  στη  μασαμπούκα , απορώντας  γιατί  δε  γράφουνε  οι κοιλιακοί  τους  ένα  βραδάκι   γύρω  στη μία  μεταμεσονύκτια  , παρακολουθώντας  όξω  τη  βρόχα  που  έπιπτε  ράιτ  θρου .

Αίφνης , τον  ένα  τον  πήρε  η  γυναίκα  του  , τον άλλον  η  γκόμενά  του  και τον 3ο  μια  ρωσσίδα  βίζιτα  , που  του  είπε  ότι  τον  περίμενε  στο  χοτέλι  που  έχει το  όνομα  του  κοτέρατου  του  συχωρεμένου  του  Νιάρχου . Εκείνοι  την  πουλέψανε   σαν  να  τους  κυνηγάγανε  δαίμονες  , αφού  τακτοποιήσανε  το  λογαριασμό , για  να  πάει  ο καθείς  να  βρει  την τύχη  του .

Εκείνος  έμεινε  να  κοιτάει  κάτι  ξέκωλες  βραζιλιάνες   που  χορεύανε  ανάμεσα  σε  πουρούς  και  πουράτους , είχε  νικήσει προ ολίγου  η  Seleção  και κουνάγανε  χαριτωμένα  τις  κωλάρες  τους , και  γενικά  παρουσιάζανε  ένα  θέαμα  μέγκλα  ενω  η  βρόχα  είχε  κοπάσει  και  δεν έπιπτε  πλέον στρέιτ  θρου .

Εκεί  που  πήγε  να  γεμίσει  στον  κενό  χώρο , ενεφανίσθη ένας  μπίχλας  μανατζερόφατσας , και μάζεψε  τις  σεισοπυγίδες , και  τις  έβαλε  μέσα   να  τις  πάει  προφανώς  για  νάνι  στα  ξενοδοχεία   και  συμπτωματικά  μετά  την  κοπανήσανε  και  κάτι πουράτοι με  μερσεντικά . Έτσι  μείναμε  με  το πέουλα εις  το χέρι  και  ο  καιρός  ξανάκλεινε  και σε  λίγο θα  άρχιζε  να  πίπτει η  βρόχα  ράιτ  θρου .

Εκείνος  δεν  το  έβαλε  κάτω , πήρε  το αμάξι  του , άναψε  και  ένα  τσιγαράκι  κίνγκ σάιζ , και  ξεκίνησε  για  τους  γνωστούς  προορισμούς  , διότι  τον  είχανε  φτιάξει  οι καριόλες  και  έπρεπε  να  βρει διέξοδο  επειγόντως  , διότι  στα  75  εκτός  από  το  ότι  δε  λέει , είναι  και επικίνδυνο  για  καρδιές  κ.λπ.  να  προβαίνεις  στις  κατά  μόνας  ηδονες , καλοκαιριάτικο με  υγρασία  χωρίς  ούτε  μια  ψιχαλίτσα  να  πίτπει  στρέι θρου .

Ώρα  2.30  και κάτι  ψιλά . Γνωστό στριποκωλόμπαρο   Β΄ Εθνικής  Κατηγορίας . Καθημερινή . Απ΄ όξω  αυτοκίνητα . Πολλά  αυτοκίνητα  , για  καθημερινή . Εισερχόμεθα   χωρίς  πολλές  προσδοκίες , διότι  η  νύξ  ήτο  ολίγον  μουντή  και  σκότεινη , αν  και  βρόχα  δεν  έπιπτε  ράιτ  θρου .

