23 Σεπ 2009

Ατυχήματα από αδεξιότητα

Είναι  νύχτα  και  το  ίδρυμα  κατάμεστο . Χειμώνας  και  η  ώρα  προχωρημένη . Οι θαμώνες  βιώνουν  την  γλυκιά  ατμόσφαιρα  της  ελαφράς  μέθης  και  της  κάβλας  του  κωλομπαρίστα . Στο Σωλήνα  εξελίσσονται  σόου , αλλά  και εξωτικοί χοροί από ευειδείς  υπάρξεις  οποίες αργά  και  βασανιστικά αποχωρίζονται  τα  ολίγα  ρουχαλάκια  τους . Κάτω  στη σάλα ημίγυμνες  καλλονές γεμίζουν  τους  θαμώνες  υποσχέσεις . Δίπλα  στην πόστα  κάθεται  μια  παρέα  από νέα  παιδιά . Ο ένας  από  αυτούς  ενδίδει  και  αφήνει  την ημίγυμνη  χορεύτρια  να  τον παρασύρει  από  το  χέρι  σε  απομακρυσμένο διακριτικό καναπέ  για  να  του  κάνει  έναν  σπέσιαλ πριβέ  χορό  μετά  χειρωνακτικής  ανακουφίσεως . Στο  διπλανό  καναπέ  κάθεται  άλλος  θαμώνας  με  την  αγαπημένη  του  πουτή  στα  γόνατά  του  έχοντας  ανοίξει  και  ένα  πικολάκι .

Ο Χορός  αρχίζει . Η  εξωτική χορεύτρια  αφού  έχει αφαιρέσει  και  το μικρούτσικο βρακάκι της κάθεται  στα  γόνατα  το πελάτη  της τον  οποίο  με  το χορό  της  τον έχει κάνει  τούρμπο  και έχει αρχίσει  τη  χειρομάλαξη . Ο μαλασσόμενος  όμως  είναι  ενθουσιώδης  , με  αποτέλεσμα  ο σαμπανοβολιστής  να  έχει  εκπλαγεί  και  να  ρίχνει  που  και που  αδιάκριτες  ματιές στο δρώμενο , παρά  τις  αυστηρές  συστάσεις  της  συνοδού  του  η  οποία  τον  επαναφέρει  στην τάξη .

Η  μάλαξη  συνεχίζεται , ο μαλασσόμενος  βογκά  και σπαράσσει και  επέρχεται  η  εκτόνωση , ελεύθερη  και  υπό μορφήν  πίδακα  υψουμένου  στον ουρανό , αφού  η  άπειρος  μαλάκτρια  δεν γνώριζε  να  καπακώνει  το  μόριο και  να  μαζεύει τον γαλακτώδη  καρπό της  ηδονής στο χέρι της . Έτσι   ελεύθερος  και ορμητικός  πίδακας  το απελευθερωμένο  σπέρμα   , φευ , καταλήγει  στη  μάπα  του  αδιάκριτου  σαμπανιοβολιστή  , ο οποίος και πάλι  είχε  γυρίσει να  παρακολουθήσει  το θέαμα  όλως  αδιακρίτως .

Με  το πρόσωπο  καλυμμένο  από  το  γαλάκτωμα  του  πόθου , και  μετά  το αρχικό  σοκ , ο περιχυθείς  σαμπανιοβολιστής  γίνεται  θηριώδης  και  εκμανής  τύπτει  για  του  φοβερού  του  γρόνθου  , τον ήδη  εγειρόμενο εκτονώσαντα  , την  ώρα  που  αμέριμνος  διευθετεί  τα  ενδύματά  του . Οι  πουτές  αρχίζουν  να  τσιρίζουν . Ο εκτονωθείς  μετά  το σοκ  της  γρόνθου  αρχίζει  και  ανταποδίδει , με  τα  παντελόνια  κατεβασμένα , με  πάθος  και πυγμή , ο περιχυθείς  τον  τύπτει  και εκείνος  λυσσωδώς , Οι  πουτές  έχουν  ξαπλώσει  επί του  καναπέως  , φοβούμενες  να  μη  αρπάξουν  καμιά  αδέσποτη . Το  πανευτυχές  φιλοθεάμον κοινό  παρακολουθεί  με  ενδιαφέρον  το αναπάντεχο θέαμα  , και ένεκα  και  του  ελληνικού  ταμπεραμέντου  , με  σφυρίγματα  και συνθήματα  διχάζεται  , αφού  άλλοι υποστηρίζουν τον περιχυθέντα και άλλοι τον περιχύσαντα .

Επεμβαίνουν  μετ΄ ολίγον  οι περιποιηταί , οι  οποίοι  εισπράττουν και  αυτοί  μερικές  ξώφαλτσες .

Τελικά  προ  του  ενδεχομένου  γενικεύσεως  της  συρράξεως  επεμβαίνουν  οι  υπεύθυνοι για  την τήρηση  της  τάξεως  εις  το κατάστημα , όπως  και  το σύνολο των περιποιητών , οι οποίοι κατορθώνουν  να  χωρίσουν τους  μονομάχους . Η  μαλάκτρια , η  οποία  αργότερα  πρέπει  να  εδέχθη  τις  αυστηρές  παρατηρήσεις  της  ιδιοκτησίας , στα  γόνατα  , καλύπτει τον ανδρισμό  του  περιχύσαντος . Ομού  δε  μετά  της  συναδέλφου  της  οδηγούν  τους  πυγμάχους  στις  τουαλέτες , για  να  περιποιηθούν  τα  τραύματα  τους .

Το  φιλοθεάμον κοινό παρακολουθεί , με  άλλη  ένταση  , πλέον,  το λεσβιακό λάιβ  σόου  που  ήδη  διδάσκεται  στην πίστα .

16 Σεπ 2009

Αγαπημένη

 

Ένα   αξέχαστο  τραγούδι  του  sir του  Ελληνικού  πενταγράμμου Γρηγόρη  Μπιθικότση .

Αφιερωμένο  εξαιρετικά .

Ξύπνησα νύχτα και μες στη σκέψη μου άναψαν φώτα.
Ήρθες κι εσύ έτσι απροσκάλεστη στου νου την πόρτα.
Μες στην καρδιά μου σε καλοδέχτηκα, αγαπημένη,
μεγάλη επίσημη, που τόσα χρόνια ήσουν χαμένη.


Ας ήτανε αληθινό το όνειρο τ αποψινό,
το όνειρο τ αποψινό ας ήτανε αληθινό.


Κοντά μου ήρθες, δειλά μου έδωσες τ άσπρο σου χέρι
και τα δυο χείλη σου με τα δικά μου γίνανε ταίρι.
Ξύπνησα νύχτα κι από κοντά μου ήσουν φευγάτη
κι ήμουνα μόνος μου στην άδεια κάμαρα, στ άδειο κρεβάτι.


Ας ήτανε αληθινό το όνειρο τ αποψινό,
το όνειρο τ αποψινό ας ήτανε αληθινό

9 Σεπ 2009

O Πουρούλης γράφει και ο Θρούλης Σχολιάζει

 

Είμαι  ο  Αντρέας . Ο Πουρούλης , πολύ  συχνά  σας  μιλά  για  μένα  και  τις  περιπέτειές  μας . Σήμερα  όμως  θα  σας  διηγηθώ  ότι συνέβη  προχτές  το  βράδυ .

Ο Πουρούλης  , λοιπόν, μας είχε  καλεσμένους  εμένα  και το Θρούλη  στην  Έπαυλή  του  στα  Βόρεια Προάστεια . Το Φιλιππίνι  του  Πουρούλι , η Κρύσταλ  μας  άνοιξε  την  πόρτα και  μας  οδήγησε  στο  Σπουδαστήριο του  Πουρούλη . Ο Θρούλης  έκανε  διάφορα  σχόλια  για  το πως  πετά  τα  χρήματά  του ο θείος , επενδύοντας  τους  τοίχους  με  μπουαζερί και  παλαιές  λιθογραφίες . Στο σπουδαστήριό  του , όπου ευρίσκεται και η  βιβλιοθήκη  του  ο Πουρούλης  μας  υπεδέχθη  φιλοφρόνως  . Μας  ζήτησε  να  περιμένουμε  επ΄ολίγον προ  της  παραθέσεως  του  δείπνου  προκειμένου  να  τελειώσει  το κείμενο  άλλης  μιας  αναρτήσεως  για  το μπλογκ  του .

Μας  ζήτησε  συγγνώμη  , αφού  μας  παρεκάλεσε  να  πάρουμε  ένα  απεριτίφ  και  να  τον περιμένουμε

« Μάστορα , εγώ  κοτό  και πράσινη  χωρίς  ποτήρι , το απεριτίφ  να  το  φάει ο Αντρέας »

H  Κρύσταλ , η  φιλιππινέζα , η  οποία  τρέφει ιδιαίτερη  αδυναμία  στο Θρούλη , ο οποίος  είναι πάντα  καλός  και ευγενικός  μαζί  της  , του  έφερε  με  ένα  τεράστιο  αινιγματικό  χαμόγελο ένα  κοτομπίφτεκο  ιδικής  της  παρασκευής , και μια  πράσινη  ( σε  μικρή σαμπανιέρα ) , εμένα  μου  πέταξε  μπροστά  μου  ένα  κρυστάλλινο ποτήρι , με  πάγο , και ένα μπωλ  με  φιστίκια  , ενώ  απίθωσε  μπροστάμου , βροντώντας το και ένα μπουκάλι   ουίσκυ . ( Αχ  φαίνονται  ποιοι είναι  οι  άνθρωποι  της  κυβερνήσεως … ! )

« Φίλοι  μου  » , μας  ανεκοίνωσε  σε  κάποια  στιγμή  ο πουρούλης , «τελείωσα  μόλις  ένα  επικό κείμενο  που  θα  περιγράφει  την  ατέλειωτη  καψούρα  μου  για  τη  σκορδόπιστη  πουτή  μου  και θα  σας  το διαβάσω ! »

«Τόρα  τρόμε »  δήλωσε  ο Θρούλης  . Αλλά  ο Πουρός ήτο ανένδοτος  . Πήρε  βαθειά  ανάσα  και ξεκίνησε , υπό  την  υπόκρουση  της  οδοντοστοιχία  του  Θρούλη . Και  μέσα  στο σκοτεινό  δωμάτιο , όπου  το μόνο  φως  ήταν  το  λαμπατέρ  πάνω  στο  γραφείο του θειου , άρχισε  η  ανάγνωση

« Χμ … Χμ… ( καθάρισε  το λαιμό του ) … Τίτλος : σε  αναζητώ  όταν  έρχεται  το βράδυ »

« Πάλι  θα  κόψουμε  φλέβες »  μου  είπε  σιγανά  ο Θρούλης . Ενώ  εγώ  αποφάσισα  , να  καταγράφω  τα  σχόλιά  του  στο μυαλό  μου και  τα  μεταφέρω  εδώ  με  την ορθογραφία (ανορθογραφία , το ορθόν ) με την οποία  φαντάζομαι ότι ο Θρούλης  θα  τα  έγραφε !

« Σ'αναζητώ όταν έρχεται το βράδυ » άρχισε  ο Πουρός 

« λαθοσ ορα καλιτερα προι κατα τισ 9 μετα το καθιμερινο φορτο »  μουρμούρισε  ελαφρά  μπουκωμένος  ο ο Θρούλης


«Έρχεται πάλι το βράδυ.»  Ανάγνωσε  μεγαλοφώνως  , αλλά  περιπαθώς  ο Πουρούλης 

« Κε δε μπορο να χεσο»  προσέθεσε  ο Θρούλης  ρουφώντας  λίγη  πράσινη
« Κι όπως πέφτει η νύχτα » Εδώ  ο Πουρούλης  έκανε  παυση  για  να  δώση  έμφαση  στη  φράση  που  ακολουθούσε

Δίνοντας  την ευκαιρία  στο Θρούλη  να  προσθέσει « το τζονι γοκερ φεβγι» , ρίχνοντας  μια  ματιά  στο  μισοάδειο μπουκάλι  , επάνω  στο γραφείο  του θείου .