Εξυπηρετικοί  λαμογιοειδείς  περιποιητές  του  καταστήματος  μας  καθίζουνε  στον καναπέ , μας  φέρνουνε  το  προβλεπόμενο  νερό που  καίει  με  τα  δέοντα  μπαγιάτικα  αλμυρά - κάτι σαν - φυστίκια . Κοσμός  πολύς  όλος  παραδόξως  δεν  υπάρχει μέσα . Αλλά  δεν ανεβαίνουνε  και  απάνου  στο κουρτινοπριβέ , ούτε  ποτά  κερνάνε , οι κερίες  στα  τραπέζια , φόλα  νούμερο 22 φάγαμε , χέστα , καλύτερα  ήταν μια  φορά  στο  Τζέρσι Σίτυ  που  μας  τα  πήρε  μια  Πορτορικάνα  μια  σε  ένα  ζάδικο  που  έπαιζε  έμινεμ και όξω  η  βρόχα  έπιτε  στρειτ θρου .

 

Η  συνέχεια  στο  επόμενο .

28 Μαΐ 2010

LA CUMPARSITA

Posted by Picasa

15 Απρ 2010

Μπριζολίτσα Τραπεζάτη

Από  διηγήσεις φίλων  σχηματίζω  την εντύπωση  ότι  τελευταίως  το παραδοσιακό  ποτούδικο φραπεδάκι  είναι  της  ξευτίλας .

Η  κρίση  έφερε  έλλειψη  ρευστότητας . Έτσι οι στριποφίλ  τείνουν  να γίνουν  τελείως  κάγκουρες . Με  μία  επίσκεψη  σε σωληνούργειο αναζητούν  και  υπηρεσίες  συναφούς  χαμαιτυπείου . Οπότε  οι σκληρώς  πληττόμενες από  την κρίση  εργαζόμενες  στην  τιμή  του  παραδοσιακού φραπέ  προσφέρουν μουσικές  πνευστών  και απολαύσεις  συναφείς με  εκείνες  της  Βάρης .

Υπάρχουν  , βεβαίως  , κάποιο άπιστοι , οι οποίοι θεωρούν  ότι  η  φαντασία  μου  είναι  οργιώδης  , και  λέω  ό,τι  μου  καπνίσει .

Για  να  δούμε  λοιπόν.  Ας  πούμε  μια  παλι/α  ιστορία , διετίας , για  κάποιες  τέτοιες  διασκεδάσεις , τό τε  που  το φραπεδάκι ήτο σπάνιο .

Ο φίλος  μας  ο Ανδρέας  βρισκόταν  σε  υθεντικό  Σωληνουργείο έναντι  κυνοκομείων . Οι φίλοι του  απεχώρησαν  και  έμεινε  μόνος  του  περί  το λυκαυγές .
Τον  συντρόφευε Γαζέλα  από τις  ολίγες  που  συνδύαζαν κορμί  και  Πρόσωπο . Το όνομά  της  παρέπεμπε  στην ευμάρεια . Ψηλή , λεπτή  τέλειος  ολοστρόγγυλος  κώλος . Τον αναζητάνε  παλιοί μαυροβούνιοι και  τους  βρίζουνε  άλλες  κακές  γαζέλες  που  τη  φθονούνε .  
( Πλέον μένει στο Παγκράτι με  τον αραβωνιαστικό της  και εργάζεται σε  κατάστημα  υποδημάτων )
Μαζί με  τον Ανδρέα  και  την προαναφερθείσα γαζέλα  καθόταν και μία  άλλη   εξ ίσου  όμορφη  γαζέλα ,  πλην όμως  αναιδής  και κακότροπη , η οποία πλέον και αυτή  απεχώρησε  για  την Αλβιόνα  .