«έρχεται η επιθυμία να σε δω»  πρόφερε  ο Πουρούλης  με  έναν  αδιόρατο λυγμό  .

«να κλασο δε μπορο »  μουρμούρισε  ο Θρούλης , « έτσι έπρεπε  να  το γραψι κυρ – Αντρέα  μου ! »
Κατόπιν  η φωνή  του  πουρού  ακούστηκε « Κι ας ξέρω πως είσαι μακρυά … »

«γιατι τον τροσ απο μικρα …»  προέσεθεσε  ο Θρούλης  με  ομοιοκαταληξία !

«Κι ας ξέρω πως έχεις φύγει » Προχώρησε  ακάθεκτος  ο  Πουρούλης

« το τσουξιμο το κτεσινο » μου  σιγοψυθίρισε  κοιτώντας  με  με   νόημα  ο Θρούλης .

Ο πουρούλης  μας  λοξοκοίταξε  ελαφρά , αλλά  συνέχισε  την ανάγνωση « Κι ας εύχομαι να μη ξαναγυρισεις ποτέ ξανά πίσω »

«γιατι θα σ επαρο απο πισο,ο λουκουμος μεγαλοσε προσθετικι στιν ελβετια » ,  Σχολίασε  ο Θρούλης  λούζοντας  με  κέτσαπ  τα  απομεινάρια  του  κοτομπίφτεκου , τα  οποία  και κατέβασε  με  μια  τεράσται χαψιά .


Το επακολουθήσαν  ρέψιμο , έκανε  τον πουρούλη  να  κοιτάξει  τον Θρούλη  με  μια  ελαφρως  επιτιμητική ματιά , αλλά  δεν τον πτόησε  από το να  εξακολουθήσει   «Όμως και πάλι όταν θα βγω κάτι δικό σου δώρο θα κρατώ»

«μονο νανε φρεσκο κε καλο στο θρουλι να το δοκο» συμπλήρωσε  ο Θρούλης  ουδόλως  πτοημένος , από  την επιτιμητική  ματιά .


« Κάποιο από τα ρουχα που σου άρεσαν θα φορώ» πρόφερε  ο πουρούλης , χαμηλόωνοντας  βαθμιαία  τη φωνή  του

«κεροσ να καμο διετα να βαλο κε το στρικ σου»  είπε  σιγανά κάτω  από τα  μουστάκια  του  ο Θρούλης, και χωρίς  να  αισθάνεται τη δραματικότητα  της φράσης ,  κάνοντας  νόημα  στην Κρύσταλ  να  του  κάνει  επανάληψη σε  κοτό και πράσινες . 


Ο θείος  , μετά την τόσο μεγάλη  εισαγωγή , μπήκε  εν τέλει στο ψητό  , αποκαλύπτοντας  το νόημα  της  ανάρτησης  «Και θα περάσω έξω από το μαγαζί που δούλευες … »

«Εσένα  κε μιριαδεσ τοσουσ αλουσ » σχολίασε , μάλλον προσφυώς  ο Θρούλης , φιλώντας  στο μέτωπο  την  Κρύσταλ που  του  έφερε  άλλο ένα  κοτό  και 2  μπυρίτσες , πάλι στην ασημένια σαμπανιέρα .  
Αγνοώντας  τις  διαχύσεις  τις  φιλιπινέζας  και του  Θρούλη , ο Πουρός  συνέχισε  με  σπαραξικάρδιο τόνο «Και θα θυμηθώ»

«το θυμα να κερασο,που μου ταλεγε κε τον εκροζα εγο ο διθεν ο ξερολασ »  Είπε  χαμογελαστός ο Θρούλης  νιώθοντας  το χεράκι της  Κρύσταλ να  χαϊδευει  την  καράφλα  του , καθώς  περιποιόταν  το  κοτομπίφτεκο με  έξτρα  μουστάρδα , μαγιονέζα και κέτσαπ .  

Η  φωνή  του  Πουρούλη  έκανε  κρεσέντο «Εσένα . Έτοιμη να με ανεβάσεις στον παράδεισο και να με ρίξεις στην κόλαση»

«μεφιστο μπαη δαντισ δε μπεστ» είπε  ο Θρούλης  στην κρύσταλ που  έσκασε  ένα  τυπικό ασιατικό στιγμιαίο χασκόγελο

Τη  στιγμή  που   δαγκώνοντας  το κοτομπίφτεκο , ο θρούλης  με  το αριστερό  του  χέρι  άρχισε  να  θωπεύει  το μπουτάκι  της  φιλιπινέζας  διάλεξε  ο Πουρούλης  για  να  κορυφώσει  την ένταση  του  κειμένου  του  , απαγγέλωντας  με  οίστρο «Αλλά δεν θα ξαναπατήσω μέσα»

«τα ποδια μουνε βρομικα,στο 3χ χοτελ θα σε καλο,κε τοτεσ θα χισο μεσα» βόγγηξε  ευτυχισμένος  ο Θρούλης  , αφού  πλέον η  φιλιπινέζα  τον τάιζε  στοργικά  για  να  του  δώσει την ευκαιρία  να  έχει δύο  χέρια  ελεύθερα  να  την πασπατεύει .

«Όχι διότι έμαθα »βρόντηξε  ο Πουρός  σαν τα  κανόνια  του  Λυκαβηττού

«σαν αλοσ μεταξας ο φταστεροσ πουνε κια ακριβοσ να λεο φορτΟΧΙ » μπουμπουνισε ο θρούλης  πίνοντας  μια  γερή  τζούρα  από την πράσινη , θωπεύοντας  το χεράκι  της  Κρύσταλ

«Όχι διότι κάνανε αυτά που κάνανε στο μωρό μου ! Ε ταθελε και ο κωλος του μωρού μου »Μας  κοίταξε  με  δήθεν πονηρό  βλέμμα  ο Πουρός

«να βανι ταλκ κε φισαν μι σαγκαη» , είπε  ο Θρούλης  , ενώ  το χέρι  του  ανηφόριζε  τρυφερά  , μέσα  από  τη  φούστα  της  υπήρέτριας »

Το  χασκόγελο  που  ακούστηκε  από την υπηρεσία , δεν  απέτρεψε  τον θείο  να  διαβάσει  και άλλη  μια  περίοδο  του  κειμένου  του « Δεν ήταν ούτε παρθενίτσα , ούτε πρωτάρα»

« μελανοσ τριετισ με εκινισι κε εξαρα δρασκελια» Είπε  ο θρούλης  εμφανώς  ευχαριστημένος  που  τελείωσε  το κοτό του  , και  άρχισε  να  πίνει  την  μπυρίτσα  του , ενώ  τα  χάδια  της  φιλιπινέζας  στην  καραφλίτσα  του  άρχισαν να  γίνονται πιο τρυφερά .


«Δεν θα ξαναπατήσω διότι σιχάθηκα» Είπε  ο Πουρός , με  απαγγελία  του  Κώστα  Πρέκα  σε  τηλεοπτικό πάνελ .

«το θρουλι να μιριζο» έριξε  την τρομπονιά  ο Θρούλης  , ενώ  η  Κρύσταλ  ξελιγώθηκε ! ( Καλά  αυτή  νόμιζα  ότι δεν καταλαβαίνει γρυ ελληνικά )


« Την ξέρω αυτή την πτυχή της νύχτας » απήγγειλε ο Πουρούλης  με  παύσεις  ανάμεσα  στις  λέξεις  για  να  δώσει έμφαση στα  λεγόμενά  του !

« ανισοκλινισ επι κλινης τρεμαμενισ τα παντα φρι αντι ευρι »  , κόλλησε  ο Θρούλης  κοιτάζοντας  το φιλιπίνι ασκαρδαμυκτί  με  τα  βοϊδόματά  του .

« Τη βρώμικη την ελεεινή » Συνέχισε  ο Πουρός .

«για ενα ποκαμισο αδιανο » , είπε  ο Θρούλης  με  φωνή  που  εμιμείτο  τον  Ξανθόπουλο , όταν βγάζει φιλιππικούς  σε  δακρύβρεκτα  μελό

«Αλλά δεν το περίμενα ότι θα την έβρισκα μπροστά μου » , εξακολούθησε  ο Πουρούλης , συγκινημένος , σε  έκσταση , μη  παρατηρώντας  τι γινόταν  γύρω  του .

«φτιχοσ που δε ινε απο πισο»  σιγοντάρησε  με  σότο βότσε  ο θρούλης , ενώ , πλεον ,  εξερευνούσε  με  το αριστερό του χέρι τα  οπίσθια  της  λιγωμένης  ασιάτισσας .

Και  ενώ  ο Θρούλης , με  το δεξί χέρι  που  κρατούσε  την πράσινη , ένευσε  στον Πουρό στην υγειά  σου , ο Πουρούλης  ανταποδίδοντας  με  κλίση  της  κεφαλής  το νεύμα , προσέθεσε   « Αλλά ήρθε η γαμημένη η πραγματικότητα και μου τα φερε φόρα παρτίδα »  .

« που αγνοης σα τι χαμενι πατριδα »  είπε  ο Θρούλης  μυκτηρίζοντας  τον θείο , εκμεταλλευόμενος  μια  παύση  της  αναγνώσεως  για  να  τραβήξει ο Πουρός  μια  γερή  γουλιά  από  το ποτήρι  του .


Με  τη  γεύση  από  το σπίρτο  στο  στόμα  και ξαναγεμίζοντας  το ποτήρι του , μέχρι τα  χείλια ,  ο Πουρούλης  πρόσθεσε «Πάντως μωρό μου σε νοσταλγώ και ας περάσανε κοντά 9 μήνες από τότε που σμίξαμε για τελευταία φορά»

«κε εμινα εγκιοσ κε περμενο να γενισο με κεσαρικι σαν αλι κλεοπατρα » άκουσα  το θρούλη  να  γελά  υποχθόνια , ενώ  έψαχνα  στο ημίφως  το μπωλ  με  τα  φυστίκια  μου , που  είχε  εξαφανισθεί .

Και  ενώ  έψαχνα  το  μπολ με  τα  φιστίκια  άκουσα  το θείο να  λέει λιώνοντας «Νοσταλγώ το γέλιο σου»

«που ριξε πισο απο τι πλατι σου,ισ ιγια του πουροεροτα» είπε  ο Θρούλης  χασκαμπουρίζοντας , και ένα  θραύσμα  από φυστίκι , έφυγε  από το μπουκωμένο στόμα  του  και  κόλλησε  στη  μύτη  μου .

Ως  άλλος  Ιερεμίας ο  πουρούλης εξακολούθησε  το θρήνο για  τη  χαμένη  του  αγάπη « Νοσταλγώ τη η ματιά σου την πονηρή . Το χάδι σου . Τη φωτιά σου.Την αγκαλιά σου τη γεμάτη φλόγα »

«να κιριε σεμνε κε ταπιανε προτιπουργε,πια ξενι διναμι προκαλεσε τον εμπρυρισμο του πρασινου φορτο,να βανο φπα 69 τα κατο,να σοθι η κονομια»  , μου  σιγομίλησε χαμογελαστά  ο Θρούλης  , καθώς  παρατηρούσα  ότι η  πονηρή  ασιάτισσα μου  είχε  βουτήξει  το μπολ  με  τα  φιστίκια , με  τα  οποία  τάιζε  το Θρούλη  ενόσω αυτός  την  πασπάτευε .  