Σε  κάποια  στιγμή , η θρυλική  αυτή  εργάτρια , η  Παγκρατιώτισα , πλέον , για  να    ευχαριστήσει τον πελάτη  της ( ποιος  της  έβαζε ποτέ  2 νεράκια ? )  , τον καλό Ανδρέα  ,  έβγαλε  το βρακάκι  της , και αρχίσε να προσφέρει  χορό  με  ελεύθερα  πιασίματα  χωρίς  αντίτιμο ,ενώ  εν τέλει  έναντι  του  μαύρου ( στο τσαντάκι , χωρίς  το ποσοστό του  καταστήματος  )  20άρικου αρχίσε  σούπερ φραπέ  τραπεζάτο . Σε  κάποια  στιγμή  επιχείρησε  τρίψιμο ακά . Ο Ανδρέας  την εμπόδισε  ,  κάθετα  αλλά  ευγενώς  . Τότε  η  εργάτρια ρώτησε τον Ανδρέα  αν είχε   μαζί του  σκουφάκι ( ισχυριζόμενη  ότι δεν είχε  τα  δικά  της  μαζί  της ) ,  υποσχόμενη ότι με  ένα  20άρικο θα έψηνε  τραπεζάτη  μπριζολίτσα  σούπερ .

Ο Ανδρέας  όλως  τυχαίως  ήταν  εξοπλισμένος . Το ανέσυρε  από την τσέπη  του , από περιέργεια  περισσότερο  και  λίγώτερο από επιθυμία . Και τότε   η  τίμια  εργάτρια  έκανε  την υπόσχεσή  της  πράξη . Σε  μαγαζί με  φώτα , και σε  τραπέζι καναπέ  υπερυψωμένο . Η  άλλη  κακότροπη  και αναιδής  γαζέλα  κρατούσε  φανάρι .

Συνήθως  η  εν λόγω  αποσυρθείσα  γαζέλα   έψηνε  την μπριζολίτσα  του πελάτη  σε  τραπεζάκι γωνιακό  , κοντά  στα  καμαρίνια . Με  αντίτιμο  το  στάνταρ  πενηντάρι  του  πριβέ
Την ψάχνουνε  λαχανέμπορες , καπεταναίοι , πειρατές , γκάνγκστερ .

Βέβαια  αυτά  είναι  φίδια που  λένε  και οι Ευγενείς !
Μην τα  πιστεύετε !

31 Μαρ 2010

Μικρό Ερωτικό

 

Σ΄αποζήτησα  χτες  και  πάλι . Μου  έλλειπες . Και νοσταλγούσα  την όψη  σου , τη  φωνή  σου , τα  συναισθήματα  που μου  ξυπνάς . Και  έτσι ήρθα  κοντά  σου .

Σε  έγδυσα  από το  βαρύ  δερμάτινο  κουστούμι σου , και  άρχισα  να  σε  χαϊδεύω . Τις  όμορφες  καμπύλες  σου , το μακρύ  λαιμό  σου . Κι άρχισα  σιγά  σιγά  να  νιώθω  τα  βογκητά  σου  καθώς  σε  προετοίμαζα . Σε  λίγο ήσουν έτοιμη .

Έτοιμη  να  μου προσφέρεις την  απεραντοσύνη  της  σκέψης . Έτοιμη  να  μου  διασκεδάσεις  τη  λύπη με  τη  γλύκα  σου . Να  διώξεις  το φόβο με  το  σιγανό μουρμούρισμά  σου . Να  συντροφέψεις  τη  χαρά  μου με  το κρεσέντο σου .

Κιθάρα  μου γιατί  να  μην είσαι  εσύ  η μόνη  ερωμένη μου ?

17 Φεβ 2010

ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ

Χρόνια  πολλά .

Να  τα  εκατοστίσεις . Με  υγεία . Με  ευτυχία . Με  ό,τι  γουστάρεις .

Σου  εύχομαι  τα  όνειρά  σου  να  βγούνε  αληθινά .

15 Φεβ 2010

H Βρόχα του Πουρέιτζερ .