Ευρισκόμενος  στη  δική  του  στρατόσφαιρα , ολίγον γλυκερά  , αλλά  γεμάτος  πάθος  ο Πουρούλης  βόγγηξε « Θα θελα να σε είχα κοντά μου να σε χαϊδέψω και να σε κλείσω στην αγκαλιά μου . Όπως τότε που για λίγες ώρες σταματούσαν τα πάντα »

«ιμεθα αντιθετι στις στασις εργασιασ,κες ιπερ τον στασεον μετρο...4Χ4 ! »  άκουσα  το θρούλη  να  σχολιάζει χάσκωντας  πλέον εμφανέστατα .
Την ίδια  στιγμή  ο Θείος  επανήλθε  στην πικρή  γι αυτόν πραγματικότητα « Δεν σε έχω όμως κοντά μου»

«κε το πορτοφολι μου θελι δαγκομα γερο» Είπε  θρούλης  ενώ  δεχόταν  πλέον  θωπείες  στην περιοχή  του  μονόποντου , από την  υπηρεσία  η  οποία  ανταπέδιδε  την τρυφερότητα .

«Ξεκινάω» Είπε  ο Θείος , με  ύφος  ατρόμητου  εξερευνητή !

«τουτ τουτ!!!!!!! »  Έκανε  ο Θρούλης  μιμούμενος  το κλάξον του  οχήματός  του

Το  σπίρτο  μου έπεφτε  βαρύ , βούτηξα  το μπολ  με  τα  φιστίκια , για  να  μην πίνω  ξεροσφύρι , ενώ  στα  αυτιά  μου  αντήχησε  η  αισθαντική  φράση  του  πουρούλη «Ξεκινάω να βρω αυτή που θα σου μοιάζει»

«ολε ιδιε ιεν η μιροδια αλαζι» . Είπε  ο θρούλης , σαν  κρητικός  ρημαδόρος  , αποδομώντας  το πάθος  του  θείου . 


Κοιτώντας  με  αυστηρά , το  φιλιπίνι  μου  πήρε  το μπολ , για  να  μπουκώνει το θρούλη που  της  έβαζε  χέρι ,  ενω  ο Πουρός  , αναστενάζε   «Ξεκινάω να βρω αυτή που το χάδι της θα είναι σαν το δικό σου »

«χερακι μπουτακι κε φιλι στο μετοπο ,τοσα εχισ βρισ μα κανενα δε βρομα ψαριλα σα κιαφτι»  Είπε  μελιστάλαχτα  στο φιλιπίνι ο Θρούλης , εντείνοντας  το πασπάτεμα .


«Δεν θα τη βρω » Γόγγυξε  σπαραξικάρδια  ο θείος .

«προσελαβε σπρινκερ σπανιελ αμερικανικο,δοκιμασμενο απο τι κλαν εμ εγκιιμενο αποτελεσμα»  ρεύτηκε  διακριτικά  ο Θρούλης .

«Αλλά ψάχνω» Είπε  ο Πουρός , με τη  φωνή  ενός  Οιδίποδα  επί Κολωνώ

«ο σοκρατισ κιο βριπιδισ εκι που σιναντοντε θα σου βρουν πολα διπλα στα μιριστικα»  είπε  ανυπομονώντας  ο Θρούλης  ο οποίος  είχε  τελειώσει  το  φαγητό , το ποτό και τα  ξηροκάρπια . 

«Για πόσο ? »  ακούστηκε  η  πνιχτή  φωνή  του  πουρούλη  μέσα  από  τα  τρίσβαθα  της  ψυχής  του !

« Για ποσα ? » διόρθωσε  ο θρούλης  που  το βροντερό γέλιο  του  μέσα  από τα  φύλλα  της  καρδιάς  του  τάραξε  την ησυχία »


« Δεν ξέρω ακόμα » Έγρουξε σαν  πληγωμένο  ελάφι  ο Πουρός  , προσπαθώντας  να  σκεπάσει το γέλιο του  θρούλη

« 30 € μακσ » είπε  ο Θρούλης  δίνοντας  ένα  τρυφερό μπατσάκι  στα  οπίσθια  της  υπηρεσίας , σηματοδοτώντας  τη  λήξη  της  συνεδρίας 


« Και ξέρεις κάτι »  Συνέχισε , φανερά  ενοχλημένος , ο πουρούλης , απευθυνόμενος, με  θεατρικότητα ,  στην απούσα  σκορδόπιστη

« η Κατι δουλεβε στο νταλασ,αμα τινε δισ φιλισε τι στραβροτα » είπε  ο Θρούλης  , ζουζουνίζοντας  στην πολυθρόνα  του  « οποσ  στο λέο κυρ Αντρέα  μου » μου  είπε


«Όσο και αν σε θέλω , ελπίζω να μη σε ξαναδώ μπροστά μου »  Εξακολούθησε  ο Πουρός , ταπεινώνοντας , λες  με  τη  στάση  του   τη  δόλια  πουτή  που  τον ηπάτησε !


«αλα απο πισο μου ενεργιτικι,να σκουζο σα σοπρανο γκρογκοντζολα με μια μισοκιλι φρατζολα» , του  αντιγύρισε  ο Θρούλης  που  πετάχτηκε  αδημονώντας  από  την  θέση  του  και άρχισε  να  βηματίζει  νευρικά .

«Θα έχεις ξαναπέσει στα σκατά χωρίς επιστροφή!»  Κατέληξε  ο Πουρός !

« οχετοσ δε επικουρβαζι τιποτα,κε ουδεν λαθοσ αναγνοριζετε,μονο χαριζι οσμεσ »  είπε  ο Θρούλης «νε κυρ  Αντρέα  μου  γραφτο  όποσ  στο λέο »

Ταυτοχρόνως  ο Θρούλης  άνοιξε  τη  συρόμενη  πόρτα  που  ενώνει  το σπουδαστήριο  με  την Τραπεζαρία « Ρε να φαμε κε τιποτα,με τοσο κλαμα μελαλκοχολισα κε πινασα...» Είπε  ο Θρούλης  που  κατευθύνθηκε  προς  το  φορτωμένο  τραπέζι , πίσω  από  το οποίο  περίμενε   το Φιλιππίνι  να  σερβίρει .

Έτσι  δόθηκε  τέλος  στην  ανάγνωση . Αφού  τόσο  εγώ  όσο  και  ο Θείος    βιαστήκαμε  να  τον ακολουθήσουμε . Διότι  καλά  τα  υψηλά  νοήματα  , αλλά  το φαγητό μύριζε  υπέροχα .

Μάταιος  κόπος !

Ο Θρούλης  είχε  κλείσει  και  ασφαλίσει  την πόρτα . Από  μέσα  ακούγονταν  χασκόγελα  και  αναστεναγμοί  και  οι  θόρυβοι  της  μασέλας  του  Θρούλη . Πήραμε  τα  κλειδιά  του  αυτοκινήτου , και βγήκαμε  από  την  πόρτα . Θα  τρώγαμε έξω . 

Ο  Θρούλης  δεν θα  μας  άφηνε  ούτε  ψίχουλο .

7 Σεπ 2009

Ο ΒΟΘΡΟΥΛΗΣ ΣΤΟ ΓΙΑΤΡΟ

Ο βοθρουλις καθονντανε στο μπυρροικο γραφιο του,με τα διασπατρα κοτομπιφτεκικα ψιγματα ,κε το σμινοσ τον κολιτον ιμενοφτερον να τον σινοδεβι μαζι με ενα επιμονο ζουζουρισμο σε φα ματζαρε,,κε μουνολογουσε.
-Κατσε να παραγκιλο,σε λιγοαβγουλακι θα νε δο ο Γιανοσ ο Μπερετασ.
Πιανι το λιγδαρισμενο τελεφονο κε..
-Ελα ψισταρια,εγομε φερε ,περμενο μπαριδακο φερε ντιπλα τα σινανθισμενα.
Σε κανα 5λεφτο μπιμπ μπιμπ!!!!!!!
-Πουσε ρε ματσακονο-κινιγε ,καλα σε αχιγε?
-Καλα,τι παθες ρε Θρουκλι,τι παθε η κολοδακτιλα σου κινε φασκιοφορεμενι που τιν μαγκανοσεσ ,σε πια κοπρανοπι.
-Φτου το γκαντεμο Βολετερο,με καντεμιασε,με δε σε φοτο πουτοδραστικι ,κε κοψα το δακτιλο το μεσοκρεμιδομπικτικο,μενα τσερκι,δε πιραζι προτι φορα νε,τι νε αφτουνα που κρατασ στι σκουπιδοσακουλα?
-Μιρισε ρε φουσκο,να ιδισ.
-Ελα ρε τσακαλμαν ,ριγανι... στριφομιριστικι μου φερεσ,μα καλα για τριζονια δε πιγεσ,ρε ψεφτι?
-Νε ρε ανιοβικα πανο με τα σκιλια στο Κριεκουκι,αλα επεσα πανο σενα χοραφακι,ξερισ κριφοκαλοπιστικο,κε μασ θιμιθικα.Ρε πιοσ ιεν αφτοσ ο Βουτιρουλις?-πουσε ματιαξε,ποσ τα καταφερε,εσενα δε πιανι ματι ετσι μποστ ισε...
-Βολετερουλισ ρε!!!!, κυνος δα ο καθικιτισ που μου στιλε τι λαδιοπιτια.
-Α αφτοσ που χι σπουδασι φουστολογια στο Λουλουντινο,μου τα λεγεσ πανο στο γιουλι το 15βγουστο,καλοπεδο μα χανο-αλιφατικο αν κε μιλιοναρικο.
-Βραστον να το κουλουμπιε,κε λεγε τι κανουν τα εσπανιολ μπετον,που πιρεσ βγανουν λαγουσ,για μονο κοτροχιλια?
-Τι λε ρε κουτομπιφτεκα,επανιελ μπρετον ινε,με πετιγρινια σταροφορεμενα,σιγασ μιν ινε κε καλουποσοβαντοσκιλα.
-Ντατσι ρε τσιφτερι ενα λαθο εκαμα οχου...,μα ο δικοσ μου ο κοπροβελιγκιοκασ στα βανι κατο στι φερμα.Ελα εσκασε μιτι κε το παποψιστοφερτικο,να φαμε κε τιποτισ.
-Παντα φαγανιαρισ ισε,σε θιμαμε απο το σκολιο...
-Ελα κατσε μαηνα τι αγκιρα παλουκοσου...
Κενο η σαγονιακι εκεντροφορι ιχαν παρι φοτια,κε σινεσκιζοταν η φιδοκινιγοσιζιτισι,για κινιγι λαγου μεγεθουσ οναγρου(παροτι το λαγοκινιγι δε εχι ξεκινισι,μονο του πρασινου λαγου),εγινε το κακο...
-Ρε μπιφτι ,το γινεκακι σου δε ινε αφτο,για δεσ απεναντι μιλα με τι Σουλα τι μαναβισα.
-Φτου σου,αρε Βολετερο με το κιο Μπεικον με τισ αγαποσιβουλεσ σασ...Γιανο τι πατισαμε,τορα το θιμιθικα.Κατσε να σκουπιστο λιγακι...

-Καλησπερα σας,.... τι παλι τρος και δε εχισ ντιθι,εχο κανουθετισι ραντεβου με το γιατρο να σου καθαρισισι το χερι.Κυριε Γιανη βαλτε του λιγο μυαλο,εσις ιστε σοβαροσ ανθροποσ.
-Δεν ακουη γκουχ γκουχ...
-Προσεχε θα παθισ κοκορετσοπνιγμο,μα καλα γινεκακι ιθε ο Γιανισ κε ιπα να τον τρεσαρο κατιτισ δε ιμε κανα τσιγουνι..
-Τι τσικουνισ,παλιολιγουρις ισε..,Αντε κλιδοσε να φεβγουμε,ιποχρεοθικε η μαμα να μασ κλισι ραντεβου με τον γιατρο.
...................................................................................................