Ήτο νυξ. Νύξ βαθεία . Με σύννεφα μαβιά και μπλαβιασμένα . Πολύ μπλαβιασμένα . Αυτός ήταν καθισμένος στη ντιβανοκασέλα του μπροστά στο τζάκι . Ήταν σε φάση στριμοκωλέισον . Μελαγχολικιά και συναχωμένη . Κι όξω φυσούσε , φυσούσε πολύ και η Βρόχα έπιπτε ράιτ θρου

( ΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩααααααααααααααααα)

Σε κάποια στιγμή σηκώθηκε , του χε πέσει βαριά η ταραμοσαλάτα και τα θράψαλα λαδολέμονο που του χε φτιάξει η Φιλιπινέζα παρακόρη του , ρέυτηκε , έκλασε , αλλά ήτο αδύνατον να διώξει τη θλίψη του . Πήρε την κομπολόγα του την κεχριμπαρένια , και άρχιζε να αναπολεί με ύφος σκεφτικό , πολύ σκεφτικό , σαν το ύφος της γελάδας που βλέπει τα τρένα να περνάνε . Χλάπα χλούπα οι χάντρες οι κεχριμπαρένιες και εκείνος να αναπολεί ατενίζοντας όξω από το τζάμι που ο αέρας φυσομανούσε και η βρόχα έπιπτε στρέιτ θρου .

(ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΛΛΛΑ )

Αίφνης σηκώθηκε , έκλεισε το στέρεο που έπαιζε βαριά μπετοβενίστικη κλαστική μουσική , έβαλε στο ποτήρι του μια μαστίχα , πήρε ένα τόμο από τα απονημονεύματά του από τη βιβλιοθήκη του , στρώθηκε στην ντιβανοκασέλα , άναψε και ένα τσιγαράκι , κινγκ σάιζ , και έπιασε να διαβάζει , ένα βράδυ λυπητερό και σκοτεινό , που όξω φυσαγε ο μαΐστρος και η βρόχα έπιπτε ράιτ θρου .

(ΩΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ)

Τόμος εξηκοστός πέμπτος , σελίδα χίλια εφτακόσα ενενήντα δύο, παράγραφος ιβ , στίχος τέσσερα και κάτι ψιλά .
Ένα βράδυ αφού είχε φάει στο τζάκσον , είχε πιεί πέντε ουίσκια στο Μάι Τάι , πέρασε στο από το μπουτίκ , όπου είχε πάρτυ μια φίλη του , όμορφη πουρομουνίτσα . Πήγε είδε δύο τρεις φίλους του που κάθονταν στο μπαρ , λεβένετες και φλογερούς εραστάς γεννηθέντας το 1832 , που εξηγούντο όμορφα και φίνα , αλλά όπως μίλαγε με τους κολητούς του διεπίστωσε , ότι η πουρομουνίτσα που εκάθητο εξαπεναντίας του , του κανε κορδέλες με ένανε που τονε λέγανε Φριτς και είχε γενική αντιπροσωπία τις ιταλικές καπότες . Εκείνος οργίστηκε , οργίστηκε πολύ και βγήκε όξω , και έμεινε να περιμένει τον παρκαδόρο να του φέρει τη μπέμπα του , ενώ το πρόσωπό του το χαράκωνε η βρόχα που έπιπτε ράιτ θρου .

Αλαααααααααααααααααααααα

Μπήκε στο μπεμπε , άναψε το σι ντι πλέηερ , άναψε και ένα τσιγαράκι , και βάλθηκε να ανηφορίζει το μπαζωμένο Ιλισό , μέχρι που έπιασε Βτραχονήσι . Εκεί κάτου από μια μεγάλη πινακίδα είδε μια πόρτα που ήταν ένα κέντρο , ήταν απόξω κάτι μυστήριοι , ξάκρισε το όχημα , να μπω ερώτηξε , περάστε του είπανε , έδωσε τα κλειδιά και τον περάσανε στη σάλα , ενώ η βρόχα έπιπτε στρέιτ θρου .