Εξο απο το γιατρο....
-Μα καλανε ρε γινεκακι ,τι γιατροσ ιναφτος,ουτε το ασασερι δε δουλεβι κινε στο μουτζοροφο,μεχι να ανεβο θα χο ψοφισι απο τι κορασι,δε τα φινουμε καλιτερα για αλι φορα.
-Αντε προχορα καμπριο-βισονακο,θα του πο να σεβαλι κε σε διετιτικο προγραμα.
-Α σα κιαφτο που θελι αν με βαλι το γινεκακι του Βολετερουλι,μονο που αφτοσ μου το πε βουλεφτικο.
-Σιγα μι πισ κε στι βουλι,πιο κομα θα σε δεκτι?
-Γιατι να μι με δεκτουνε στι βουλι αφτι τρονε παραπανο απο μενα,εγο ιμε κε μονιμοσ ορεξατοσ,δε θα αφικο τιποτα,θα διαλισο τιν ελαδα μια ορα αρχιτερα,σεμνα κε ταπινα.
-Ο Κυριοσ κοστασ ιεν ο καλιτεροσ ικογενιαρχισ,μακαρι να οτυ μιαζεσ εστο κε λιγο,τι νατασα στα οπα οπα τιν εχι,βασιλισα...
-Ε να σου παρο μια ικοστεσαρα κορονα να βανισ στο κεφαλι,..χαχαχαχα
-Σκασε Ακι,σε γιατρο παμε δε ιμαστε μονι μασ.
-Καλα το μουγκονο,το βραδι θα σου διξο...

-Καλισπερα γιατρε,απο δο ο ασθενισ,ο αραβοβρομιαστικοσ μου.
-Μα γιατι ξεφουσκονι ετσι ,τι επαθε?
-Ουφ ιμε εξ ποσθησπιστεοσ αντιπεπατικοσ.
-Ιρεμα Ακι ιπαμε,δε δουλεβε το ασασερ και ανεβικαμε με τα ποδια.
-Καθιστε...
-Για να δο,το χερι σασ παρακαλο.Μα γιατι μιριζι ετσι,τι εχετε βαλι πανο στι γαζα?
-βρε Ακι ,παλι πετρελεο εβαλεσ?
-Νε γιατρε εβαλα ,αλα ινε φορτιστικο,ο παπουσ μου παντα μου λεγε,οτι κιαν παρθισ βανισ πανο πετρελεο φορτιστικο κε θα γιανι.
-Αφτεσ η προκαταλιψσ τον παλεον,μπορι να ερεθιστι το δερμα.
-Σοστασ γιαουρτε ο ο παπουσ δε ιτανε προ τισ καταλιψισ δε πιγε σκολιο.
............................................................................................

-Λοιπον το καθαρισαμε κε το δεσαμε το δακτιλο, σασ συνιστο να προσεχετε να μι ασκιτε πιεσι κε να ιστε σε καθαρο περιβαλον.
-Γιατρε σασ παρακαλο δοστε του ενα προγραμα διαστροφισ,γιατι θα παθι τιποτα ετισ οπος τροη?
Τιν ιδια ορα ο γιατροσ εψαχνε στο σιρταρι,μαλον κανα προγραμα διαστορφικο.
Βγανι μετα απο λιγο ενα κουτι πουρακια(απο τα φτινοπεριπτερατα) κε ενα χρισοαναφτιρα.
-Νε χριαζεστε κιριε Ακι,οποσδιποτε διετα.Θα σασ στιλο σεμια φιλι διετολογο αφου κανετε γενικεσ εξετασισ εματοσ κε ουρον.
-Τι να τα κανο ,εγο δε εχο τιποτα,κε κατουρο κε πινο κοκινελι για το εμα-τον κλοτσα το γινεκακι
-Αυτο θα το διξουν η εκσετασισ-κε ταφτοχρονα ο γιατροσ επερνε μια σερτικοτζουρια-κε πρεπι να γιμναζεστε,
-Μα γιμναζομε ,βλεπο τον Θριλο οποτε πεζι μα το γινεκακι μου εκοψε κε το αλο αθλιμα που αγαπο το μαρκοπουλο!
-Ενοο να κινιστε,να περπατατε,να μιν τροτε τροφεσ που ανεβαζουν το χολιστερινι.
-Χολιστερινι δε εχο δοκιμασι που πουλανε τετιο πραμα,εγο τροο κοτομπιφτεκα,κοτο,καλαμακια,κοκορετσα...
-Ακριβοσ αφτα ενοο,ιεν γεματα χολιστερινι,πρεπι να τροτε πρασινα ..
-Μα πρασινεσ πινο καθιμερινα,
-Τι πρασινεσ,λαχανιδεσ στο μπλεντερ???
-Μπιρεσ ενοη γιατρε,αχ....αποκριθικε το γινεκακι
-Οχι ουτε ποτα ,ουτε τροφεσ με λιπι,με μετρο.Καπνιζετε κιολασ?
-Οχι να το ξεκινισο?Κανι καλο απο τι βλεπο ,για να το κανετε κε σισ γιατρε?
-Ιστε αγενεστατοσ κιριε Ακι...
-Ασε ρε γιατρατζα τισ σιφορασ,μασ εχισ φλομοσι με το μπατιροβρομοπουρο σου,τουλαχιστον παρε κανα κοντο ρομπουστο κουβαδεζικο,που περνι ο δασκαλοσ Πουρουλισ,να τσακο ενα πενινταρι κιαντε για,που θα με βαλετε να ψοφισο απο τι πινα...
Σικονετε ο χοντροσ σαν αστραπι(μι ξεχασο να τι πεκσο γκανιαδακι,αμα ανιξι ποτεσ ο ιποδρομοσ στι 10 του βοηδρομιονα),κε κατεβενι τισ σκαλεσ σα ,φτεροτοσ πιδασοσ,βγενι απο οξο κε απεναντι μα τι κλοθο,τι λαχεσι,τι ατροπο- η τρισμιρα του αλαζι,το κεμπαμπατιζδικο ινε ανικτο-.......

--
ΙΜΕ ΙΔΙΟΣ Ο ΡΙΤΣΑΡΤ ΜΠΙΡ

ΜΟΝΟ Η 7   !!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!

8 2 81 ΜΟΝΟ ΓΙΑ ΣΑΣ ΑΔΕΡΦΙΑ !!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!