Τον βάλανε σε ένα καναπέ . Και εκεί σε μια στιγμή , κάνει μπραφ μια μυστήρια 2 μέτρα και 9 εκατοστά ψηλή , μαύρη κατράμι , που φόραγε ένα άσπρο αραχνοΰφαντο φόρεμα , που ούλα φαινούντανε , μεχρι το στρίνγκ κοντό μπροστά , μέχρι τους αστράγαλοι μακρύ πίσω , με κάτι ντάκους 32 πόντους . Να κάτσω αρώτηξε , κάτσε της απήντησε , έκατσε . Να πιω , Πιες . ΝΑ σε κάνω και πριβέ . Τον έκανε . Και εκεί που τα λέγανε , επειδή η δεσποινίς ήτο πολύ όπως πρέπει , μερακλού και τσαχπινογαργαλιάρα . Της έκανε την πρόταση , την ώρα που της έπιανε το μπουτάκι , να βγούνε και να πάνε να φάνε κανένα ψάρι . Να πάμε του είπε εκείνη αύριο πούχω ρεπό και του έδωσε το τηλέφωνό της ,αλλά να μην πάμε για ψάρια , να πάμε να φάμε κανένα κοψίδι να λιγδώσει το αντεράκι μου που εδώ και δύο μήνες τη βγάζω με ρύζι και νερόβραστες λαχανίδες . Εκείνος την αγκάλιασε , της χάιδεψε το χεράκι , τη φίλησε το μέτωπο , και απεχώρησε οδηγώντας τη μπέμπα του προς το σπίτι του μια νύχτα τεθλιμμένη που η βρόχα έπιπτε ράιτ θρου .

ΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩπααααααααααααααααααααααααααααααααα

Την επομένη , τον πήρε τηλέφωνο να την πάρει αυτός , βγήκανε όξω , αυτή έφαγε δυο κιλά παϊδάκια , τριά πιάτα κιοφτέδες , δυο μελιτζανοσαλάτες και μια χωριάτικη , ήπιε και ενάμισυ κιλό κρασί χύμα , ντερλίκωσε ίσιωσε , πήγανε και για ποτάκια , που να πάμε τώρα , να σε πάω εδώ παραπάνω που είναι άνα καλό χοτέλι με απαρταμάντς , να πιούμε το ουισκάκι μας με την ησυχία μας , να γνωριστούμε και να μιλήσουμε για μας . ΝΑ ρθω του είπε αυτή , αλλά ως σκέση , όχι ως τροτουάρ , διότι εγώ είμαι σοβαρή κοπέλα και κατάγομαι από να χωριό βαθειά μέσα στη ζούγκλα της Πιπάμπουε , ανατολικά της Ουρακοτάνγκα , που βρέχεται από τη λίμνη Πουταγκανίκα , και η μαμά μου είναι πολή αυστηρά και άμα φυσάει ο μουσώνας η βρόχα πίπτει στρέιτ θρου .

Άλλλλλλλλλλλλλαααααααααααααααααααα

Κατόπιν ανέβηκαν στο δωμάτιο , ήπιανε τα ουίσκια της ήπιανε τις σαμπάνιες τους , την έστρωσε επί του καναπέος , διότι είχανε πάρει σουγίτα , και επειδή το πολυτιμώτερον το είχε δομένο καμιά οχτακοσαριά φορές προηγουμένως , τον άφησε να της το κάνει και ανωμάλως . Μετά όταν φεύγανε , του είπε το ξέρω ότι είστε σοβαρός κύριος και διαφορετικός και θα ηγαπείτε , και εκείνος συμφώνησε , της έδωκε και ένα περιπαθές φιλί , έβγαλε να της δώκει και ένα κατοσταρικάκι , αλλά εκείνη το αρνήθηκε , για ποια με περάσατε , εκείνος το βαλε στην τσέπη , πολύ την εξετίμησε που ήτο ηθικιά και τιμία , και την πούλεψε για το Γκστάαντ , να πάει για σκί , μια νύχτα κρύα που η βρόχα έπιπτε ράιτ θρου .

ΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩ

Ακολούθως , όταν γύρισε από το Γκστάαντ δεν την έπαιρνε τηλέφωνα , εκείνη έστελνε μηνύματα . Μέχρι που μια φορά με ένα μήνυμα λυπημένο και κλαφτό του εζήτησε να τον δει . Εκείνος συγκατένευσε και την πήγε στο Καστελόριζο να φάνε αστακοκαραβίδες , σφυρίδα και πετρομπαρμπουνόπουλα μυστακοφόρα . Στη συζήτηξη επάνω εκείνη του είπε πως την είχε πληγώσει πολύ , διότι την είχε χρησιμοποιήσει και μετά την πέταξε στον κάλαθο των αχρήστων , ενώ εκείνη τον ηγάπα σφόδρα και η βρόχα έπιπτε στρέιτ θρου .

ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΛΛΛΛΛΛΛΛΛΛΛΛΛΛΛΛΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ

Εκείνος με τα πολλά εδέχθη να επανασυνδεθούν , αλλά εκείνη του είπε με θλίψη ότι δεν μπορεί να σταθεί κοντά του διότι αυτός είναι ένα φραγκοκαβλέουρας γεροφορτώγκας , ενώ εκείνη είναι μια κοπέλα φωχιά που δεν έχει δεύτερο μπέμπι ντολλ , και πως θα σταθεί δίπλα του , που θα την σχολιάζουνε πως τονε θέλει μόνο για να του τα τρώει . Αυτός έκανε να βγάλει το μπουκ με τα τσέκια , αλλά αυτή τον σταμάτησε και του είπε ότι δεν δέχεται λεπτά , από πάρτη του διότι είναι βόυφρέντ της , αλλά άμα θέλει να τη βοηθά στο κλάμπ που εργαζόταν για να πληρώνει τα δίδαχτρα για τη Σχολή της που σπούδαζε κοπτοραπτού .Εκείνος πάγαινε τη βόηθαγε , τη βόηθαγε μέχρι μαλακίας , εκείνη του καθότανε δις της εβδομάδος , μέχρι που εκείνος έμαθε ότι τη βοηθάνε άλλοι 3 τακτικοί και καμιά εκατομπενηνταριά έχταχτοι , διότι ήσαν φιλάνθρωποι πολύ φιλάνθρωποι , και δεν αφήνουνε μια φτωχιά κοπέλα να χαθεί και να περιπλανάται στους δρόμους , μόνη , έρημη , ρακένδυτη στη νύχτα όταν η βράχα πίπτει ράιτ θρου .

ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΛΛΛΛΛΛΛΛΛΛΛΛΛΛΛΛΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ

Εκείνος το φερε βαρέως και γνώρισε μετά ταύτα καμιά τριανταριά καλές κοπέλες συζητήσιμες και της εξυπηρετήσεως , για να πνίξει τον πόνο του . Εκείνη βασικά χέστηκε , αλλά επειδή της λείπανε κάτι ψιλά και είχε λεπτά αισθήματα τον βομβάρδιζε με μηνύματα και τηλέφωνα , εκείνος δεν της απήντα , εκείνη σκύλιαζε. Τέλος πάντων μία μέρα πήγανε να φάνε . Εκείνος έφαγε ένα στέικ και ήπιε μια κοκα κόλα , εκείνη ήπιε τον άμπακα και έφαγε τον αγλέορα και του είπε να τα ξαναβρούνε, του πε να την περιμένει στο Σταθμό του Μονάχου , στην 30 Φεβρουαρίου , διότι πήγαινε στην πατρίδα που η μαμά θα έκανε εγχείριση για κωλικό στο νύχι . Εκείνος πήρε το αιρ μπας . Πήγε στο Μόναχο . Έφαγε τα λουκάνικά του , έφαγε το σάουερ κραουτ του , τα κότσια του , τα μπρέτσελ του , ήπιε τις μπύρες του . Και ξεκίνησε για το Σταθιμό . Αυτή δε φάνηκε .

Και η βρόχα έπιπτε στρέιτ θρου .