3 Σεπ 2009

KAΠOTE ΣΤΟ ΝΑΥΠΛΙΟ

Εισαγωγή

Μου  αρέσουν οι ρομαντικές  ιστορίες  από τη  νύχτα . Όταν μάλιστα  οι ιστορίες  αυτές  συνδυάζονται  και  με  κάποια  ευτράπελα , είναι  ό,τι καλύτερο .

Φίλος   του  ιστολογίου  , που  για  ευνόητους  λόγους  επιθυμεί  να  παραμείναι ανώνυμος  μου  έστειλε  αυτή  τη  συνεργασία . Τη  δική  του  εμπειρία . Τη  δική  του  συμβολή .

Τον  ευχαριστούμε  πολύ .

 

Καλοκαίρι, καθημερινή, όμορφη νύχτα με πανσέληνο.
Ο Η. κατεβαίνει οδηγεί προς το κέντρο για να πιει ένα ποτάκι με φίλους στην Χάρητος. Κάποια στιγμή σκάει SMS από την αμαρτία του. "Hey Η. How r u? U dont talk with me anymore?". Είχε υποσχεθεί στον εαυτό του, ότι μετά τον τελευταίο καυγά με την αμαρτία, δεν θα ασχοληθεί άλλο μαζί της.
Καλοκαίρι, καθημερινή, όμορφη νύχτα με πανσέληνο.
Η ώρα πλησίαζε μεσάνυχτα και οι φίλοι σιγά σιγά έφευγαν, εργατικά παιδιά, σοβαρά παιδιά όλοι τους. Ο  Η. έμεινε μόνος στο barάκι στην Χάρητος, τελείωσε την μπύρα του, πλήρωσε, πήρε το cabrio και κατηφόρισε στην λεωφόρο της αμαρτίας. Πάρκαρε μακριά από την φωλιά του λύκου, επί της λεωφόρου, μπήκε στην φωλιά, κάθισε στην κλασσική του θέση και σε χρόνο dt η αμαρτία καθόταν δίπλα του. Τα γκαρσόνια ήταν για άλλη μία φορά άκρως εξυπηρετικά. Η αμαρτία, δεν μιλούσε. Κάθισε σταυροπόδι, "ακούμπησε" στον ώμο του και κουνούσε νευρικά το πόδι της. "Να σου πω...έχει πανσέληνο...πάμε για μπάνιο?" την ρώτησε, γνωρίζοντας ότι οι πιθανότητες να δεχτεί ήταν ελάχιστες. "Είσαι τρελός" του απάντησε. "Μπα...απλά ζεσταίνομαι" της είπε. Του ζήτησε να πάνε κάπου μακριά, είχε μπουχτήσει και ήθελε να ξεφύγει. "Φύγε και μιλάμε σε μία ώρα στο σπίτι μου από κάτω" Ο Η. πλήρωσε, και έφυγε από την φωλιά. Βρήκε το αυτοκίνητό του χωρίς πινακίδες και μία ωραιότατη κλήση για παρκάρισμα σε λεωφόρο. "Μα καλά, άλλη δουλειά μεσοβδόμαδα δεν έχουν να κάνουν οι τροχαίοι?" σκέφτηκε. Δεν γαμιέται, ζεσταινόταν και ήθελε οπωσδήποτε να βουτήξει στην θάλασσα.
Καλοκαίρι, καθημερινή, όμορφη νύχτα με πανσέληνο.
Ο Η. με την αμαρτία κατηφορίζουν προς Ναύπλιο. Το cabrio ανοιχτό, μουσική δυνατά. Άδειοι οι δρόμοι, εύκολη διαδρομή. Σύντομα σταματούσαν δίπλα στην θάλασσα. Στον Καραθώνα. Ερημιά, αρχές καλοκαιριού. Ο Η. δεν είχε μαγιό, η αμαρτία πήρε από το σπίτι της, όταν είδε τον Η. να βγάζει και το boxerάκι, ακολούθησε το μοτίβο.
Καλοκαίρι, καθημερινή, όμορφη νύχτα με πανσέληνο.
Ο H. και η αμαρτία του κολυμπούν γυμνοί. Οι αισθήσεις στα κόκκινα. Απόλυτη ησυχία. Ακούγονται μόνο οι αναπνοές τους και ο ήχος της ήρεμης θάλασσας. Μαγικές οι σκιές της νύχτας, ασημένια η θάλασσα από το φεγγάρι, το μακροβούτι σε προκαλεί να μην αναδυθείς ποτέ, φαντάζει γεμάτος διαμάντια ο βυθός υπό το σεληνόφως.
Καλοκαίρι, καθημερινή, όμορφο ξημέρωμα.
Ο H. με την αμαρτία του, μετά από ένα δυνατό breakfast, μία ωραία βόλτα στην πρώην πρωτεύουσα της Ελλάδας και την τυπική αγορά κομπολογιού για ενθύμιο, κατευθύνονται προς Αθήνα. Το cabrio παραμένει ανοιχτό και χωρίς πινακίδες. Η αμαρτία κάθεται topless μέσα στο cabrio. Σκηνές από ταινία. Ο H., νομίζει ότι βλέπει όνειρο.
Καλοκαίρι, καθημερινή, όμορφο ξημέρωμα.
Η αμαρτία νυστάζει, την παίρνει ο ύπνος και παραμένει topless. Ο H. διαλέγει παλαιά εθνική οδό. Θέλει να κρατήσει πολύ ώρα η επιστροφή, θέλει να ζήσει αυτή την στιγμή όσο περισσότερο γίνεται. Κάποια στιγμή συναντάει περιπολικό της τροχαίας. Το cabrio παραμένει χωρίς πινακίδες. Τον σταματάνε. Ο H. σταματάει όσο πιο ήρεμα γίνεται. Δεν θέλει να ξυπνήσει την αμαρτία. Τον πλησιάζει ο τροχαίος, βλέπει την αμαρτία γυμνόστηθη και του λέει:
"Φύγε ρε φίλε...μας δουλεύεις μεσημεριάτικα?"
Καλοκαιρινή, καθημερινή, όμορφο ξημέρωμα.
Ζήτω η ΕΛ.ΑΣ.!